Βάνε το Μοντγκόμερι

– Ched-sun tsali?

– Ched-sun. *

 

Στην αγαπημένη δεκαετία του ’70, κάθε γονιός που σεβόταν τον εαυτό του, αγόραζε στο παιδί του ένα Μοντγκόμερι. Όχι το αυθεντικό, εννοείται – πού λεφτά για αυθεντικό – το άλλο, το μουσαντένιο. Συνήθως αγοραζόταν δύο με τρία νούμερα μεγαλύτερο (για να το φορέσεις και του χρόνου) κατά προτίμηση από τον Σαράφη ή τον Κατράντζο, είχε υφή προβιάς, κουμπιά που θύμιζαν χαυλιόδοντα θείας Χαρίκλειας στο χωριό και έβγαινε σε χρώμα καφέ, νέιβι μπλού ή ποντικί που πάει με όλα, εκτός από σένα.

Στο φορούσαν υποχρεωτικά στις γιορτές – αχ, σου πάει χάρμα, απορώ πώς δε σ’ αρέσει – με κοτλέ μασχαλοπαντέλονο και χωρίστρα στο πλάι, πατικωμένη με βούρτσα. Το σωστό μοντγκόμερι φοριόταν μακρύ μέχρι το γόνατο, με γυρισμένα λίγο τα μανίκια – καθότι μεγαλύτερο – και κλειδωμένο μέχρι απάνω, για να μην αρπάξεις καμιά πούντα, χειμωνιάτικο.

H θειά μας η Βαγγελίτσα, εκ Τυρνάβου ορμώμενη, ερχόταν κάθε Χριστούγεννα στην Αθήνα και μας πήγαινε να μας πάρει ελβιέλες.  Πριν φύγουμε από το σπίτι, ρωτούσε τη μάνα μου αν μας ντύσανε, όπου το “ντύσανε” σήμαινε φάσκιωμα με μοντγκόμερι, μέχρι να νιώσεις σαν μπλε τετράδιο δημοτικού που το ντύνουν με διαφανές αυτοκόλλητο.
Βάρους άνω των πέντε κιλών, αυτή η μάλλινη πανοπλία τύλιγε το σώμα με τρόπο που και η παραμικρή κίνηση ήταν από δύσκολη έως αδύνατη. Αν σε έπιανε χέσιμο με το μοντγκόμερι, έπρεπε ή να κρατηθείς, ή να φέρεις τον Χουντίνι να ξεκλειδώσει τα κουμπιά. Το χειρότερο? Δε φθειρόταν, δε σκιζόταν, δε χάλαγε. Απέθαντο. Ήσουν καταδικασμένος να το φοράς για πάντα.

Με την πατικωμένη στο σβέρκο κουκουλίτσα του, αποτελούσε το ιδανικό αξεσουάρ για ένα παγωμένο απόγευμα Τετάρτης σαν το σημερινό, στο πίσω κάθισμα του VOLVO, τυλιγμένος στον καπνό από τα Καρέλια κασετίνα, τσαντισμένος, άχεστος, αδιάβαστος και καθοδόν για επίσκεψη στο θείο τον Πολύκαρπο στην Αστυδάμαντος, που γιόρταζε την Παρασκευή.
Θεός σχωρέστονα.

* μετάφραση εκ της Τυρναβικής:

-Τους έντυσαν τους άλλοι (ους)?

– Τους έντυσαν.

** Η ζωγραφιά: Νέος ατυχήσας, ενδεδυμένος με μοντγκόμερι. Του αδερφού Βασιλείου Γιοκουσκουμτζόγλου, ο οποίος παρότι ασθενής, συνεχίζει να μεγαλουργεί εκ της κλίνης του πόνου.

Μουσική Υπόκρουση: Το παλτό (Μητσάκης)

2 thoughts on “Βάνε το Μοντγκόμερι

Add yours

  1. Ειστε εξαιρετικός κύριε – καθόσον πειραματιζομαι και γω επανω σε θεματα γεροντολογιας θα προτεινα να συναντηθουμεν και να να συνεργασθώμεν

    Liked by 1 person

Leave a comment

Blog at WordPress.com.

Up ↑