“My father was a Brownie, Sir;
My mother was a Fairy.
The notion had occurred to her,
The children would be happier,
If they were taught to vary.”
L. Carroll
===========================
-Βάλε την καρέκλα με το μαξιλαράκι στην κορυφή του τραπεζιού, θα κάτσει εκεί η θεία η Ερασμία, για να μπορεί να βγαίνει.
-Γιατί, θα σηκωθεί να χορέψει?
-Ανηψιέ κόφτο, γιατί μου λείπει κι ένα κουταλάκι.
-Θα σου το έκλεψε η αδερφή σου, που έχετε το ίδιο σερβίτσιο.
-Άμε μου στο γερο-διάολο χριστουγεννιάτικα. Πες στο μικρό να έρθει να βοηθήσει.
-Κοιμάται.
-Κοιμάται ο πασάς, και κάθομαι εγώ σαν την τρελή και στρώνω τραπέζι. Λοιπόν. Εδώ η Ερασμία, δίπλα θα κάτσει η μάνα σου, δίπλα η κυρία Ευσταθίου..
-Ποιά Ευσταθίου?
-Δεν την ξέρεις. Πολιτευάμενη. Φίλη της μάνας σου. Δήθεν κυριλέ, αλλά εξώλης.
-Τι εννοείς εξώλης?
-Εννοώ ότι δεν έχει αφήσει άντρα για άντρα.
-Να με βάλεις να κάτσω δίπλα της.
-Είσαι μικρός ακόμα.
-Θα την πηδήξω δηλαδή όταν μεγαλώσω?
-Ρε βόηθα με, με τα σουπλά, που μου θέλει ο κύριος να πηδήξει και την Ευσταθίου χριστουγεννιάτικα. Ορίστε, ορίστε, την ξάπλαρε ο αγάς στον καναπέ και τρώει και τα φυστίκια, βρε σου πέφτουν τα τσόφλια, αχ Θε μου, θα μου τα κάνετε κώλο, τώρα καθάρισα, α, καλά ξυπνητούρια, καλώς τον και τον έτερο χαραμοφάη, που κοντεύει να του φτάσει η μαλλούρα στο πηγούνι. Βρε, έχετε δει τη μούρη σας στον καθρέφτη?, τι μαλλούρες είναι αυτές, σαν την Αρλέτα είσαι με αυτό το μαλλί, πανάθεμά σε, το κουδούνι, ναι, μη σηκώνεσαι και πάθεις καμιά δισκοκοίλη, άσε να πάω εγώ που είμαι με μισό γοφό, ανάθεμά σας για κωλόπαιδα, Aααααα, η θεία η Ερασμία, γειά σας θεία, τι κάνετε θεία?, περάστε, αχ πάλι μας φέρατε αυτές τις υπέροχες σεράνο? – μην τις ανοίγεις βρε, κακοχρονονάχεις – χαιρετήστε τη θεία, γεια σας θεία, τι κάνετε θεία?, φοβερό πονοκέφαλο, ε?, δε πειράζει, θα σας φέρω μια ασπιρίνη, φέρτε βρε στη θεία σας μια ασπιρίνη, ελάτε, καθίστε θεία, να εδώ, στον καναπέ, όχι, ένα λεπτό, μην κάθεστε – γαμώ τα τσόφλια σας για παιδιά – καθίστε τώρα, τα καθάρισα, την ασπιρίνη βρε παιδιά, Τι κάνεις βρε, στο χέρι τη φέρνεις?, με τη λίγδα από τα φυστίκια?, α, δε συνεννοούμαστε, καθίστε εδώ με τη θεία, πάω εγώ να φέρω την ασπιρίνη, Βρε ζζζώον, σε δισκάκι την φέρνουν την ασπιρίνη, όχι στην παλάμη που έχεις πιάσει την πούλη σου, κουδούνι, ανοίχτε βρε, αχ, η κυρία Ευσταθίου, περάστε, περάστε κυρία Ευσταθίου, καθίστε – ρώτα την βρε αχαΐρευτε τι θα πάρει – εδώ έχει πάρει τη μισή Αθήνα, τι άλλο να πάρει? – έ άει στον κόρακα, δεν τρώγεσαι πλέον, τι κάνετε εδώ στην κουζίνα, ίίίίίίίί, τρώτε την μπλακβένους που έφερε ο θείος ο Αλέκος?, αμάν, μου άρπαξε το κοκκινιστό, βόηθα βρε αδερφή να το γυρίσουμε τούμπα, θα το δει η Ευσταθίου και θα μας βγάλει στο βουρδούγιο, για κάτσε, για κάτσε, τι είναι αυτά μέσα στη σάλτσα?, ψωμάκια?, αχ τα μαλακισμένα θα τα σφάξω, ένα ουίσκι για τον θείο τον Τάσο – μας έκλεψε το μισό λάδι στο λιοτρίβι και θέλει και ουίσκι πανάθεμά τον τον ψωφόγερο – κάνε πιο κει εσύ η μικρή, γιατί εσύ θα την πληρώσεις τη νύφη, τώρα εσύ βρε κωλόπαιδο τι θες και κλωθογυρνάς στα πόδια μου, Νερό?, κουράστηκε ο κύριος από την πολλή δουλειά και γάνιασε, μήπως θέλεις να στο σερβίρω εγώ, μισό-μισό με παγάκια?, αλλά είχες που να μοιάσεις, άντε να μην ανοίξω το στόμα μου, γιατί μετά με λέτε και τρελή, πες τους να κάτσουν, σερβίρω, να σας βάλω από το ψαχνό, θεία, που σας αρέσει?, θείε Κώστα, λίγες πατατούλες ακόμα?, εσύ γιατί δεν τρως, πουλάκι μου? – έκλασε η θεία Ευανθία και βρωμάει; ναι, ενώ όταν κλάνεις εσύ, μοσχομυρίζει, μπούκω το και σκάσε – λίγο κρασάκι?, μα δεν κάνει, δε πειράζει θείε, λόγω της ημέρας, κρατείστε χώρο γιατί σε λίγο βγαίνει και το αρνάκι, μικρέ, τον θείο τον Κώστα δεν τον βλέπω καλά, σαν να ζαλίζεται, μήπως ρε θεία του ρίξατε χασίσι στο βερμούτ του?, άσε τις μαλακίες, μικρέ, και πήγαινε δίπλα του με τρόπο, τι έγινε θείε, είσαι καλά?, αχ παιδάκι μου, μια χαρά είμαι, ήταν λίγο βαρύ το κοκκινιστό και νύσταξα – εδώ στο χωριό του ξυπνάει και τρώει τη φυτίνη με το κουτάλι, τώρα τον πείραξε το κοκκινιστό – τέλος πάντων, ας μην ανοίξω το στόμα μου, χρονιάρα μέρα, εσείς, κυρία Ευσταθίου, πόσο θα κάτσετε στην Αθήνα, η Τούλα μου λέει ότι είστε πολύ καλή φίλη με τον Ζίγδη – έχει πάρει και τον Ζίγδη? – σκάσε και φέρε τη μπλακβένους, η θεία η Ερασμία θέλει να φύγει – και ποιός την κρατάει? – άσε τις εξυπνάδες και φέρε τη μπλακβένους, εσύ Άκη, αγόρι μου, τι θες να γίνεις όταν μεγαλώσεις, σέντερ φόρ στον Ολυμπιακό σαν τον Μητρόπουλο, βρε γιαυτό τα πληρώνω τα ιδιαίτερα, για να τρέχεις με την μπάλα και το κοντοβράκι?, Όχι, Λένα, άστο το παιδί, βρε πώς θα γίνεις Μητρόπουλος, που είσαι ένα μέτρο κι ένα εκλέρ, δε θα φτάνεις τη μπάλα, εγώ θα γίνω Μητρόπουλος, ναι, καλά, ξέρεις τι λένε στο χωριό μου, ο Μανώλης με τα λόγια χτίζει ανώγεια και κατώγεια, μην το αποπαίρνεις το παιδί ρε Λένα, ξέρω και εγώ μια παροιμία μαμά, ξέρει και παροιμίες ο φωτεινός παντογνώστης, για να ακούσουμε, ο Μανώλης μες στο αλώνι, με την πούτσα του μαλώνει, ε, άει στο διάολο πλέον, θείε τι πάθατε?, σας βγήκε το βερμούτ από τη μύτη, χαρτοπετσέτα στο θείο, εμείς φεύγουμε θεία, πού πάτε βρε, πάλι στη γκόμενα?, βρε η γκόμενα εκεί θα είναι, εμείς πόσο νομίζεις ότι θα ζήσουμε, αν κρίνω από την Ερασμία, το έχετε βάλει πλώρη να το τερματίσετε, θεία φεύγουμε, στάσου βρε κωλόπαιδο, περίμενε, πάρε αυτό, Τι είναι?, το κουτί με τις σεράνο, πώς θα πας βρε ρεμάλι, με άδεια χέρια? και τσάκω κι ένα πεντοχίλιαρικο για να κεράσετε τα κορίτσια, πάρε και τον μικρό και εξαφανιστείτε, και φρόνιμα με τα ουίσκια, ξέρεις εσύ,
γειά σου ρε θεία, αλάνι,
άντε γαμήσου ανηψιέ,
καλά Χριστούγεννα.
Υ.Γ.1. Η ζωγραφιά: Η κυρία Ευσταθίου και ο επίδοξος εραστής. Δια χειρός Βασιλείου, του ενός, του μέγα.
Υ.Γ.2. Μουσική υπόκρουση: Γιάννης Λογοθέτης – Το μπισκοτάκι
Α ρε θεια… σα να κάθομαι στο καναπέ και να σας βλέπω όλους μαζι ! Τελειο
LikeLike