ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΤΟ ΒΙΛΑΖ (το σημάδι στο λαιμό σου)

My mom’s favorite Stevie Wonder song is, “I Just Called to Say Someone You Don’t Know Has Been Diagnosed with Altzheimer”
@DamienFahey

Στη Μανούλα

– Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι που ήρθατε με την αδερφή σου και τα παιδιά στο Ζευγολατιό. Έπρεπε όμως να μου πεις ότι θα φέρεις μουσαφιραίους. Να ξέρω. Να στρώσω, να ετοιμάσω. Να φρεσκάρω λίγο τα εγγλέζικά μου.

– Τι μουσαφιραίους ρε μάνα. Μια ψυχή είναι όλη κι όλη. Ο Άλμπερτ Τζόουνς είναι φίλος και συνάδελφος από την Αγγλία. Κι όπως σου είπα, μιλάει άπταιστα Ελληνικά.

– Όπως και νάχει, ξένος άνθρωπος είναι. Να τον πάρεις να πάτε στο θείο σου τον Θρασύβουλο, μέχρι να του ετοιμάσω του χριστιανού το δωμάτιο. Να δει ο παλιομαλάκας ο ξάδερφός μου, ότι φιλοξενώ όλη την αφρόκρεμα της Ευρώπης. Να του πεις ότι δουλεύει στην Κομισιόν.  Κι ότι μπορεί να βρει δουλειά και στην κόρη του, αυτό το ζώον το όρθιο, την Ευφροσύνη, που κοντεύει ο πατέρας της να πεθάνει κι ούτε μέχρι τον φαρμακοποιό δεν τον πάει η παστρικιά.

– Ρε μάνα, τρελάθηκες? Πρώτον, ο θείος ο Θρασύβουλος έχει Αλτσχάιμερ. Δεύτερον, ο Άλμπερτ δεν δουλεύει στην Κομισιόν, είναι δικηγόρος στο Λάνκαστερ και τρίτον δεν έχει καμία δυνατότητα να βρει δουλειά σε κανέναν, πόσο μάλλον στην Ευφροσύνη που είναι μανικιουρίστ στο Ξυλόκαστρο.

– Να πάρεις την αδερφή σου τη Νόρα και να τον πάτε. Σήμερα έχει γενέθλια κι ο αδερφός του Θρασύβουλου, ο θείος σου ο Κοσμάς και θάναι όλο το σόι από εκεί.

– Μάνα, δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να πάρουμε με την Νόρα τον Άλμπερτ και να τον σέρνουμε στους μαλάκες τους Κοντοζογλαίους.

Στους Κοντοζογλαίους

– Άι αμ Τζόρτζ άνκλ, άνκλ Θρασύβουλος και είναι μεγάλη happy που έρχεσαι σπίτι μας κύριε Άλεξ. Το ξέρεις, κύριε Άλεξ μου, ότι το Άλεξ βγαίνει από το Αλέξανδρος – Μέγας Αλέξανδρος, you know Μέγας Αλέξανδρος, άρα το όνομά σου είναι Ελληνικό? Is Greek. Your name. Greek.

– Άλμπερτ, τον λένε μπαμπά. Και να σου θυμίσω ότι ξέρει Ελληνικά, τον επανέφερε η εξαδέρφη Ευφροσύνη.

– Μπράβο Άλμπερτ! Το ξέρεις, Άλμπερτ παιδί μου, ότι και το Άλμπερτ είναι Ελληνικό?

-Μπαμπά, σε παρακαλώ σταμάτα.

– Ελληνικό και μάλιστα καρα-ελληνικό, συνέχισε ο θείος Θρασύβουλος χωρίς να πτοείται. Και ξέρεις από πού βγαίνει? Από το Αλ- δηλαδή Αλής, που είναι ο πασάς, ο αρχηγός και το  –μπερτ που είναι η μπέρτα, η κάπα, you know κάπα. Άρα Αλ και –μπερτ, όλο μαζί Άλμπερτ, δηλαδή η μπέρτα του αρχηγού.

