“I guess when you turn off the main road, you have to be prepared to see some funny houses.”
Stephen King – Thinner
Η πόρτα άνοιξε με ένα σκουικ, αργό και επίμονο, που έκανε το τριχωτό της κεφαλής του να ανασηκωθεί έκπληκτο. Ο διάδρομος μπροστά του ήταν η δίοδος πίσω του. Περίμενε ότι θα δει οικείες εικόνες, ότι θα μυρίσει γνώριμες μυρωδιές. Φανατικός του κρουασάν και της φανταστικής λογοτεχνίας, πίστευε ότι η τέχνη αντιγράφει τη ζωή. Γιαυτό ξανάρθε. Η απάντηση, πίστευε, είναι μπροστά σου, για να την αγγίξεις όμως πρέπει να πας πολύ πίσω, να πάρεις το δρόμο που σε οδηγεί στην αφετηρία, εκεί που όλα γεννήθηκαν, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει κόπο, χιλιόμετρα, και σπάσιμο των όρκων.
Γιατί είχε ορκιστεί, ότι εκεί δεν θα ξαναγυρνούσε ποτέ.
Όμως το ποτέ είναι συνήθως μια εκούσια αναβολή του πότε, και έτσι, καθόλου περίεργο, βρέθηκε να ανοίγει την πόρτα του πατρικού του σπιτιού. Πατώντας τις σκόνες εικοσιπέντε ετών με τα ολοκαίνουργια SEBAGO του (καθαρμένη ψυχή σε παιδικές αναμνήσεις) προχώρησε στην κουζίνα, και ήταν σαν να άνοιξε την τηλεόραση. Οι εικόνες, με ταχύτητα video clip, ξεπετάχτηκαν από τις παλιές καρέκλες, το τραπέζι, την κίτρινη ξεφλουδισμένη ταπετσαρία (που είσαι γιαγιά;). Χωράει ο κόσμος όλος σε μια κουζίνα; Ο δικός του χωρούσε. Αν ήταν λίγο πιο παραδομένος, θα μπορούσε να ακούσει την κατσαρόλα να βράζει, να μυρίσει το γιασεμί που ακουμπούσε στο παράθυρο, να δει μια ηλικιωμένη κυρία να χαμογελά σκουπίζοντας τα χέρια της στην ποδιά της. Γιατί οι εικόνες ενός χώρου δεν εγκαταλείπουν το τοπίο, απλώς οι άνθρωποι, ζώντας σε μια μετάθεση της χρονικής διάστασης, αδυνατούν να εστιάσουν. Πολύ περισσότερο αυτός. Που η ζωή και οι επιλογές του δεν τον άφησαν ποτέ να δει, να επιπλεύσει στο όνειρο γλυκά και αθόρυβα, να επιτρέψει στις στιγμές να τον κατακλύσουν ανάλαφρα, “σαν ανοιξιάτικο αεράκι του Επιταφίου, ή σαν προσευχή μικρού παιδιού”, που λέει κι ο Χατζηδάκις. Δεν τα κατάφερνε, κι ας πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις, κι ας είχε μεγαλώσει με Αστερίξ, με χονροκομμένες τηγανιτές πατάτες, με γρατσουνιές στα γόνατα και μυρωδιές νυχτολούλουδου. Κι ας του είχε προσφέρει ο τόπος απλόχερα την απλότητά του.
Κλειδωμένος στην μπλε καμπαρτίνα του, με τα κλειδιά της BMW να κουδουνίζουν, μετέφερε λες ένα συννεφάκι βροχής από πάνω του, ένα συννεφάκι από το οποίο έπρεπε επειγόντως να απαλλαγεί. Γιαυτό ξανάρθε. Είχε φύγει εκείνο το απόγευμα από το σπίτι του σαν υπνωτισμένος, (που πας, μπαμπά;), ο γιος του να στέκεται στο πεζούλι της εξώπορτας (να προσέχεις τα λουλούδια, του είχε πει), μια μυστική δύναμη τον τραβούσε (δεν θα με φιλήσεις, μπαμπά;), έπρεπε επειγόντως να γυρίσει στο πατρικό (- Θα γυρίσω γρήγορα, λουλούδι μου -Ψέματα λες, μπαμπά) και χάθηκε μέσα στα χρώματα του δειλινού.
