“Tobacco is my favorite vegetable.”
Frank Zappa
Tις μεγαλύτερες κασκαρίκες στη ζωή, τις έχω τραβήξει από συγγενείς μου. Ή συγγενήδες, όπως τους λέμε στο Ζευγολατιό. Η προσωπική μου οδύσσεια με τη δίαιτα ξεκίνησε μετά από μια επίσκεψη στη θεία τη Ροδούλα, που με πληροφόρησε ότι μια ανηψιά της άνοιξε διαιτολογικό ιατρείο στο Παγκράτι.
“Εσύ, τώρα, δυο μέτρα άντρας, κουκλάκι ζωγραφιστό, δε πρέπει να χάσεις 4-5 κιλά? Γιατί και ο συγχωρεμένος ο Ντίνος μου, φτου φτου και μακριά από μας, 2-3 κιλά παραπάνω είχε στα 50 του, κι όταν έπαθε το εγκεφαλικό στα 65 και τα κόρδωσε, χρειάστηκε να του κάνουμε ειδική παραγγελία στο φέρετρο για να χωρέσει, μη στα λέω, τα θυμάσαι.”
Υπό την επήρεια της ισχύος του παραδείγματος και μετά από 20 τηλέφωνα- kind reminder της θείας της Ροδούλας (“ξέχασα να σου πω, τις Τετάρτες είναι κλειστό το ιατρείο” – “δε θέλω τίποτα, απλά δε θυμάμαι αν σου έδωσα και το κινητό της” κλπ.), βρέθηκα ένα ηλιόλουστο απόγευμα Πέμπτης (γιατί Τετάρτη πράγματι ήτανε κλειστά) να χτυπάω το κουδούνι της κυρίας Ευγενίας Τουρλουμπίδου, διδάκτωρ διατροφολόγου – διαιτολόγου DPhil, MSc, tsimiski, και κάτι άλλα ακρωνύμια που τώρα μου διαφεύγουν.
H αίθουσα αναμονής ήταν διακριτικά διακοσμημένη με μικρά μπονσάι, περιοδικά διατροφής και εύσωμες κυρίες κάθε μεγέθους και ηλικίας, στρατηγικά ακροβολισμένες στους δερμάτινους καναπέδες του ιατρείου. Με υποδέχθηκε μια ευγενέστατη γραμματέας, που πρέπει στην προηγούμενη ζωή της να είχε διατελέσει γελωτοποιός σε παλάτι,
“Γειά σας, χαχαχαχα, καλώς μας ήρθατε, χαχαχαχα, είστε ο κύριος Γιώργος, χαχαχαχα, Είμαι, Xαχαχαχαχα, αχ τι ωραία, είστε και ανηψιός της κυρίας Ροδούλας, Kαι αυτό είμαι, Xαχαχαχα, καθίστε δε θα αργήσουμε, χαχαχαχα”, τι να κάνω κι εγώ, πάω και κάθομαι δίπλα στην πιο χονδρή της αιθούσης, χαχαχα, με την υστερόβουλη σκέψη να φαίνομαι κομψότερος και πιο αδύνατος.
Η πιο χονδρή, η κυρία Λίτσα όπως μου συστήθηκε, έχοντας ακούσει τη συνομιλία με τη γραμματέα-παλιάτσο, ενθουσιάστηκε με την μακρινή μου συγγένεια με τη γιατρό και ξεκίνησε την κουβέντα:
“Ξέρετε, η κυρία Τζένη κάνει θαύματα!! Πριν έρθω σε αυτήν, δε φαντάζεστε πόσο χουνδρή ήμανε”.
Αποκρούοντας τον πειρασμό να την καθησυχάσω “μα και τώρα, χουνδρή είστε”, αρκέστηκα σε ένα πρωτότυπο “τι μου λέτε? μπράβο!” και γράπωσα το κοντινότερο περιοδικό σαν σανίδα σωτηρίας. Αν όμως η κυρία Τουρλουμπίδου μπορούσε να σε γλιτώσει από τα περιττά κιλά, κανένα περιοδικό δε μπορούσε να σε γλιτώσει από τα περλέ νύχια της αφανώς αδυνατισμένης κυρίας Λίτσας.
“Όταν σας λέω ότι ήμανε χουνδρή, εννοώ πολύ χουνδρή” επέμεινε η κυρία Λίτσα, κοιτώντας ταυτόχρονα υποτιμητικά τις υπόλοιπες γιαλατζί χουνδρές που περίμεναν στην αίθουσα. “Ήμανε πραγματικό τέρας!”, θριαμβολόγησε η κυρία Λίτσα. “Μπράβο, κυρία Λίτσα”, την ενθάρρυνα κι εγώ, διαισθανόμενος την σημασία της επιβράβευσης στην διαδικασία της δίαιτας και της αυτογνωσίας.