Το όλο σκηνικό έμοιαζε με επαρχιακό δικαστήριο. Τοποθετημένος σε μια άβολη καρεκλίτσα, στη μέση της ψηλοτάβανης σάλας  και κλειδωμένος μέσα στο τουίντ κουστούμι του, ο κάθιδρος Άλμπερτ έτριβε μηχανικά τη λαβή της ομπρέλας του, έχοντας παρατεταγμένο μπροστά του όλο το Κοντοζογλέικο, που τον παρατηρούσε καχύποπτα, σαν μπαγιάτικη τσιπούρα στην ιχθυόσκαλα.

Απέναντί του ακριβώς, χυμένος σαν μπύρα στη λαδόκολα, ο μπαρμπα-Θρασύβουλος, καθόταν μισοξαπλωμένος στην αναπαυτική πολυθρόνα του, υποστηριζόμενος από ένα μικρό στρατό από κεντητά μαξιλαράκια. Εκ δεξιών, η γυναίκα του η κυρά-Μαρία, έτριβε αμήχανα τα χέρια της ρίχνοντας κλεφτές ματιές, μία στον ξένο, μία στον άντρα της και μια σε μας. Εξ αριστερών, η εξαδέλφη Ευφροσύνη, το καλύτερο μανικιούρ της Βόχας, ολόισια, καμαρωτή, με ένα αέρινο φουστανάκι λευκό – ένα τσικ πιο κοντό από ότι πρέπει για μια Κοντόζογλου, αν ρωτούσαμε τον μπαρμπα Θρασύβουλο –  συμμετείχε ζωηρά στην κουβέντα.

Ακροβολισμένοι στις δύο άκρες, η άλλη η ξαδέρφη μου η Μαρούσα, ντυμένη κάτι μεταξύ Γκόλφως και Νταϊάνα Ρος, και ο εορτάζων μπαμπάς της, ο θείος Κοσμάς, αγαπημένος αδερφός του Θρασύβουλου, που κατάφερε στα γεράματα και κουφάθηκε, ψαρεύοντας με δυναμίτη έξω από το ακρωτήρι του Οβριού.

-Μήπως να βγάζατε το σακάκι σας? προσπάθησε να ελαφρύνει τη συζήτηση η Μαρούσα, χαμογελώντας με νόημα στον αλλοδαπό.

– Θα σκάσει ο άνθρωπος, να βγάλει και το γιλέκο, υπερθεμάτισε η κυρά Μαρία.

– Α, ώστε τον λένε Αλέκο, πετάχτηκε ο Κοσμάς από τον κόσμο της σιωπής του.

– Άλεξ τον λένε, αδερφέ Κοσμά, Άλεξ. Από το Αλέξανδρος. Το ξέρεις κύριε Άλεξ μου, ότι το Άλεξ …

– Άλμπερτ, μπαμπά, Άλμπερτ, τον διέκοψε η Ευφροσύνη, η οποία, μαζί με την μάνα της και την εξαδέρφη Μαρούσα είχαν πέσει σαν όρνια πάνω στον ανήμπορο Άλμπερτ και του αφαιρούσαν σακάκια, γιλέκα, μαντήλια, ομπρέλες, «να ανασάνει λιγουλάκι ο άνθρωπος, γκαγκάνιασε».

– Δεν είναι καλύτερα τώρα? ρώτησε η Ευφροσύνη χωρίς να περιμένει απάντηση. Φάτε και λίγο περγαμόντο, η μαμά το έφτιαξε ειδικά για σας, ψευδολόγησε η Ευφροσύνη.

Σχεδόν με στρατιωτικό συντονισμό, πέντε Κοντοζογλαίοι, η Νόρα κι εγώ πήραμε ταυτόχρονα από ένα γυάλινο σκαλιστό πιατάκι και ξεκίνησαμε να φαρμακώνουμε το περγαμόντο. Δεκατρία ορθάνοιχτα μάτια – γιατί ο μπαρμπά Κοσμάς είχε χάσει κι ένα μάτι από αγκίστρι- είχαν καρφωθεί στον φίλο μου τον Άλμπερτ, κοιτώντας τον αυστηρά που δεν είχε αγγίξει το γλυκό του.

