“Outside of a dog, a book is man’s best friend. Inside of a dog, it’s too dark to read.”
Groucho Marx
Όταν έγινε ο σεισμός του ’81, μέναμε σε μια πολυκατοικία στα Ιλίσια, στον τέταρτο όροφο. Κούνησε άσχημα, σπάσανε πράγματα, αλλά η οικογένεια αντέδρασε με ψυχραιμία κ έτσι περάσαμε τις δύο επόμενες μέρες σε ένα κίτρινο Honda civic, παρκαρισμένοι στην Παπαδιαμαντοπούλου, κάτω ακριβώς από το καμπαναριό του Αγίου Θωμά, με την υστερόβουλη σκέψη ότι κανένας Άγιος που νοιάζεται για τη φήμη του δεν θα τολμούσε να πλακώσει με το καμπαναριό του ένα αθώο χόντα σιβίκ με κόσμο μέσα, δεν γίνονται παιδιά αυτά τα πράγματα.
Ο πατέρας μου από την άλλη, παρέμεινε στο σπίτι, έχοντας ενδεχομένως μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στην αδερφή του (που έχτισε την πολυκατοικία), παρά στον Άγιο Θωμά (στον οποίο η αδερφή του είχε ανάψει τόσα κεράκια, που ήτανε σαν να τον έχτισε).
Με την οικογένεια χωρισμένη μεταξύ τετάρτου ορόφου και χόντα σιβίκ, ο αδερφός της μάνας μου ο Τζίμης ανέλαβε ρόλο mediator και μας κάλεσε να μείνουμε όλοι στο σπίτι του, μια μονοκατοικία στην Πανόρμου, πάνω από τα σχολεία.
Το σχέδιο ήταν απλό. Θα μέναμε τέσσερις οικογένειες μαζί (όλο το σόι δηλαδή) στρατοπαιδευμένοι στη μονοκατοικία, με δεδομένο ότι:
– Η μονοκατοικία δεν πέφτει, ή αν πέσει είσαι ήδη στο ισόγειο, δηλαδή τι σκατά, πόσο να πέσεις?
– Θα είμαστε όλοι μαζί, οπότε των πολλών ο θάνατος ουκ έστιν θάνατος, στη χειρότερη θα πεθάνουμε όλοι μαζί παρεούλα και δε θα τη γλιτώσει κανένα πουστράκι, να τα κληρονομήσει όλα και να πάει να φάει μετά την οικογενειακή περιουσία και να τον βλέπουμε εμείς από τους ουρανούς και να μας τρέχουν τα σάλια.
– Το βάρος τεσσάρων οικογενειών ίσως λειτουργήσει ενισχυτικά στη στατικότητα της μονοκατοικίας, μηχανικός δεν είμαι παιδιά, υποθέσεις κάνω, τώρα εκ των υστέρων που το σκέφτομαι.
Πράγματι, μείναμε κοντά 20 νοματαίοι στη μονοκατοικία για ένα βράδυ. Εμείς τα παιδιά περάσαμε μαγικά. Οι ενήλικες όμως νομίζω ότι κατάλαβαν ότι το ρίσκο παραμονής στα σπίτια τους ήταν απείρως μικρότερο από το βάρος της υποχρεωτικής συγκατοίκησης, κι έτσι την επόμενη κιόλας ημέρα όλοι οι μεγάλοι φύγαν για τις οικίες τους, αφήνοντας εμάς τους μικρούς στην ασφάλεια της μονοκατοικίας, ως παρακαταθήκη στον Τζίμη και στην κοινωνία την πουτάνα γενικότερα.
Όντας το μεγαλύτερο παιδί, έπεφτα για ύπνο τελευταίος. Το πρώτο βράδυ, είχαμε κάτσει οι δυό μας με τον Τζίμη στο κρεβάτι και μιλάγαμε.
-Θες να σου διαβάσω κάτι?, με ρώτησε.
Εδώ να σας εξομολογηθώ, με τον κίνδυνο να το διαβάσουν αυτό τα παιδιά μου, ότι στην ηλικία των 13 ετών κοιτούσα όλα τα βιβλία με τον τρόμο που διακατέχει το κοριτσάκι στον Εξορκιστή, όταν βλέπει τον παπά να κραδαίνει απειλητικά το σταυρό πάνω από το σατανικό κουρουπάκι του.
Όταν είχα γενέθλια, οι περισσότεροι φίλοι των γονιών μου μου έφερναν δώρο βιβλία και θυμάμαι ακόμα το χαιρέκακο βλέμμα τους, όταν μου τα δίνανε σαν να μου λέγανε “περίμενες παιχνίδι, μαλακισμένο, ε?, πάρε τώρα ένα Χωρίς Οικογένεια και πες και ευχαριστώ, κι αν το έχεις ήδη τετραπλό ή σκέφτεσαι να πας να το ανταλλάξεις με επιτραπέζιο, μη χαίρεσαι, έχουμε γράψει αφιέρωση στην πρώτη σελίδα, δεν αλλάζει, θα σε συντροφεύει για πάντα.”