Άνοιξε το “ροζ ντουλάπι”, όπως μπαίνεις στην κουζίνα αριστερά, δίπλα στην μπαλκονόπορτα. Το ντουλάπι δεν είναι ροζ, ποτέ δεν ήταν, απλώς το λέγαν έτσι, γιατί όταν έπεφταν επάνω του οι ηλιακτίδες τα απογεύματα έπαιρνε ένα χρώμα τόσο απαλό, “σαν ροζ” το έλεγε η γιαγιά. Εκεί μέσα είχαν πάντα τα κλειδιά του υπογείου, η μόνη πόρτα, η οποία, για κάποιο λόγο διέθετε κλειδαριά. Τα πήρε διστακτικά, και προχώρησε (τι δουλειά έχεις, γιέ μου εκεί κάτω, δεν υπάρχει τίποτα εκεί). Βγήκε στο διάδρομο.
Μπορούν πέντε βήματα να κρατήσουν μια αιωνιότητα και γιατί; Μπροστά στην πόρτα του χθες περίμενε σαν γέρος που κοντοστέκεται μπροστά στο ποτάμι της Σταδίου. Έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά και διαπίστωσε με έκπληξη πως ήταν ξεκλέιδωτη (όνειρα, μήπως έχετε φύγει;). Κατέβηκε τις σκάλες, (δεν θα ξαναπάω ποτέ εκεί κάτω, έτσι είχε πει), η καπαρτίνα να σέρνεται πίσω του, τα καινούργια παπούτσια να σκούζουν. Δίπλα του ανεβοκατέβαινε τις σκάλες σαν άνεμος το αγοράκι με τα κοντά παντελόνια, που σε εκείνα τα μακρινά ατελείωτα παιδικά καλοκαίρια το είχε παιχνίδι να πηγαίνει στο υπόγειο. Η μυρωδιά ήταν η ίδια. Ο χρόνος είναι αμείλικτος όχι μόνο γιατί κυλά ασταμάτητα, αλλά και γιατί σταματά όπου τον συμφέρει.
Και εδώ είχε σταματήσει.
Μετά βίας μπορούσε να διακρίνει, το φως από τον μικρό φεγγίτη ίσα που πέρναγε, αλλά δεν χρειαζόταν. Ήξερε, θυμόταν που ήταν το κάθε τι. Το βαρέλι με το κρασί, η λίμπα για το λάδι, τα ράφια με τα εργαλεία, τα κουτιά με “τα φαρμακάκια για τα φυτά” (δυό σταγόνες τη μέρα να τους ρίχνεις, και να δεις πως θα μεγαλώσουν, κι ας είναι αδύναμα, σε δέκα λεπτά θα αναστηθούνε, πάντα είχε δίκιο η γιαγιά). Ακόμα και η καραμπίνα του παππού ήταν εδώ, πιο βρώμικη από ποτέ. Πόσες φορές τον κυνηγούσε από πίσω η γιαγιά για να την φέρει πίσω. “θέλω να παίξω πόλεμο με τους φίλους μου. Τον παππού δεν τον πειράζει.” Ψέμματα. Ο παππούς είχε πεθάνει όταν αυτός ήταν ενός, τον θυμόταν μόνο από διηγήσεις και από μια φωτογραφία πάνω στο τζάκι (όταν ήταν στο βουνό). Όμως τις διηγήσεις για το πόσο καλός ήταν ο παππούς τις θυμόταν όλες, που έκανε τα χατήρια ολονών, που δεν έλεγε όχι, που βοηθούσε τους αδύνατους, που ήταν ίδιος εσύ, και το παιδικό μυαλό τα κατέγραφε όλα. Και τα χρησιμοποιούσε.
Δεν άντεχε άλλο εκεί μέσα. Τα μυστικά να μένουν μυστικά, και οι ενοχές να παραμένουν προσωπικές, είναι καλύτερα. Κλείδωσε πίσω του την πόρτα (όνειρα, μην ξαναβγείτε), βγήκε στην βεράντα μπροστά και άναψε τσιγάρο. Γιατί ο μαϊστρος κουβαλάει πάντα μουσικές; Ο αέρας στο πρόσωπό του, ο ήχος της θάλασσας, τα φωτάκια της πόλης απέναντι. Το σήμερα είναι ακόμη εδώ.