“Εσείς τώρα πόσα κιλά θέτε να χάσετε?”, συνέχισε η Λίτσα.
Άρχισα να συνειδητοποιώ πόσο απροετοίμαστος είχα έρθει και απάντησα ενοχικά “Δεν ξέρω, 5? 10?”.
Τα μάτια της κυρίας Λίτσας πετάχτηκαν έξω, σαν να έπαθε ξαφνικά εξόφθαλμο βρογχοκήλη. “Μα τρελαθήκατε? Εσείς αν χάσετε 10 κιλά, δε θα μείνει μπιτ για μπιτ τσιτσί επάνω σας! Ένα-δυό κιλά το πολύ! Κακώς ήρθατε εδώ!” με επέπληξε αυστηρά η Λίτσα κι ένιωσα σα γέρος με αλλεργική ρινίτιδα που έχει κλείσει ραντεβού με τον Γιακούμπ στα emergency του Μεμόριαλ Χόσπιταλ.
“Κύριε Γιώργο, η σειρά σας, χαχαχα, περάστε, η κυρία Τζένη σας περιμένει”, φώναξε το ψάρι-κλόουν και εγώ σηκώθηκα απρόθυμα από τον καναπέ, έχοντας μόλις χάσει μια καλή, πιστή και αδυνατισμένη φίλη.
Η δόκτορ Τζένη Τουρλουμπίδου ήταν μια προκλητικά αδύνατη, κοντή αλλά καλοβαλμένη πενηντάρα, με ένα ζευγάρι κόκκινα πεταλουδέ γυαλιά και τεράστια χείλη, που θα νόμιζες ότι τα είχε πάρει με leasing από τον Στήβεν Τάιλερ των Aerosmith (τα χείλη, όχι τα γυαλιά) και μιλούσε με μια ψιλή τσιριχτή φωνή, σαν μίνιον με λαρυγγίτιδα.
Αφού συστηθήκαμε και φλυαρήσαμε λίγο για την κοινή μας θεία Ροδούλα, η δόκτορ Τζένη μου πήρε ένα σύντομο ιατρικό ιστορικό, μέτρησε το ύψος μου και με οδήγησε σε ένα λευκό καμαράκι που είχε στη μέση μια μικρή ηλεκτρονική ζυγαριά.
“Και τώρα θα ζυγιστούμε”, με απείλησε η γιατρός.
Αυτό το “θα ζυγιστούμε” μου έφερε στο μυαλό μια εικόνα, την γιατρό Τζένη γυμνή πάνω στη ζυγαριά και δίπλα την κυρία Λίτσα – γυμνή, στα χουνδρά της – να προσπαθεί να σκαρφαλώσει κι εκείνη στη ζυγαριά ώστε να ζυγιστούνε παρέα.
Κάθε γέλιο μου κόπηκε, όταν η Δόκτωρ Τζένη έβγαλε την ετυμηγορία:
93,435.
Τα πράγματα ήταν σοβαρά. Το BMI μου ήταν ανεβασμένο, το ποσοστό λίπους υψηλό, το σπλαχνικό λίπος ελαφρώς αυξημένο, οι μηροί μπαμπάτσικοι, τέλος πάντων, από ότι κατάλαβα, πρέπει να ήμουν σχετικά χουνδρός για το βάρος μου.
– Θα χάσουμε δέκα κιλά. Αυτός είναι ο στόχος. Το ύψος είναι 1,86 άρα θα πρέπει να πάμε στα 83. Έχουμε να χάσουμε δηλαδή 10,435 κιλά (την πουτάνα σκέφτηκα, ούτε στα γραμμάρια δεν κάνει σκόντο), για να φτάσουμε στο ιδεώδες BMI (για τους σιχαμένους αδύνατους αναγνώστες, να διευκρινίσω ότι αυτό το BMI δεν είναι το ποδήλατο, αυτό είναι BMX, το BMI είναι ο Δείκτης Μάζας Χουνδρού). O σκοπός είναι να το κάνουμε αυτό, εύκολα, γρήγορα και χωρίς να στερηθείτε. Θέλω καταρχήν να μου πείτε ποια φαγητά δεν τρώτε.
– Να σας πω καλύτερα αυτά που τρώω, για να κερδίζουμε χρόνο. Ζυμαρικά, χοιρινό, μοσχάρι, τυριά, σαλάτες φρέσκιες, θαλασσινά, αυγά και φασολάκια. Τελεία.