– Θα ήθελα πολύ να σας συνοδεύσω, αλλά έχω έλκος και ο γιατρός μου έχει απαγορεύσει τα γλυκά.

– Α, ώστε δεν κάνει τρώτε γλυκά, τα ακούς μπαμπά?, είπε η Ευφροσύνη, ρίχνοντας φαρμακερές ματιές στον μπαρμπά Θρασύβουλο που είχε χλαπακιάσει το δικό του κι έχωνε κρυφά αγκωνιές στην κυρά Μαρία να του βάλει κι άλλο.

– Εγώ λέω να τον ξεμετρήσω, Ευφροσύνη, ματιασμένο θάναι το παιδί, θα δεις μετά, μια χαρά θα το φάει, άνοιξε για πρώτη φορά το στόμα της η κυρά Μαρία.

– Δε μου λέτε, θα με κάνετε ρεζίλι μπροστά στον ξένο άνθρωπο?, πετάχτηκε η Ευφροσύνη που άρχισε να δείχνει μια ξαφνική αδυναμία στον Άλμπερτ.

– Έφη, ηρέμησε, είναι μεγάλοι άνθρωποι, προσπάθησα να την καθησυχάσω.

– Τι να ηρεμήσω, Γιώργο μου, εδώ ο καθένας λέει το τρελό του. I’m awfully sorry, κύριε Άλμπερτ.

– Ώστε Άλμπερτ τον λένε. Το ξέρεις κύριε Άλμπερτ ..

– Μπαμπά, το ξέρει, φτάνει!

Μες στην κορύφωση του καυγά, ο μπαρμπά Κοσμάς, έχοντας καταλάβει ότι ο ξένος δεν πολυτρώει τα γλυκά, κατάφερε να λουμώξει το πιατάκι του Άλμπερτ, κρυφοτρώγοντας το άτυχο περγαμόντο.

– Ώστε είστε γιατρός, κύριε Άλμπερτ, είπε η Ευφροσύνη προσπαθώντας να κατευνάσει τα πνεύματα.

– Δεν είναι γιατρός, ψέλισα εγώ. Είναι..

-Βέβαια, γιατρός, γιατρός και μάλιστα από τις κορυφές! Με ειδίκευση στο Αλτσχάιμερ και στους γέρους, έτσι δεν είναι κύριε Τζόουνς? είπε η Ευφροσύνη, κλείνοντας πονηρά το μάτι σε μας και στον άτυχο εγγλέζο.

– Μπορείτε να με λέτε Άλμπερτ.

– Αφού Άλμπερτ τον λένε, πώς αλλιώς θα τον λέγαμε, απόρησε ο μπαρμπά Θρασύβουλος, έννοια σου κύριε Άλμπερτ και δεν τα έχουμε χάσει ακόμη.

– Όχι, εννοούσα ότι μπορείτε…

– Άλμπερτ, λυπάμαι που θα σου το πω, αλλά δεν μου μοιάζεις με γιατρό.

Η κουβέντα του μπαρμπα-Θρασύβουλου έκανε την μικρή παρέα να παγώσει.

– Ξέρεις, θείε Θρασύβουλε.., κεκέδισε η Νόρα,  μίλα και εσύ βρε Ευφροσύνη, εγώ μ’ αυτά δε μπλέκω..

– Τελικά, όντως τον λένε Αλέκο, απεφάνθη ο θείος Κοσμάς, πασαλειμένος με το σιρόπι από το περγαμόντο.

– Κοίτα, μπαμπά…

– Σιωπή, Ευφροσύνη. Και εσύ Μαρία, σύρε να φέρεις να τρατάρουμε κάτι τον άνθρωπο, λίγο περγαμόντο, νηστικό τον έχουμε. Ξέρω τι λέω. Ο Άλεξ μοιάζει με στρατιωτικό. Το ντύσιμό του, ο τρόπος που κρατούσε την ομπρέλα, σαν όπλο, το παράστημά του. Και ξέρεις ποιόν μου θυμίζει? Τον συγχωρεμένο τον Τζών Χάγκαρτ, τον θυμάσαι Κοσμά?