Είχε μπορέσει να δει την απάντηση; Βοήθησε καθόλου η βουτιά αυτή στο χθες; Η δουλειά του τον είχε μάθει να δίνει απαντήσεις ακόμη και σε ερωτήσεις των οποίων την απάντηση αγνοούσε. “Αρκετά, θα έλεγα, με βοήθησε αρκετά αυτή η βόλτα.”, μονολόγησε. Είχε μάθει να απαντάει πάντα, και να απαντάει καλά. Στους άλλους όμως.
Περπάτησε στην αυλή, με τη σιγουριά αυτοκράτορα που επιθεωρεί τους βασιλικούς κήπους. Σταμάτησε μπροστά σε μια κορομηλιά που στεκόταν αγέρωχη στην γωνιά του κήπου, σε πείσμα των καιρών και της εγκατάλειψης. “Εδώ τελείωσαν όλα”, σκέφτηκε.
Και τότε ήρθαν οι φωνές.
Στην αρχή αχνές, σαν ψίθυροι, στη συνέχεια στεντόριες, ξεκάθαρες, αποκαλυπτικές.
– Φέρε μου λίγο νερό, μανάρι μου, ζαλίστηκα.
– Πονάς, γιαγιά;
– Ζαλίστηκα λίγο, ψυχή μου.
Το παιδάκι των καλοκαιριών και η ηλικιμένη κυριούλα έδιναν την παράστασή τους. Πόσες φορές τον είχε ακούσει αυτόν τον διάλογο και είχε ξυπνήσει ιδρωμένος; Και τώρα όλα άρχιζαν πάλι από την αρχή. Αυτή τη φορά μπροστά του.
– Έλα, γιαγιάκα, πιες το.
– Σ’ ευχαριστώ, μην φοβάσαι, θα μου περάσει. Δεν είναι τίποτα.
Όμως το παιδάκι των καλοκαιριών φοβόταν, σήμερα περισσότερο από τότε. Γιατί τότε δεν είχε ιδέα πως τελειώνει η ιστορία, ενώ τώρα ήξερε.
– Μη φοβάσαι, σε λίγο θα είμαι μια χαρά, ψυχή μου. Είδες τι είπε ο γιατρός. Είμαι απλώς λίγο αδύναμη.
– Γιατί δεν παίρνεις τα φάρμακά σου, γιαγιά. Θες να στα φέρω τώρα;
– Δεν έχω πάρει ποτέ, και δεν θα πάρω ποτέ, μικρέ μου. (πάλι αυτό το ποτέ). Φέρε μου λίγο νεράκι ακόμη.
Είδε το παιδάκι να τρέχει στο σπίτι σαν αστραπή. Έντρομος έτρεξε πίσω του, ενώ πίσω του έτρεχε το χθές.
– Δεν είναι από κει η κουζίνα. Μην πας στο υπόγειο, τι δουλειά έχεις εκεί, δεν υπάρχει τίποτα εκεί κάτω, ούρλιαξε. Το τσιγάρο του έκαιγε τα δάχτυλα και η καμπαρτίνα χόρευε με τον μαϊστρο.
Το παιδάκι των καλοκαιριών πετάχτηκε έξω, με το νερό στο χέρι, τον προσπέρασε κι έσκυψε πάνω από τη γιαγιά.
– Πιες γιαγιά, θα γίνεις καλά, θα δεις.
– Ευχαριστώ παιδί μου, ευχαριστώ.
Τώρα η γιαγιά έτρεμε ολόκληρη καθώς πλησίαζε το ποτήρι στα χείλη της, σταγόνες πετάγονταν στο πρόσωπό του. Αυτός, τρέμοντας περισσότερο, στεκόταν ανήμπορος, τα καινούργια παπούτσια καρφωμένα στο έδαφος, τα παιδικά μάτια καρφωμένα στα μάτια της γιαγιάς. “Μην το πίνεις”, ψέλλισε, η φωνή ίσα που έβγαινε από τα στεγνωμένα χείλη. “Πιες το γιαγιά, θα γίνεις καλά, ξέρω τι σου λέω”. Σταματήστε αυτό το παιδάκι, δεν ξέρει τι κάνει. Καθισμένο οκλαδόν κοιτούσε με παιδικό τρόμο και αφέλεια την γιαγιά που, γουλιά γουλιά, κατέβαζε το νερό. Αυτός, ένιωθε τις ανάσες και των δύο να τον χτυπάνε στο πρόσωπο, από την γριά και το παιδάκι τον χώριζαν μόλις δύο βήματα και εικοσιπέντε χρόνια.