– Εκτός από τις σαλάτες, όλα τα άλλα θα τα μειώσουμε δραστικά, τσίριξε το μίνιον. Θα σας γράψω εγώ μια διατροφή για τις επόμενες δύο εβδομάδες.
Η δόκτωρ Τζένη κάθισε στο λάπτοπ και ξεκίνησε να πληκτρολογεί, ενώ εγώ κοιτούσα τα παπούτσια μου και βλαστημούσα βουβά την κοινή μας θεία, γαμώ το καντήλι της της κωλόγριας.
– Ελένη, έχω στείλει κάτι για εκτύπωση, αν έχεις την καλοσύνη, κακάρισε η γιατρός.
– Ορίστε, η δίαιτα του κυρίου Γιώργου, χαχαχαχα.
“Βρε άει στον κόρακα και συ, χαχαχαχα” σκέφτηκα από μέσα μου, αλλά δεν το είπα, υπό το φόβο επιβολής αυστηρότερης δίαιτας.
– Λοιπόν, η δίαιτα είναι απλή και εύκολη. Σας έχω βάλει ένα πλούσιο πρωινό, μια φρυγανιά με ένα κομματάκι τυρί ή γαλοπούλα.
– Γαλοπούλα δεν τρώω.
– Με ένα κομματάκι τυρί τότε. Ένα καφέ σκέτο με μια ζαχαρίνη και ένα φρούτο της αρεσκείας σας. (γενναιόδωρο το μίνιον) Δεκατιανό, ένα φρούτο πλην μπανάνας. (μας γάμησες). Μεσημεριανό, τώρα εδώ έχουμε πολλές επιλογές, 150 γραμμάρια είτε κρέας, είτε κοτόπουλο..
– Κοτόπουλο δεν τρώω.
– Κρέας τότε ή ψάρι..
– Ψάρι δεν τρώω.
– Τότε κρέας.
– Άρα δεν έχουμε πολλές επιλογές.
– Κρέας λοιπόν, με αγριοκοίταξε το μίνιον, με μια σαλάτα, με μια κουταλιά της σούπας λάδι..
– Σως?
– Χωρίς σως! (ανάθεμά σε, Ροδούλα, με ζεμάτισες) και ένα φρούτο πλην μπανάνας. Απόγευμα, μία γιαούρτη…
– Γιαούρτι δεν τρώω. Να φάω μια κρέμα από το Βάρσο?
– Χαχαχα, αστειεύεστε φυσικά. Ένα φρούτο τότε, πλην μπανάνας (αυτό το ένιωσα λίγο σαν τιμωρία, που της είπα για τη γκρέμα) και το βράδυ 100 γραμμάρια κοτόπουλο..αχ, είπαμε κοτόπουλο δεν τρώτε, τότε ψάρι, αχ ούτε ψάρι τρώτε…
– Μήπως είναι η ώρα για τη μπανάνα?
– Τέλος πάντων, φάτε μια μπανάνα, υποχώρησε η γιατρός, και μια φρυγανιά. Και σε δύο εβδομάδες σας περιμένω να ζυγιστούμε. Αλλά προσοχή. Δεν πρέπει να παραλείψετε κανένα γεύμα. Θα τα τρώτε όλα. Και το φρούτο το δεκατιανό και τη βραδινή μπανάνα. Ξέρετε, υπάρχουν πολλοί που το παρακάνουν και καταλήγουν σε νευρική ανορεξία. Ύπουλη ασθένεια. Κοιτάζεσαι στον καθρέφτη και νομίζεις ότι είσαι χονδρός.
– Μήπως έχω κι εγώ νευρική ανορεξία και δε μου το λέτε?
– Να πάτε στο καλό και σας περιμένω σε δύο Πέμπτες από σήμερα.
Βγαίνοντας από το ιατρείο, η Ελένη-κλόουν με ενημέρωσε συνωμοτικά ότι η τιμή κανονικά είναι 120 ευρώ, χαχαχα, αλλά λόγω της θείας Ροδούλας εγώ θα έδινα μόνο 100, χαχαχα, οπότε πλήρωσα σα μαλάκας το κατοστάρικο κι έφυγα από το ιατρείο χωρίς χαχαχα, χωρίς απόδειξη, χουνδρίτερος και φτωχότερος.
Το βράδυ στον ύπνο μου, με είδα να χαλβαδιάζω κάτι ζαμπονοτυρόπιτες, την Δόκτωρ Τζένη να τσιρίζει “ένα φρούτο πλην μπανάνας”, την Ελένη τη γραμματέα να γελάει, και την κυρία Λίτσα δίπλα μου, πάνω στη ζυγαριά, γυμνή, πασαλειμένη φυστικοβούτυρο, να μου τραγουδάει με echo “είσαι χουνδρός, -ουνδρός, -ουνδρός, μα τόσο σέξι, -έξι, -έξι”.