Ο Κοσμάς από την πλευρά του, ο οποίος αντίθετα από τον αδερφό του θυμόταν τα πάντα, δυστυχώς εξακολουθούσε – και πάλι αντίθετα από τον αδερφό του – να μην ακούει την τύφλα του.

– Όπως το λέω, φτυστός ο Χάγκαρτ είστε κύριε Άλεξ..

– Άλμπερτ, κύριε Κοντόζογλου.

Πριν προλάβει ο μπαρμπα Θρασύβουλος να επαναλάβει την ετυμολογική του ετυμηγορία για το όνομα του Εγγλέζου, ακούστηκε χτύπημα στην πόρτα.

– Κι άλλοι μουσαφιραίοι? Ευφροσύνη, σύρε άνοιξε και Μαρία φέρε περγαμόντο.

Στο άνοιγμα της πόρτας, ξεπρόβαλε πρώτα η μεγαλόπρεπη κοιλιά και σε συνέχεια και το υπόλοιπο σώμα του Βαγγέλη του Ποδότα.

– Καλώς τον κουμπάρο, έλα κόπιασε, τον καλωσόρισε η Μαρουσώ.

– Κύριε Κοσμά, πολύχρονος, όλα τα καλά εύχομαι, Μαρουσώ να τονε χαίρεσαι τον πατέρα, έχει γενέθλια σήμερα, έτσι δεν είναι? Ο κύριος ποιός είναι?

– Το όνομά του είναι Αλέκος, έσπευσε να τον κατατοπίσει ο εορτάζων θείος Κοσμάς.

– Τι έγινε, Βαγγέλη, πώς πάνε οι δουλειές?

– Όπως τα ξέρετε, κύριε Θρασύβουλε. Φέτος καλύτερα, κάναμε και εγκαίνια στην πανσιόν, το ξέρετε βέβαια ότι το πατρικό το έκανα πανσιόν. Έξι δωμάτια. Και στο ισόγειο ρεσεψιόν και χώρος για πρωινό. Σήμερα ανεβάσαμε και την ταμπέλα. Πανσιόν Βανζέλ.

– Βανζέλ, ε? Το ξέρεις, Βαγγέλη παιδί μου, ότι το Βανζέλ είναι ελληνική λέξη? Από το βάν-, δηλαδή βάνω, βάζω και το –ζελ, δηλαδή ζελέ. Άρα όλο μαζί Βανζέλ, δηλαδή αυτός που βάζει ζελέ.

– Βανζέλ είναι το Βαγγέλης στα Γαλλικά, μπαμπά.

– Άρα ελληνικό. Έρχεσαι στα λόγια μου. Βάλε περγαμόντο για όλους, Μαρία. Κοσμά, να σε χαιρόμαστε, κύριε Άλεξ καλωσόρισες! Αλλά δε μας είπες κύριε Άλμπερτ, τι σε φέρνει στα μέρη μας?

– Λοιπόν, μπαμπά, να ξέρεις, ότι ο κύριος Άλμπερτ είναι ο καλύτερος γιατρός της Ευρώπης. Ζήτησα λοιπόν από τον Γιώργο να επικοινωνήσει μαζί του και να του πει να έρθει από την Αγγλία να σε δει. Να σε εξετάσει και να σου πει να παίρνεις τα φάρμακά σου. Αφού δεν εμπιστεύεσαι τον Ρουφογάλη – και με το δίκιο σου – αποφάσισα να αποτανθώ στον Γιακούμπ των Νευρολόγων. Ο Γιώργος μίλησε μαζί του κι ο κύριος Άλμπερτ συμφώνησε να έρθει. Ήθελε άλλωστε από μικρός να κάνει μια φορά Πάσχα στο Ζευγολατιό. Ο Γιώργος και η Νόρα προθυμοποιήθηκαν να τον φιλοξενήσουν. Καταλαβαίνεις μπαμπά, ότι δεν υπήρχε περίπτωση να μην φροντίσω να έχεις τον κορυφαίο γιατρό της Ευρώπης. Είμαι μια Κοντόγλου και εμείς οι Κοντόζογλοι ξέρουμε ότι το πιο σημαντικό πράγμα στο κόσμο είναι η υγεία και η οικογένεια, έτσι δεν είναι μπαμπά?