– Είσαι καλύτερα, γιαγιά;
– Πήγαινε μέσα και πάρε τηλέφωνο την μαμά, πες της ότι η γιαγιά δεν είναι καλά, πάρτην τώρα.
– Μη φοβάσαι γιαγιά, σε δέκα λεπτά θα είσαι καλά, μη φοβάσαι.
Κοκαλωμένος σε απόσταση δύο μέτρων, με τα κλειδιά να κουδουνίζουν στην τσέπη από τον τρόμο, (το σώμα της γριάς είχε αρχίσει τις συσπάσεις, οι ίδιες συσπάσεις που τον επισκέπτονταν κάθε βράδυ σχεδόν από τότε), ξέσπασε σε ένα ουρλιαχτό απόγνωσης: ” Πήγαινε να πάρεις τηλέφωνο. Τρέξε στο γαμημένο τηλέφωνο!”
Τα παιδικά μάτια κοίταξαν γύρω, περνώντας λες από μέσα του, σαν να ψάχνουν ένα σωσίβιο, μια βοήθεια.
– Πάρτην, καρδιά μου, στο τηλέφωνο, τρέξε γρήγορα…..Δεν αντέχω, ψυχή μου…..
– Θα γίνεις καλά, γιαγιάκα, θα δεις.
Η φωνή του παιδιού ήταν δυνατή με ένα ελαφρό τρεμούλιασμα. Έμοιαζε πλέον να φωνάζει περισσότερο για να πείσει τον εαυτό του, παρά τη γιαγιά.
– Θα γίνεις καλά, τα έχω κανονίσει όλα. Λίγη υπομονή κάνε, μέχρι να σε πιάσει το φάρμακο.
– Ποιό φάρμακο ψυχή μου, δεν παίρνω φάρμακα, το ξέρεις, τρέξε στο τηλέφωνο, γρήγορα, γρήγορα σου λέω..
– Κι όμως γιαγιά, εγώ σου έβαζα φάρμακο, κάθε μέρα σου έβαζα, για να γίνεις καλά. Σου έβαλα και τώρα μπόλικο, στο νεράκι σου. Σε λίγο θα παίζουμε πάλι, μαζί.
– Ποιό φάρμακο, τι …
– Το φάρμακο, γιαγιάκα, το φάρμακο των λουλουδιών, σου έβαζα δυό σταγόνες τη μέρα στο τσάι σου, για να δυναμώσεις. Και τώρα, στο νερό σου, σου έβαλα παραπάνω, σε δέκα λεπτά θα αναστηθείς, σαν τα λουλούδια.
Στο πρόσωπο της γριάς, που μέχρι τώρα συσπαζόταν από τους πόνους, είχε αποτυπωθεί η φρίκη. Ανείπωτη φρίκη. Αυτός και το παιδάκι την παρακολουθούσαν άφωνοι. Στο πρόσωπο του παιδιού ταλαντευόταν η αμφιβολία μαζί με προσμονή κι ελπίδα. Αυτός είχε απλά κοκκαλώσει. Με το στόμα στεγνό, ανήμπορος, ανέκφραστος. Μέσα του χόρευαν οι σκιές, καθώς κοιτούσε αυτό το πρόσωπο, παραμορφωμένο από τη φρίκη. Αυτό το πρόσωπο ήταν πάντα και το φινάλε των ονείρων του. Με την εικόνα αυτή, χρωματιστή, πεντακάθαρη, ξυπνούσε ιδρωμένος τα βράδια. Αλλά τώρα, ο εφιάλτης είχε συνέχεια.
– Πλησίασε κοντά μου, πλησίασε….., η γριά τώρα μιλούσε με ύφος αυστηρό, επιτακτικό. Το παιδάκι δίστασε για μια στιγμή – είναι καλύτερα η γιαγιούλα; – πήγε κοντά και την χάιδεψε στο κεφάλι. Η γριά έγειρε πίσω, σαν να προσπαθούσε να συγκεντρώσει όλες της τις δυνάμεις, όσες της έμεναν. Γράπωσε το παιδί από το μπράτσο.
– Άκουσε με προσεκτικά, ότι σου πω τώρα, θα μου ορκιστείς ότι θα το κάνεις..