Ξύπνησα κάθιδρος.
Μπήκα στο Βασιλόπουλο 9 το πρωί, ποδαρικό, και αγόρασα όσες φρυγανιές, σαλάτες και φρούτα (πλην μπανανών), δεν είχα φάει σε μισό αιώνα ζωής. Αυτή τη φορά, ήμουν αποφασισμένος για όλα.
Η πρώτη εβδομάδα κύλησε αργά και βασανιστικά. Απέρριπτα κάθε πρόταση για έξοδο, έτρωγα φρυγανιές, κρέας και γκαζόν, περπατούσα το βράδυ με το σκύλο για μια ώρα σαν διαβητικός, περνούσα έξω από εστιατόρια και κοιτούσα τους θαμώνες με οίκτο – φάε, βούζα, φάε – έπινα πολλά νερά και γενικότερα ένιωθα τη δύναμη της θέλησης να με κατακλύζει.
Ένας καινούργιος Γιώργος γεννιότανε.
Η καταστροφή ξεκίνησε στα μέσα της δεύτερης εβδομάδας, σε ένα οικογενειακό τραπέζι στο εξωτικό Δουργούτι. Η θεία Κούλα είχε μαγειρέψει ντολμάδες και κρέας κοκκινιστό με πατάτες, και κάποιος από τους συγγενήδες είχε φέρει προφιτερόλ από τον Ανδριά. Ίδρωσα. Ένιωσα ότι είχα μπροστά μου μια μάχη. Μια μάχη με τα πάθη μου, με τον κακό, χουνδρό εαυτό μου. Είπα μέσα μου, τώρα, τώρα είναι η στιγμή, για να αποδείξεις ότι μπορείς. Εδώ, στα δύσκολα. Μακριά από τη βολή του σπιτιού σου. Μέσα σε αυτή την κόλαση χοληστερίνης και θερμίδων, να καταφέρεις να βγεις νικητής. Σε δύο μέρες, θα σε ζυγίσουν. Δείξε σε αυτό το φρικτό μίνιον και τον κλόουν της τι αξίζεις. Τίποτα δεν είναι αδύνατον για έναν κωνσταντινόπουλο.
Εκείνο το βράδυ, έφαγα τόσους ντολμάδες, που πρέπει να έχεζα για μια εβδομάδα αμπελόφυλλα. Ξύπνησα το επόμενο πρωί τόσο ευδιάθετος και ορεξάτος, που αποφάσισα ότι μου αξίζει ένα πλούσιο πρωινό κι έτσι παρέλειψα τη φρυγανιά με το τυράκι και αρκέστηκα σε ένα μίλκο κι ένα πιροσκί. Το μεσημέρι έφαγα ελαφρά και το βράδυ παίξαμε χαρτί στης Μαργαρίτας και παραγγείλαμε πίτσες. Απέφυγα την βραδινή μπανάνα, για να δείξω μια ελάχιστη δύναμη χαρακτήρος.
Πέμπτη πρωί είχα ραντεβού με την κυρία Τουρλουμπίδου. Μόλις ξύπνησα πήγα τουαλέτα και προσπάθησα να αφοδεύσω, σαν να μην υπάρχει αύριο. Έκοψα και τα νύχια των ποδιών και πήγα και στον Πέτρο για κούρεμα (μου πήρε και τις τρίχες σε μύτη και αυτιά), προκειμένου να απαλλαγώ από κάθε περιττό γραμμάριο.
Η κυρία Λίτσα έλειπε, μάλλον θα είχε ήδη αδυνατίσει, και το ιατρείο έμοιαζε άδειο. Είχε πάρει άδεια και η Ελένη κι είμασταν μόνοι με την Δόκτορα. Με οδήγησε κατευθείαν στο καμαράκι του τρόμου.
95,875.
Είχα πάρει ακριβώς δύο κιλά και τετρακόσια σαράντα γραμμάρια.
Μαλακία.
Έπρεπε να είχα φάει και τη μπανάνα.
* Η ζωγραφιά: Jenny Turlubidis, MD, RD BDA, Ειδικότης από Πανεπιστήμιον Manchester.
** Μουσική Υπόκρουσις: Placebo – Meds
αχαχαχαχαχα πέθανα στο γέλιο…γράφεις καταπληκτικά…!!!
LikeLiked by 1 person
Χαίρομαι πολύ που σου άρεσε! 😀😀
LikeLike