Εγώ έλεγα ευχαριστώ, αλλά μετά έκανα το εξής: Δεν έβγαζα το περιτύλιγμα από τα βιβλία, το άφηνα όπως ήταν, τα συγκέντρωνα και δημιουργούσα με αυτά μικρές σκαλίτσες, για να μπορώ να βάζω τα πλειμομπίλ μου στο τελευταίο ράφι της βιβλιοθήκης, που δεν το έφτανα.
Όμως είναι φορές που η αδυναμία που έχεις σε έναν άνθρωπο σε βοηθά να ξεπερνάς τους προσωπικούς σου δαίμονες, κι αν σε έναν άνθρωπο είχα αδυναμία ήταν σίγουρα στον Τζίμη.
Εκείνος λοιπόν, καπνίζοντας την πίπα του, άνοιξε την Ελληνική Μυθολογία του Τσιφόρου και διάβασε:
“Kαλά πέρναγε στο παλάτι ο Πάρις και δεν την είχε δη την Eλένη. Kαι ξαφνικά ο Mενέλαος πήρε ένα μπουγιουρντί.
– Mεγαλειότατε, πρέπει να πάτε στην Kρήτη.
– Tι να κάνω;
– N’ αγοράσετε μια παρτίδα ξυλοκέρατα.
Έφυγε ο Mενέλαος με ξυλοκεραταποστολή και έμεινε ο Πάρις στο παλάτι. Kαι, μεσημεράκι ήτανε, φυσάγανε κάτι αεράκια μυρωμένα με λεμονανθό, έκανε να ξαπλώση και ξαφνικά μέσα από τις κουρτίνες νάσου να τον κρυφομπανίζη η Λένα.
H Λένα είχε ακούσει ότι είναι κούκλος ο ξένος, αλλά όσο ήτανε ο άντρας της δεν παρουσιαζότανε, καθόσον κακόν και πονηρόν. Mόλις κ’ έστριψε την πλάτη ο σύζυγος, νάσου την να τον δη σώνει και καλά.
Aυτό ήτανε και το κου ντε φουντρ, που λένε. Mόλις και τον είδε τρελλάθηκε.
Mπήκε, λοιπόν, και την είδε και ο Πάρις και μουρλάθηκε κι’ ελόγου του.
Nα κάτι κουβεντούλες, να κάτι γελάκια, να κάτι γαργαλητά, να κάτι αστεία… φαίνεται ότι το πράμα προχώρησε μέχρι το… απροχώρητο. Kι’ όταν φτάσανε στο “τέρμα τα δίδραχμα”, η Λένα την είχε ψωνίσει αγρίως.
– Δεν συγκρίνεσθε με τον Mενέλαόν μου.
– Kαλύτερος εγώ;
– Kαλέ, ξερολούκουμο.
Ύστερα στέναξε.
– Aχ, που έφαγα τα νιάτα μου μ’ αυτόν. Aχ, που δεν με καταλαβαίνει. Aχ που αδικούμαι.
Όλες οι γυναίκες άμα την κάνουνε τη βρωμιά, ρίχνουνε το άδικο στον σύζυγο που δεν τις καταλαβαίνει. Kαι το Λενιώ τα ίδια. Kι’ άμα είδε ότι ο μικρός το δαγκώνει το τουρσάκι, τούπεσε στο γεμάτο…”
Δε θυμάμαι να έχω ξαναγελάσει τόσο πολύ στη ζωή μου. Όσο γελούσα εγώ, γελούσε και εκείνος, μάλλον με το δικό μου το γέλιο, κι όσο γελούσε εκείνος, γελούσα κι εγώ, ένα ρόλερ κόστερ χαράς και ξεκαρδίσματος στη μονοκατοικία της Πανόρμου, στο ισόγειο, τρεις μέρες μετά το σεισμό, ξαπλωμένοι στο διπλό το κρεβάτι, ο Τζίμης, η πίπα του, ο Τσιφόρος κι εγώ.
Από τότε, κάθε φορά που ήθελα να μου φτιάξω τη διάθεση, διάβαζα Τσιφόρο. Και μπορεί να μη μου χάριζε πάντα γέλιο, αλλά κάθε φορά κάτι μου χάριζε.
Φαντάζομαι ότι χωρίς τον Τσιφόρο, η ζωή δεν θα ήταν η ίδια.
Χωρίς τον Τζίμη, το ξέρω στα σίγουρα.
* Μουσική Υπόκρουσις: Δ. Σαββόπουλος – Ο κύριος Σαββόπουλος θερμά ευχαριστεί.
Leave a Reply