– Πονάς γιαγιά;
– Μη μιλάς, δεν υπάρχει χρόνος, μόνο άκου. Εγώ σε λίγο φεύγω. Στο ταξίδι αυτό θα είμαι μόνη μου, δεν μπορείς να έρθεις μαζί. Γέρασα πια και φεύγω.. Σε ευχαριστώ που προσπάθησες να με βοηθήσεις, μικρέ μου, όμως είμαι πλέον πολύ γριά. Όταν θα κλείσω τα μάτια μου, θα έρθουν εδώ άνθρωποι και αυτοκίνητα. Εσύ θα πεις ότι έπαιζες, και κάποια στιγμή με βρήκες στο περιβόλι, πεσμένη κάτω, να μην αναπνέω. Δεν θα πεις σε κανέναν ότι με βοήθησες, τ’ ακούς, σε κανέναν. Ούτε ότι μου έδινες το φάρμακο κρυφά. Αυτό θα είναι το μυστικό μας. Ορκίσου το!
– Δεν θα πεθάνεις, γιαγιούλα.
– Ορκίσου το, ούρλιαξε η γριά. Ορκίσου ότι δεν θα πείς ποτέ σε κανένα για το φάρμακο και την βοήθεια που μου έδινες κρυφά. Σε κανέναν.
– Το ορκίζομαι, γιαγιά, αλλά…..
– Ποτέ, σε κανέναν.
– Ποτέ, σε κανένα, γιαγιά, αλλά γιατί..
– Αυτό θα είναι το μυστικό μας…. Εκεί που πάω, θα είμαι ήσυχη, όσο ξέρω ότι κρατάς το μυστικό. Κι εγώ από τον ουρανό, θα σε κοιτάω, θα σε προσέχω και θα καμαρώνω. Και κάποια στιγμή, θα κάτσω να σου γράψω ένα γράμμα. Και όταν δεν θα κοιτάει κανείς και θα είσαι μόνος σου θα σου το ρίξω από τον ουρανό. Στο γράμμα θα σου πω, όλα όσα δεν προλαβαίνω να σου πω τώρα και θα σου δώσω το φιλί που δεν….
Ένας σπασμός συντάραξε το σώμα της. Αυτός και το παιδάκι αυθόρμητα τραβήχτηκαν πίσω. Το σώμα της διέγραψε ένα ανατριχιαστικό τόξο, άναρθρες κραυγές ξεχύνονταν από το στόμα της. Κι αμέσως μετά, σιωπή…
——————————————————–
– Υπολογίζω ότι έχει πεθάνει εδώ και δεκαπέντε με είκοσι ώρες, είπε ο ιατροδικαστής, βάζοντας το παγωμένο χέρι στη θέση του.
Στον ίσκιο της κορομηλιάς, το άψυχο κουφάρι έμοιαζε με άγαλμα που είχε πέσει από το βάθρο του.
– Αιτία θανάτου; ρώτησε ο υπαστυνόμος.
– Θα έλεγα καρδιακή προσβολή, απάντησε ο φαλακρός άνθρωπος με τα γυαλιά, αν και η ηλικία με βάζει σε σκέψεις. Δεν ξέρω τίποτα για το ιατρικό ιστορικό, και καταλαβαίνετε….. Βρήκατε την ταυτότητα του θύματος;
– Είχε στην τσέπη του κλειδιά, και εντοπίσαμε το αυτοκίνητό του. Ήταν παρκαρισμένο μερικά μέτρα μακρύτερα. Από την άδεια και το δίπλωμα εξακριβώσαμε την ταυτότητά του. Ονομάζεται Άγγελος Στεργίου, 34 ετών, κάτοικος Αθηνών, παντρεμένος, με ένα γιό. Ειδοποιήσαμε την οικογένειά του, βρίσκονται καθ’ οδόν. Είχε έρθει εδώ χθές βράδυ, όπως μας είπαν οι γείτονες πρόκειται για το πατρικό του. Το πρωί τον βρήκε νεκρό ένα παιδάκι που έπαιζε εδώ κοντά και ειδοποίησε το τοπικό αστυνομικό τμήμα.
– Μάλιστα, μάλιστα, μουρμούρισε ο ιατροδικαστής.
– Δεν είστε σίγουρος λοιπόν ότι πρόκειται για καρδιακή προσβολή, γιατρέ, ρώτησε πάλι ο υπαστυνόμος.
– Σας είπα, αν δεν δω το ιστορικό του, και δεν προχωρήσω σε νεκροψία, δεν μπορώ να σας πω με βεβαιότητα.
