“Νηπίοισιν ου λόγος, αλλά ξυμφορή γίνεται διδάσκαλος.”*
Δημόκριτος
Στο Δημοτικό είχα ένα φίλο, τον Αντωνάκη. Μια χειμωνιάτικη Κυριακή λοιπόν, κάπου στην 4η Δημοτικού, οι γονείς του αποφάσισαν να του κάνουν ένα πάρτι.
Κάπως έτσι, βρεθήκαμε σε ένα από εκείνα τα 70ς σαλόνια, τα πράσινα (οι παιδότοποι της εποχής, για να καταλαβαίνουν οι νεότεροι), όπου γονείς, συγγενείς και παιδιά, όλοι μαζί, κάτω από το καθησυχαστικό πέπλο του τσιγάρου – που τότε δεν πείραζε – γιορτάζαμε χαρούμενοι τη γιορτή του Αντωνάκη.
Κάποια στιγμή, μέσα στον κακό χαμό και υπό τους ήχους της Ραφαέλας Καρρά, ο Αντωνάκης αποφάσισε να ανέβει στο τραπέζι του σαλονιού, παίρνοντας μαζί του δύο σύνεργα: Ένα τεράστιο αρκούδι – δώρο του παππού του για τα Χριστούγεννα – κι ένα μικρό αυτοκινητάκι matchbox. Άρχισε λοιπόν να προσπαθεί μανιασμένα να χωρέσει τον άτυχο αρκούδο μέσα στο αυτοκινητάκι.
Ο Αντωνάκης έβγαζε απεγνωσμένους ήχους υπερπροσπάθειας, ο πατέρας του κάτι πήγε να πει – “άστον, Βασίλη, παιδί είναι”, τον αποστόμωσε η μάνα, ο παππούς φούσκωσε σαν διάνος – “έχει φαντασία ο μικρός”, κι εμείς οι συμμαθητές αρχίσαμε καλόπιστα την καζούρα “ρε τον μαλάκα τον Αντωνάκη, άρχισε πάλι”.
Κάποια στιγμή που λες, ο Αντωνάκης, ένας Θεός ξέρει πως, κατάφερε και στούμπηξε το ένα ποδαράκι του δόλιου αρκούδου στο αυτοκινητάκι, υπό τις ιαχές εντυπωσιασμού και εκπλήξεως όλων των παρευρισκομένων. Η μαμά του χειροκρότησε περήφανη, οι υπόλοιποι γονείς ψιθύριζαν δειλά “μπράβο Αντωνάκη” (τι να πούν οι άνθρωποι), ο παππούς απασφάλισε “μπράβο ρε θερίο”, κι εμείς οι υπόλοιποι κοιτάζαμε εκστατικοί “λες, ρε μαλάκα, να το χωρέσει?”
Αναθαρρημένος από την αναπάντεχη επιτυχία, ο Αντωνάκης συνέχισε με περισσό ζήλο την προσπάθεια. Φευ όμως, αντί να καταφέρει να βάλει και το άλλο ποδαράκι μέσα, σε μια ατσούμπαλη κίνηση, έβγαλε και το πρώτο. Δυστυχώς, καμία Ραφαέλα Καρρά και κανένας Πεπίνο ντι Κάπρι δεν μπόρεσαν να καλύψουν τα πνιχτά γέλια της ομήγυρης.
Έξαλλος από οργή, ο Αντωνάκης εκτόξευσε τον αρκούδο και το αυτοκινητάκι, το οποίο, για κακή τύχη, προσγειώθηκε στο μάτι του παππού – “γαμώ το κεφάλι του, το κωλόπαιδο” – και, ασυγκράτητος πια, άρχισε να πετάει γαριδάκια και κεφτεδάκια προς όλες τις κατευθύνσεις.