Βουρκωμένος και πασαλειμένος σιρόπι, ο μπαρμπά Θρασύβουλος σηκώθηκε από το θρόνο του και πήρε αγκαλιά την μονάκριβη κόρη του.

-Έτσι είμαστε εμείς οι Κοντοζογλαίοι, κύριε Άλεξ. Το βλέπετε αυτό το κορίτσι? Θη-σαυ-ρός. Τρέζ-ουρ! Και είναι κόρη μου. Μια πραγματική Κοντόζογλου, άξια απόγονος του συγχωρεμένου του Οδυσσέα Κοντόζογλου του στρατηγού, τον βλέπεις κύριε Άλεξ, αυτός στη φωτογραφία πάνω από το τζάκι.

Ο κύριος Άλμπερτ κοίταξε επιδοκιμαστικά το ασπρόμαυρο ξεθωριασμένο πορτρέτο ενός στρατιωτικού που φορούσε ένα περίεργο καπέλο με λοφίο, σκεπτόμενος ότι τελικά σε όλους τους πολιτισμούς, ο χώρος πάνω από το τζάκι χρησιμεύει κυρίως για να κρεμάς φωτογραφίες ανθρώπων που τα έχουν προ πολλού κορδώσει.

– Αυτή είναι η κόρη μου, κύριε Άλεξ μου. Μάι ντότερ. Μάι μοναχοντότερ! Και τώρα θα πιούμε στην υγειά της.

– Μίστερ Θρασύβουλε..

– Δεν το συζητώ καθόλου κύριε Άλεξ μου, θα πιούμε.

– Μα..

– Δεν δέχομαι αντιρρήσεις. Όταν ένας Κοντόζογλου λέει κάτι, είναι νόμος.

– Θρασύβουλε, άσε κάτω το περγαμόντο.

– Καλά ρε Μαρία, ένα έφαγα όλο κι όλο, για το καλό. Εγώ ούτε που θα το άγγιζα το περγαμόντο, αν δεν ήταν για τη γιορτή του αδερφού μου, του Κοσμά, εξήγησε ο μπαρμπα Θρασύβουλος, αποδεικνύοντας περίτρανα ότι η μανία να δικαιολογήσει κανείς την λαιμαργία μπορεί να νικήσει ακόμα και το Αλτσχάιμερ. Μαρία, βάλε τσίπουρο στον κύριο Άλεξ. Άντε στην υγειά μας.

Πέντε Κοντόζογλοι, ένας Ποδότας, η Νόρα κι εγώ κατεβάζαμε μονοκοπανιά το ποτηράκι με το τσίπουρο σα νερό, την ίδια ώρα που ο ένας και μοναδικός Τζόουνς, προσπαθώντας να συμμετάσχει κι αυτός στο εορταστικό κρεσέντο, κόντευε να πάθει αποπληξία νιώθοντας το υγρό πυρ να του καίει το εγγλέζικο σύμπαν μέσα του, από τον ουρανίσκο μέχρι την κωλοτρυπίδα.

Οκτώ τσίπουρα, τέσσερα περγαμόντα και δύο ιστορίες για την προέλευση των αγγλικών ονομάτων αργότερα, ο θείος Θρασύβουλος ξάπλωσε στο ντιβάνι προκειμένου να τον εξετάσει ο Άλμπερτ.

– Στηθοσκόπιο δεν έχει? τόλμησε να ρωτήσει η κυρά Μαρία.

– Καλέ μάνα, τρελάθηκες, αυτά είναι για τα γιατρουδάκια εδώ τα δικά μας. Ο κύριος Άλμπερτ δε τα χρειάζεται τα στηθοσκόπια!

*η ταμπέλα του τοπικού γιατρού, που είχε το κακό συνήθειο να χρησιμοποιεί ακόμα στηθοσκόπιο.

