«Αθηναίος γκάγκαρος,
Πειραιώτης μαουνιέρης
Και Ναυπλιώτης ντιστεγκές»
Αναπλιώτικη παροιμία
Ο συγχωρεμένος ο μπαμπάς μου πρόσεχε πολύ την εμφάνιση του. Πάντα κοστούμι και γραβάτα, πουκάμισο λευκό κολλαριστό, με τις μανσέτες περαστές, να έχουνε πετρώσει από τα Μέριτα και αρχικά στο τσεπάκι ΔΚ, πού μπορεί να σήμαινε Δεν Κολώνω, ή αλλιώς, Δημήτρις Κνς, αν ζούσε ακόμα σήμερα και είχε φέισμπουκ.
Και στην καθαριότητα είχε λατρεία. Μπάνιο κάθε πρωί και ξούρισμα κόντρα, να περνάς το μάγουλο με το μπαμπάκι και να μη σκαλώνει ούτε χνούδι. Έμπαινα μετά κι εγώ στο μπάνιο και μοσχοβολούσε αφρός προσάρ, Ρέξ καρέλια, Σινάτρα και Πίνο Σιλβέστρε κουκουναράκι. Και Ολ Σπάι φυσικά. Κυρίως Ολ Σπάι. Άνοιγε ο μπαμπάς αυτό το καπάκι το καρφωτό, έριχνε μπόλικο στις χούφτες του και μετά το άπλωνε στο πρόσωπο με σφαλιαρίτσες, να έρθει στα γράδα του το μαγουλάκι, να τσιτώσει, σα τραπεζομάντηλο θείας Σούλας στ’ Αναπλάκι, ανήμερα του Αγίου Σπυριδώνου, μεγάλη η χάρη του.
Ο αδερφός μου κι εγώ τον κοροϊδεύαμε που ήτανε κονιόρδος, αφήναμε μαλλιά, αξούριστοι, πουκάμισα μαύρα ασιδέρωτα, ο αδερφός μου – ως μεγαλύτερος – είχε αφήσει και μια γενειάδα παχουλή, σα θυρωρίνα στη Φορμίωνος, μυρίζαμε άπλυτο τζιν, Μόρισον και μάλμπορο μαλακό αμερικάνικο. Το αστείο της υπόθεσης ήταν, ότι αντί να μας κάνει εκείνος παρατήρηση, του κάναμε καζούρα εμείς, “Α, ρε μπαμπά, ντιστεγκέ με τις κουστουμιές σου”, γέλαγε εκείνος και μας χάιδευε το μαλλί, κι ας είμασταν μια βδομάδα άλουστοι, τολμηρός άνθρωπος ο μπαμπάς, δε τις φοβότανε τις ψείρες.
Εγώ, να την πω την αμαρτία μου, χιπάκι – χιπάκι, αλλά έκλεβα συχνά-πυκνά από την ολντ σπάις του μπαμπά και τη φορούσα και μύριζα εκείνος. Και του την τέλειωνα πριν την ώρα της, και ξέμενε ο άνθρωπος και ήξερε φυσικά ότι του την ρημάζαμε ο αδερφός μου κι εγώ, και ρώταγε, “πότε τέλειωσε πάλι ρε παιδιά η ολ σπάι?”, γιατί ο μπαμπάς και το εγγλέζικο ήταν τσακωμένοι από μικροί, μέχρι χελόου και γκουντμόρελινγκ ήξερε, και δατς ολ και πάμε παρακάτω.
Τα τελευταία χρόνια φοράω κι εγώ κουστούμια συστηματικά, κάνω μπάνιο κάθε πρωί, ξυρίζομαι τακτικά και έχω περισσότερες γραβάτες από δόντια, που για γραβάτες είναι πολλές, η αλήθεια να λέγεται. Στα πουκάμισα δεν έχω αρχικά, γιατί θάπρεπε να γράφει ΓΚ, κι όσο να πεις θα ήτανε λιγάκι ΓΚάου, αλλά τις μανσέτες, όλα κι όλα, τις θέλω περαστές και καλοσιδερωμένες.
Τελευταία, αγοράζω συνέχεια Ολ Σπάι και να ξέρετε, αυτή η πουτάνα η Ολ Σπάι δεν έχει αλλάξει καθόλου, μυρίζω και πάλι εκείνος και κάθε φορά που το ανοίγω αυτό το κωλοκαπάκι ξεχύνονται μυρωδιές και ήχοι και εικόνες και με παίρνουν και με σηκώνουν και ταξιδεύω και γελάω μόνος μου και δεν ξέρω αν καλπάζω ίσια μπροστά προς τα 65 ή όπισθεν ολοταχώς προς τα 16, αλλά, μάγκες μου, λίγο με νοιάζει.
Άιμ ον ε χόρς.
* Μουσική υπόκρουση: Εγώ κι εσυ μαζί – Τζιμάκος
Leave a Reply