Εμείς, σαν καλοί συμμαθητές, δεν μπορούσαμε να μην συμμετάσχουμε στην απογοήτευσή του. Αρχίσαμε με τις χούφτες να αρπάζουμε τους κιοφτέδες, και να τους πετάμε ο ένας στον άλλον, κι ένα παχουλό κοριτσάκι, ντυμένο κάτι ανάμεσα σε κοκκινοσκουφίτσα και Νάκη Αγάθου, βούτηξε ένα κομμάτι από την τούρτα του Αντωνάκη και το απογείωσε προς το πλήθος.
Δε θα περιγράψω τι ακολούθησε. Θα σας πω μόνο, ότι πριν προλάβει να εμφανιστεί ο Κοντοβαζανίτης στην ΥΕΝΕΔ στις 9 να πει τα αθλητικά, και υπό τους ήχους της διαφήμισης της Henninger (κουτί-κουτί-κουτί, μα τι κουτοί – κουτοί), το πάρτυ έληξε άδοξα, οι γονείς μας είχαν αρπάξει από τη φαβορίτα, η μαμά Αντωνάκη μας έσπρωχνε μαλακά προς την εξώπορτα – “Χίλια συγγνώμη, δεν το έχει ξανακάνει – Μα τι λέτε, κάθε καλό να σας ζήσει”, και ο Αντωνάκης έμεινε ολομόναχος στο σπίτι, όπου και χειροτονήθηκε κανονικά, τρώγοντας το ξύλο της χρονιάς του, του Αγίου Αντωνίου ανήμερα, μεγάλη η χάρη του.
Πάρτι ο Αντωνάκης δεν ξανάκανε. Αφού, κατά γενική ομολογία, υπήρξε ο ίδιος καταστροφέας και μοναδικός υπαίτιος της αποτυχίας του πάρτι του. Και σωστά. Ποιός να φταίει? Ο παππούς που του έφερε τον αρκούδο – παππούς είναι -, η μάνα του που δεν τον σταμάτησε – “έλα μωρέ, μια φορά γιορτάζει, άστον να δούμε τι θα κάνει”, ο μπαμπάς του – “να κανονίσει η μάνα του, δεν είναι δική μου δουλειά”, οι άλλοι γονείς – “αν τον αφήνουν οι γονείς του, εμείς τι να πούμε, μουσαφιραίοι είμαστε”, ή εμείς τα παιδιά? – παιδιά είμασταν.
Αυτή λοιπόν είναι η ιστορία του Αντωνάκη, που μόνος του κατέστρεψε το πάρτι του, που μόνος του μας χάλασε το βράδυ μας, που στεναχώρησε τους γονείς του, που έβγαλε το μάτι του παππού του και που, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της οικογένειας, των φίλων, των συγγενών, του σχολείου και του κοινωνικού περίγυρου να τονε βάλουνε στον ίσιο δρόμο και να τονε κάμουν άνθρωπο, άνθρωπος ο Αντωνάκης μπορεί να μην έγινε, προβιβάστηκε όμως σε χρήσιμο Ηλίθιο, που ξεπλένει τις μαλακίες μας και που χρεώνεται τα φταιξίματα όλου του κόσμου, καλά να είναι κι ο Αντωνάκης, και ο Αρκούδος και το αυτοκινητάκι του, και ο παππούς του κι οι Αντωνάκηδες όλου του κόσμου, και καλά να είμαστε κι εμείς τα τζιμάνια, που κάτι τέτοιες μέρες τον θυμόμαστε, τον διαπομπεύουμε και τόνε βλαστημάμε.
* “Για τους ανόητους, δάσκαλος δεν είναι η λογική αλλά η συμφορά.”
** Η ζωγραφιά: Το πάρτι του Αντωνάκη, ή Γκουέρνικα, ή Κόλαση, ή όλα κώλος. Πενάκι, παστέλ, ακρυλικά, σε Α4 πολυτελείας, του Γιοκούς.
** Κινηματογραφική Υπόκρουσις: Πήτερ Σέλερς – Birdy Num Num
Leave a Reply