Ο δόλιος ο Άλμπερτ έσκυψε πάνω από τον μπαρμπα Θρασύβουλα, που μοσχομύριζε τσίπουρο, λιβάνι, περγαμόντο και απλυσιά τρουά σεμέν, ζούπηξε λίγο την κοιλιά του, γκουντ, γκουντ, του άνοιξε τα μάτια, το στόμα, του έκανε μικρά χτυπηματάκια στο στέρνο, βέρι γκουντ, βέρι γκουντ, πίεσε λίγο την κουρούπα του Θρασύβουλα, μουγκρισε στα εγγλέζικα, Houston we have a problem και ρώτησε :

– Κύριε Θρασυβουλε, μήπως ξεχνάτε;

– Όχι κύριε Χάγκαρτ, δε ξεχνάω.

– Όχι δεν ξεχνάει, επανέλαβε και η κυρά Μαρία, η οποία πίστευε ακράδαντα ότι ο άντρας της δεν είχε Αλτσχάιμερ κι ότι μπορεί να του συνέβαινε κάτι πολύ απλούστερο, πχ να του έβγαινε μια ετεροχρονισμένη κούραση από τις Πανελλαδικές.

– Έξελεντ. Για να δω τα χάπια που παίρνετε. Γιες. Λοιπόν, για να διατηρηθείτε σε αυτή την άριστη κατάσταση, θα παίρνετε αυτά τα χάπια πρωί-βράδυ προ περγαμόντου.

– Άρα θα πρέπει να τρώω και περγαμόντο.

– Εννοείται! Αμέσως μετά το χάπι!

– Ορίστε, βρε! Γιατρουδάρα! απεφάνθη ο θείος ο Θρασύβουλος, επιβεβαιώνοντας πως αν ο Θεός κρύβεται στα φάρμακα, ο διαβολος κρύβεται σίγουρα στο περγαμόντο.

-Εμείς τώρα να φεύγουμε σιγά σιγά, είναι κουρασμένος και ο Άλμπερτ, επενέβην εγώ μήπως τον σώσω τον αλλοδαπό από τα χειρότερα.

– Ξάδερφε, μη βιάζεσαι, πετάχτηκε η Ευφροσύνη. Πιείτε εσείς ένα τσιπουράκι κι εγώ θα πάρω τον κύριο Άλμπερτ να τον πάω να του δείξω το διαμέρισμα της συγχωρεμένης της θείας Κούλας στον πρώτο. Τώρα τελείωσα με τους φόρους κληρονομιάς και ξεκίνησα να το φτιάχνω. Έχει καταπληκτική θέα, είμαι σίγουρος ότι ο Άλμπερτ θα ενθουσιαστεί.

Μπαίνοντας στο διαμέρισμα του πρώτου ορόφου, ο κύριος Τζόουνς έβγαλε έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Η Ευφροσύνη έσπευσε αμέσως να απομονώσει τον Άλμπερτ από το υπόλοιπο οικοσύστημα, κλείνοντας πίσω της την πόρτα, με ένα τόσο ανατριχιαστικό σκούικ, που κανείς δε θα απορούσε αν σηκωνόταν η θεία η Κούλα από τον τάφο της, ουρλιάζοντας «ε, λαδώστε την επιτέλους τη γαμημένη!».

– Ο μπαμπάς σας συμπάθησε πολύ, κύριε Άλμπερτ.

– Βρίσκετε?

