Κάνε Κουράγιο, Καρδιά μου

“To be or not to be. That’s not really a question.”

Jean-Luc Godard

Ξύπνησα σήμερα με ένα κεφάλι νταούλι. Το καλό φυσικά με την μέση ηλικία είναι ότι μπορείς να αποδίδεις τα πάντα στους μετεωρολογικούς παράγοντες. Λίγο-πολύ έχεις εντοπίσει εμπειρικά ότι σε πιάνει πονοκέφαλος μόνο όταν βρέχει, έχει νοτιά, υγρασία, πολλή ζέστη, σκόνη, μαΐστρο, άπνοια, κρύο, καταχνιά, γύρη, χιόνι, ομίχλη, αέρηδες, κουνούπια ή ξεροβόρι.  Τις άλλες μέρες, μια χαρά.

Σήμερα όμως δεν είναι οι άλλες μέρες. Σήμερα έχεις εκείνη την κουρούπα την βαριά, που πρέπει να είχε ο Keith Moon όταν κοπάναγε με λύσσα το κεφάλι του στο ταμπούρο, μέσα στο κατάμεστο Cow Palace, λίγο πριν καταρρεύσει εντυπωσιακά υπό τους ήχους του αξεπέραστου Baba O’Riley.

Και τότε αρχίζουν τα τηλέφωνα. Θα ξεκινήσουν όπως πάντα οι συγγενείς, γιατί αν δε σε στηρίξει η οικογένεια, τότε ποιός? Μια δεκάλεπτη συνομιλία με την θεία την Ευτέρπη για ένα τηλεφωνικό e-learning της χρήσης της cashcard για κατάθεση μετρητών αποτελεί πάντα ένα ιδεώδες ξεκίνημα, ένα ξεκίνημα που θα σε οδηγήσει στο προσωπικό σου κβαντικό άλμα, από τη στοιβάδα του πονοκέφαλου στον σκληρό πυρήνα της ημικρανίας.

Κι αν το πονστάν θα μπορούσε να είναι μια απάντηση, ένα δίωρο meeting με ξένους πελάτες αρκεί για να ανακαλύψεις τα όρια της ιατρικής, μαζί με τα δικά σου φυσικά. Μας βάζουν σε ένα δωμάτιο με θέα τη Συγγρού,  που έχει στον τοίχο ένα τεράστιο ενυδρείο. Μου έρχεται στο μυαλό μια φράση του Hoover:

«All men are equal before fish».

Δεν έχει άδικο.

Ο ένας ξένος είναι φαφλατάς, πολυλογάς, κάνει χειρονομίες, γελάει. Βέλγος. Ο άλλος είναι γερμανός κι αυτό φτάνει. Ο φαφλατάς επιμένει ότι έχω αδυνατίσει κι έχει κόψει η μούρη μου– έχουν να με δουν τρεις μήνους, που λέμε και στο Ζευγολατιό – ο γερμανός κουνάει το κεφάλι του αρνητικά, nein, nein, φαίνομαι μάλλον παχύτερος και πιο ζωηρός, μας έχουν σερβίρει γαλλικό καφέ κι αυτό βγαίνει στις αντιδράσεις μας, χαμογελώ, δεν απαντάω, νιώθω λίγο σαν τη γάτα του Schrodinger, και ζωντανός και νεκρός και χοντρός και αδύνατος και σίγουρα με ημικρανία που τσακίζει μεδούλια.

Τα προβλεπόμενα αστειάκια τελειώνουν πιο γρήγορα κι από φαντάρο σε άδεια και βλέπουμε στην οθόνη τα στάδια αδειοδότησης του έργου. Ο γερμανός, Ούντο τον λένε (Ούντο δεν τον λένε, αλλά εμείς θα τον λέμε Ούντο) ρωτάει για τα χρονοδιαγράμματα, κοιταζόμαστε μεταξύ μας – μη γελάσεις, μαλάκα μου, θα τσαντιστεί – κάνει κάτι μορφασμούς αποδοκιμασίας, σαν να μπήκε σε μπυραρία στο Μόναχο και να έχουν τελειώσει οι Lager, εμείς τα μασάμε, «πόσους μήνες?» ρωτάει, η απάντηση είναι «πού ζεις?» αλλά ποιός να του τη δώσει, πονοκέφαλος, αμηχανία, μπαίνει μέσα ευτυχώς η αγγλίδα η κωλοπετσωμένη με ένα ζευγάρι βυζιά τόσο θηριώδη που θα έκαναν και το πιο φαγούδικο μωρό να παρακαλάει να τελειώσει η περίοδος του θηλασμού, sorry for being late, δεν πειράζει κοπέλα μου, βάλε γαλλικό και κόπιασε, τι λέγαμε?, α, ναι, τα χρονοδιαγράμματα.