– Θα μπορούσε να ήταν αυτοκτονία;
– Αυτοκτονία; Να σας πω την αλήθεια, δεν μου πέρασε από το μυαλό. Δεν μπορώ βεβαίως να το αποκλείσω, αλλά…. Τέλος πάντων, πώς σας ήρθε αυτή η ιδέα;
Ο υπαστυνόμος έτριψε το κεφάλι του και έκανε μια μικρή βόλτα στην αυλή, παρατηρώντας ολόγυρα. Γύρισε προς τον γιατρό, τον κοίταξε αόριστα και ξανάρχισε να βαδίζει.
– Κάτι σας προβληματίζει, υπαστυνόμε
– Είναι αλήθεια, υπάρχει κάτι.. Βέβαια, μπορεί να μην σημαίνει και τίποτα. Βρήκαμε δίπλα του ένα φάκελο με ένα γράμμα. Ορίστε, ρίξτε του μια ματιά, αν θέλετε, να μου πείτε τη γνώμη σας.
Ο γιατρός άνοιξε με περιέργεια το φάκελο, βγάζοντας από μέσα μια σελίδα. Τα γράμματα ήταν στρογγυλά, ολοκάθαρα, γραμμένα από χέρι σταθερό. Διάβασε.
” Λουλούδι μου,
Ήθελα πολλές φορές να σου πω κάποια πράγματα, να σου γράψω, αλλά πάντα πίστευα ότι η στιγμή δεν είναι ακόμη κατάλληλη, ότι είσαι ακόμη μικρός. Τώρα όμως, νομίζω ότι ήρθε η ώρα να σου μιλήσω. Ξέρω ότι με αγαπάς, πάντα με αγαπούσες, με τον δικό σου παιδιάστικο τρόπο. Από τη στιγμή που γεννήθηκες, ήσουν για μένα το πιο ακριβό διαμάντι. Κι έτσι σε φύλαξα, και σε φυλάω. Κι έβαλα απάνω σου ελπίδες, όπως βάζει ο καθένας για τον μονάκριβό του. Προσπάθησα να σου μάθω όλα όσα ήξερα, για τον κόσμο, για τη θάλασσα, για τα λουλούδια. Πως να τα φροντίζεις και να τα προσέχεις. Πώς να τους ρίχνεις φάρμακο για να δυναμώνουν. Και πως να προσέχεις να μην το πιεις και μου πάθεις κάτι. Και η περηφάνια μου ήταν μεγάλη γιατί τα καταλάβαινες όλα. Και τα κατέγραφες. Εγώ σε έβλεπα με καμάρι – και τώρα σε βλέπω – και καταλάβαινα πως μεγάλωνες. Ένα μόνο πράγμα δεν κατάλαβα, ή μάλλον όταν το κατάλαβα ήσουν ήδη μακριά. Ότι ήξερες. Παιδικά, ήρεμα, νηφάλια, ήξερες. Με την παιδική σου αφέλεια, βέβαια, αλλά ήξερες. Χαίρομαι, όσο κι αν μπορεί να σε παραξενέψει, που το μυστικό έφυγε μαζί μου.
Να ξέρεις ότι σ΄αγαπώ,
και σου στέλνω το φιλί που σου χρωστάω.”
– Πρόκειται σαφώς για γράμμα προς τον γιό του, συμπέρανε ο γιατρός. Κάπως ακατανόητο βέβαια, αλλά όταν δεν ξέρεις το ιστορικό μιας οικογένειας…
– Τέλος πάντων, μπορούμε να φύγουμε, μουρμούρισε ο υπαστυνόμος.
Μέσα στο μπλε Mitsubishi, ο γιατρός, ο υπαστυνόμος, και ένας ντόπιος αστυφύλακας απομακρύνονταν από το μικρό εξοχικό. Στον μεσημεριάτικο ήλιο, το σπίτι λουζόταν αμέριμνο στις ακτίνες, η κορομηλιά έριχνε απλόχερα τον ίσκιο της, και μια παιδική σιλουέτα έκλεινε αθόρυβα την πόρτα του κήπου…..
* Το κείμενο δημοσιεύτηκε το 1996 στη Συλλογή “Είκοσι + 1 Ιστορίες”, από τις Εκδόσεις Καστανιώτη. Θερμές ευχαριστίες, έστω και μεταχρονολογημένες.
** Μουσική Υπόκρουσις: The Thieving Magpie – Gioachino Rossini (Clockwork Orange Soundtrack)
Leave a Reply