– Α, δεν το συζητώ. Έχει ενθουσιαστεί μαζί σας. Ξέρετε, δε βρίσκω λόγια να σας ευχαριστήσω. Ο πατέρας αρνείται να πάρει τα χάπια του για το Αλτσχάιμερ, γιατί λέει ότι δεν εμπιστεύεται τον τοπικο γιατρό. Με σας ήταν η μοναδική ευκαιρία να τον πείσουμε. Εσείς τώρα βέβαια ήρθατε για το Πάσχα στο Ζευγολατιό να ξεκουραστείτε κι εγώ σας έβαλα σε τόσο δύσκολη θέση. Ω, Θεέ μου, νιώθω τόσο άσχημα, κλάφτηκε η Ευφροσύνη, μισοξαπλώνοντας στο κρεβάτι. Κι εσείς από την άλλη, σταθήκατε τόσο καλός, τόσο γεμάτος κατανόηση, τόσο γλυκός…

Στο γλυκός στο –ός, η Ευφροσύνη σήκωσε λίγο το πόδι της, τόσο ώστε το αέρινο φουστανάκι να ανέβει λίγο πιο ψηλά, κάνοντας τον κύριο Τζόουνς να μοιάζει ακόμα πιο γλυκός και την Ευφροσύνη να αποδεικνύει έμπρακτα ότι εκτός από εξαιρετική μανικιουρίστ και δεινή ψεύτρα μπορούσε άνετα να εξελιχθεί και σε οδαλίσκη καριέρας.

Μια ώρα αργότερα, έχοντας φτάσει στο δέκατο τέταρτο τσίπουρο, η Ευφροσύνη κατέβηκε από τον οντά της, παραδίδοντας στη Νόρα και σε μένα έναν Άλμπερτ, που έμοιαζε πλέον με λούτρινο αρκουδάκι σε σύνταξη, που το έχουνε πετάξει στην αυλή για να παίζει το ροτβάιλερ.

Φεύγοντας από το Κοντοζογλέικο, ο Θρασύβουλος έχωσε ένα πενηντάρικο στην τσέπη του Άλμπερτ – για να φας ένα περγαμόντο- η κυρά Μαρία του χάρισε δυό κλεμμένα κεριά Μεγάλης Πέμπτης – για γκουντ λακ – και η Ευφροσύνη τον φίλησε τρυφερά στο μάγουλο – γιατί ήταν ο γέρος της μπροστά κι η Ευφροσύνη κιουρία.

Η ώρα είχε περάσει και θα χάναμε τον Επιτάφιο, οπότε ο Ποδοτας επέμεινε να μας πετάξει μεχρι την εκκλησία ο γιος του, κι έτσι ο Άλμπερτ, η Νόρα, η Μαρούσα κι εγώ βρεθήκαμε στην καρότσα ενός αγροτικού, με τον 14 χρονο Τόλη Ποδότα να οδηγεί το Nissan, σαν Ντιουκ που τον κυνηγάει ο σερίφης και τη Μαρούσα να σιγοτραγουδάει παθιάρικα στο αυτί του Άλμπερτ – το σημάδι στο λαιμό σου δεν το είχες, φως μου, χθες – και δίκιο είχε η εξαδερφη να ξεροσταλιάζει και να ζηλεύει, γιατί όπως λέμε και στο χωριό, τρώει η φαγούρα φρούτα και για μας ούτε γιαρμάς, κι η Ευφροσύνη, μπορεί από νύχι να έσκιζε, αλλά δυο δοντάκια μπροστινά, όσο να πεις, τα χρειαζότανε.

Μεγάλο Σάββατο πρωί πίναμε μπυρες στην αυλή με τη Νόρα. Από την μπαλκονόπορτα εμφανίστηκε ένας αναστημένος, αγουροξυπνημένος Άλμπερτ, άρπαξε κι αυτός μια μπυρα, μας κοίταξε, χαμογέλασε κ μας είπε :

– You have a really very interesting family.

και τον κοιτάξαμε κι εμείς, χαμογέλασαμε και του απαντήσαμε με μια διεθνή, χαρούμενη χειρονομία, όπως φαίνεται και στη φωτό, καλωσορίζοντας τον στην οικογένεια:

– Άλμπερτ ντάρλινγκ, Κυριακή του Θωμά αρραβωνιάζεσαι. Welcome to Zevgolatio, μαλάκα μου.

** Η φωτό: Η Νόρα κι εγώ

*** Η ζωγραφιά: καθοδόν

**** Μουσική Υπόκρουσις: Πάολα – Και κουβέντα στην κουβέντα

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

Blog at WordPress.com.

Up ↑

%d bloggers like this: