“I asked God for a bike, but I know God doesn’t work that way. So I stole a bike and asked God for forgiveness.”
Emo Philips
Σας έχω νομίζω ενημερώσει ότι σε κάθε χωριό ή μικρή πόλη υπάρχει τουλάχιστον ένας τοπικός τρελός. Συνήθως τον αποκαλούν τρελο-Κώστα, Αρκουδογιάννη, Λωλαντώνη ή κάτι τέτοιο υποτιμητικό, γιατί δυστυχώς το 4G μπορεί να έφτασε στο χωριό, το politically correct όμως έπεσε στα μπλόκα των τρακτέρ και αργεί να φτάσει.
Ο τρελός αυτός έχει οπωσδήποτε ένα ποδήλατο – μπορεί και με πινακίδες – το οποίο είναι βαμμένο κόκκινο και πάνω του κρέμονται διάφορα μπιχλιμπίδια και ξόρκια. Ο τρελός χρησιμοποιεί συστηματικά σιδερένιες γκέτες στο μπατζάκι – για να μην πιαστεί το παντελόνι στην αλυσίδα – γεγονός που έχει μια λογική, αν σκεφτούμε ότι ακόμα και πρωθυπουργοί έχουν σαβουριαστεί στο πρόσφατο παρελθόν από πλημμελή ποδηλατική συμπεριφορά.
Έχει επίσης κι ένα αγαπημένο τραγούδι που το τραγουδά συνεχώς παραφρασμένο (π.χ. 🎶 θα πουλήσω το λορόι και θα πάρω κομπολόι
🎶, με τονισμένο το -όι). Γύρω από τον τρελό κυκλοφορούν διάφορες εξωφρενικές ιστορίες, συνήθως σεξουαλικού περιεχομένου, όπως πχ. ότι τα έχει με μια κατσίκα,ή/και ότι τον είδανε ένα βράδυ να αυνανίζεται πίσω από το ιερό της εκκλησίας, κλπ.
Στο καφενείο δεν πάει, γιατί στην πρέφα δεν τον παίζουνε (ξέχασα να σας πω ότι είναι αριθμομνήμων) και βαριέται να βλέπει τηλεόραση.
Στο χωριό μπορεί να τον κοροϊδεύουνε, αλλά στην πραγματικότητα οι περισσότεροι τον φοβούνται. Εκτός από τις γριές. Οι γριές τον πάνε με τα μπούνια. Του φτιάχνουν φαγιά και τυροπιτάκια, του δίνουν γλυκά και πιάνουν κουβέντα μαζί του.
Στο δικό μας το χωριό, τον τρελό τον λένε Λώλη.
Όταν κατεβαίνω στο χωριό, ο Λώλης περνάει από το σπίτι – πάντα απομεσήμερο – για να πάμε βόλτα με τα ποδήλατα. Το δικό του ποδήλατο είναι φυσικά κόκκινο και το δικό μου ροζ, γιατί δεν είναι δικό μου, τόχε κλέψει παλιά ο Λώλης και μου το χάρισε. Συνήθως πηγαίνουμε στα χωράφια πάνω από το νεκροταφείο, να ταΐσουμε την κατσίκα του. Εγώ κατσίκα δεν έχω, αλλά έχω ένα σκύλο που τον αγαπάω πολύ κι ας μην τον βλέπω ερωτικά (ακόμα τουλάχιστον).
Στη βόλτα τραγουδάμε “τα ζηλιάρικά σου μάτια”, που είναι χασάπικο στα 80 bpm και πάει ωραία με τις ορθοπεταλιές στην κατηφόρα και στο γυρισμό περνάμε από τη κυρά Γιαννούλα, να μας βγάλει μεζέδες και ούζο.
Πριν πάμε σπίτι, περνάμε από τον καφενέ, παίζουμε πόκα οι δυό μας (κούκο διπλό αβολοντέ, μόνο) και φεύγοντας κλέβουμε δυό άσους από την τράπουλα, για να χαλάσουμε το παιχνίδι των βραδινών. Σε όλη τη διάρκεια της πόκας, ο Λώλης αναγκάζει το Λάσκο τον καφετζή να κλείσει τη μουσική και βάζει σε ένα μικρό φορητό κασετόφωνο μια κασέτα του Χιώτη. Ρακιές δεν πίνει ο Λώλης, αλλά σκάει ένα μπαφάκι τούμπανο, κι άντε εσύ άμα γουστάρεις να πεις στον τρελό σβήστο το κανόνι, τρελός είναι, ότι θέλει κάνει.
Ο Λάσκος τώρα, έχει ένα χούι με τα ψιλά, δε τα θέλει καθόλου, γιαυτό τον πληρώνουμε πάντα σε δεκάλεπτα, τυλιγμένα σε αλουμινόχαρτο που τα έχει ετοιμάσει ο Λώλης από το πρωί και ο Λάσκος τρελαίνεται, κάθεται και τα μετράει βλαστημώντας, γαμώ τις πενταροδεκάρες σας ρε πούστη μου, τρέμουν τα χέρια του, διακοπτει, πάει τουαλέτα, ξαναγυρνάει κι αρχίζει πάλι από την αρχή το μέτρημα.
Για τέτοια τρέλα μιλάμε.
Σας έχω νομίζω ενημερώσει ότι σε κάθε χωριό υπάρχει τουλάχιστον ένας τοπικός τρελός.
Απλώς να ξέρετε ότι σε ορισμένα, υπάρχουν και δύο.
*Η ζωγραφιά: Ο Λώλης. By V. Yokuskoumtzoglou.
**Όποιος δεν έχει κάνει ποδήλατο τραγουδώντας «τα ζηλιάρικα σου μάτια», χάνει.
***Μουσική υπόκρουση, Μάρκος- Τα ζηλιαρικα σου μάτια
Leave a Reply