Επιστρατεύουμε υπομονή και νομική ορολογία «υπό την επιφύλαξη, notwithstanding, υπό τον όρο, την αίρεση, εάν και εφόσον, τέλος πάντων, βάλε ένα χρόνο, να μας έχει ο Θεός γερούς, για νάσαι μέσα». Ο γερμανός με κοιτάει μέσα από τα γυαλιά του, με το ύφος του Καμύ όταν αναρωτιόταν «να αυτοκτονήσω ή να φτιάξω καφέ?», σκέφτεται λίγο, μονολογεί «αν είναι ένας χρόνος, είμαστε εντάξει», μας κοιτάει, χαμογελάει, χαμογελάμε κι εμείς, ο πελάτης έχει πάντα δίκιο κι εγώ πονοκέφαλο.

Κλείσαμε τα ντοσιέ και πήγαμε για φαγητό στην Πειραϊκή, ψαρομεζέδες και ούζα. Πήγα να σερβίρω στον Ούντο χταπόδι, όχι μου λέει, δεν κάνει. Γέρνει προς το μέρος μου και μου εξηγεί χαμηλόφωνα στα γερμανικά ότι έχει καρκίνο στο πάγκρεας. Χταπόδι δεν κάνει να τρώει. Οι γιατροί του δίνουν δύο χρόνια ζωής. Θέλει να προλάβει να κλείσει όλες του τις εκκρεμότητες πριν πεθάνει.

«Udo, mein Freund, μην ανησυχείς, θα τα προλάβουμε όλα». Ανέξοδες υποσχέσεις σε έναν ετοιμοθάνατο. Κουμπώνει κάτι χαπάκια μικρά, πίνω κι εγώ κρυφά ένα πονστάν με ούζο, σαν αυτιστική συμπαράσταση.

Θέλω να του πω να τα παρατήσει όλα, να του πω ότι πονάω κι εγώ, ότι δε θέλω να πεθάνει, ότι μπορεί να μην τον αγαπάω αλλά τον συνήθισα, να του πω, πήγαινε ρε μαλάκα στο Ζευγολατιό, πάρε τα κλειδιά, φώναξε τη γυναίκα σου, τον άντρα σου, τις πουτάνες, όποιον γουστάρει η γερμανέζικη ψυχούλα σου, θα σου φέρνει τζάμπα ρακί και φούντα ο Μίλτος, να πίνεις σαν να μην υπάρχει αύριο – όχι αυτό δε θα το πω – να πίνεις, αδερφέ, να χορέψεις, να ρουφήξεις θάλασσα, γυναίκες, ήλιο, ζωή, ότι προλαβαίνεις, μην είσαι κορόιδο, μην πας πίσω στην κωλοχώρα σου, κάτσε εδώ, γάμα το αφεντικό σου και τα λεφτά και τον γιατρό και το έργο και το χρονοδιάγραμμα, κάτσε εδώ κι εγώ θα σε φτιάξω».

Δεν του είπα τίποτα.

Έφυγε με την πτήση των 7 για Φρανκφούρτη.

Δεν έφαγε ούτε μαριδάκι.

O Hoover έχει άδικο.

All men are not equal before fish κι εγώ με πονοκέφαλο και πολύ μαλάκας.

* Η ζωγραφιά: Udo και ο Ξένος. Μολύβι, παστέλ, ακρυλικά σε χαρτάκι.
udo1
** Μουσική Υπόκρουσις: Σωτηρία Μπέλλου – Κάνε κουράγιο καρδιά μου

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

Blog at WordPress.com.

Up ↑

%d bloggers like this: