“Eίνε ματέα η ζοή,
γεμάτη ματεότητας,
πτέο εγό που από χονδρόν,…
περίμενα λεπτότιτας.”
Μποστ.
“Μην αγχώνεσαι μαλάκα μου. Τι αγχώνεσαι? Αφού στο τέλος όλα τα προλαβαίνεις. Τι θα πει 3 ραντεβού? Τριαντατρία να έχεις, θα προλάβεις. Να πάρεις το μετρό, οπως όλος ο κόζμος, που μου θέλει ο κώλος σου και αυτοκίνητο. Η μάνα σου, βρε ζώον όρθιο, η μάνα σου περπατούσε 22 χιλιόμετρα κάθε μέρα για να πάει στο σχολείο – πού τα χτίζανε μαλάκα μου τα σχολεία? – 11 χιλιόμετρα να πάει κι άλλα 11 να γυρίσει. Κι εσύ βαριέσαι να αλλάξεις στο Σύνταγμα, να πάρεις το μετρό για Ανθούπολη/Ελληνικό. Και στο Σύνταγμα που θα αλλάξεις, να μου πάρεις καπουτσίνο από τον Χατζή. Που περνάς κάθε μέρα μπροστά στο Χατζή, ρε τσιγγούναρε, και μου κρατάς το πλαστικό το μπιμπερό με το φραπέ από το σπίτι, που έχει πετρώσει ο αφρός σαν ξυλόστοκος. Τόσο γύφτος είσαι. Σαν να πας στο Άργος, και να πάρεις μαζί το πεπόνι σου.
Για γύρνα λίγο, γύρνα να δω κάτι. Ίίίουου!!! Τι είναι αυτό, ρε, έχεις τρίχες στα αυτιά? Αν αφήσεις και προγούλι, θάσαι φτυστός ο Κοντοβαζαινίτης.
Τέλος πάντων. Μετά, που λες, μπορείς να γυρίσεις με το τρένο. Α, και να κατέβεις μια στιγμή Άγιο Νικόλαο, να μου πάρεις γαλακτομπούρεκο από το Κοσμικόν.
Γιατί ξινίζεις ρε χοντρέ, τι θες να μας πεις δηλαδή, ότι δε σ’αρέσει το γαλακτομπούρεκο? Δίαιτα?Ποιά δίαιτα, ρε πανίβλακα, ποιά δίαιτα?, δηλαδή, θα με κάνεις να σκάσω στα γέλια. Θέλει και δίαιτα ο χοντρός, που ξυρίζεται κι έχει στη φανέλα τη στάμπα από το πιτόγυρο. Η δίαιτα, χοντρέ, είναι μια απάτη, για να ζορίζεται ο μισθωτός κι ο χαμηλοσυνταξιούχος. Ναι, κλάσε κιόλας. Τι έγινε, σου έκατσε το χθεσινό το καλτσόνε και δυσκολεύεσαι να το χωνέψεις? Άντε, τελείωνε με το ξύρισμα, δε θα προλάβεις. Για να σε δώ. Φτού-φτού, κούκλος είσαι. Για πενηντάρης μια χαρά. Για χοντρός πενηντάρης.
Βρακί μόνο να αλλάξεις, γιατί άμα πάθεις κανέναν ντουβρουτζά από το γαλακτομπούρεκο και σε τρέχουμε στα νοσοκομεία, θα γελάσει η κάθε πικραμένη αποκλειστικιά.
Χοντρέ? Έφυγες.”
Τα βλέπετε. Δεν είμαι εγώ στρυφνός παιδιά, είναι το είδωλό μου μαλακισμένο.
Leave a Reply