“When you’re twenty-one, life is a roadmap. It’s only when you get to be twenty-five or so that you begin to suspect that you’ve been looking at the map upside down, and not until you’re forty are you entirely sure. By the time you’re sixty, take it from me, you’re fucking lost.”
Stephen King – Joyland
Έχω, που λέτε, ένα θείο, άνθρωπο πολύ γελαστό, περιπετειώδη και ηλικιωμένο. Όλα πολύ. Έχει ζήσει τον πόλεμο, πολέμησε στον Εμφύλιο, στην Κορέα, πήγε μετά 15 χρόνια Αφρική για δουλειά και μετά ήρθε εδώ και παντρεύτηκε τη συγχωρεμένη τη θειά μου και ησύχασε. Δηλαδή, δεν ησύχασε ακριβώς. Παραμένει μέχρι και σήμερα, στα 93 του, ακμαίος, γελαστός και περιπετειώδης.
Όταν γεννήθηκα εγώ, υπήρχε η σκέψη να γίνει νονός μου, το project όμως ναυάγησε, μάλλον λόγω οικογενειακού εμφυλίου. Η θειά μου ήταν σκληροπυρηνική θεούσα (χριστιανή μοτζαχεντίν), ο θείος άθεος και οι δικοί μου ήπια θρησκευάμενοι, σαν κοκακόλα με στέβια.
Νονός μου ο θείος μπορεί να μην έγινε, αλλά μου έκανε ένα πολύ μεγάλο δώρο. Μου έμαθε τις μαγικές λέξεις της ζωής. Το δικό μου, το κατάδικό μου ξόρκι της Μαίρη Πόππινς. Κάθε φορά που του τύχαινε μια αναποδιά του θείου, σε κοιτούσε, χαμογελούσε και έλεγε στο τέλος, σηκώνοντας τους ώμους και γέρνοντας το κεφάλι στο πλάι:
“Ε, εντάξει”.
Όταν πριν από καμιά εικοσαριά χρόνια γύρισε από τον ουρολόγο και τον ρώτησα “Τι είπε μπάρμπα ο γιατρός;”, αυτός χαμογέλασε, με κοίταξε και μου είπε “Λέει ότι είμαι γέρος άνθρωπος και χάλασαν τα υδραυλικά. Καρκίνος στον προστάτη. Μου έβαλε και δάχτυλο ο ανώμαλος. Πρέπει τώρα, λέει, να κάνω κάτι ενέσεις ειδικές και να πάρω και κάτι φάρμακα. Ε, εντάξει.”
Αυτό το “ε, εντάξει” αποτελεί στην ουσία ένα ισοδύναμο του “δε γαμιέται”, αλλά χωρίς την αγανάκτηση και την οργή του τελευταίου. Γιατί όταν λες “δε γαμιέται”, βασικά εννοείς “γαμιέται”, κι άμα νιώθεις ότι γαμιέται “χέσε θέατρο”, το έχασες το παιχνίδι. Το “ε, εντάξει” κρύβει μέσα του μιαν ανακούφιση, μια γαλήνη, μια σιγουριά, σαν να σου έχουν τελειώσει τα τσιγάρα στη βάρκα και να θυμάσαι ξαφνικά ότι έχεις καβατζάρει ένα πακετάκι στο σακίδιο.
Μεγάλη υπόθεση το “ε, εντάξει”.
Κι αυτή η φρασούλα πρέπει να ομολογήσω ότι με συνόδευσε σε όλα τα στάδια της ζωής μου.
Σε άλλα νέα, να σας ενημερώσω ότι κάθε Σεπτέμβρη γράφω στο ημερολόγιο μου τους στόχους της χρονιάς. Ναι, της σχολικής χρονιάς (καλπάζει παιδιά το Αλτσχάιμερ). Τους σημειώνω όλους στις κενές σελίδες του Αυγούστου, σε αυτές τις υπέροχες, μαγικές, κενές σελίδες. Γιατί, πως όλοι ξέρουμε, όσο πιο κενή είναι μια σελίδα, τόσο πιο γεμάτη ήταν η μέρα. Μη φανταστείτε τίποτα το εξαιρετικό. Απλούς, καθημερινούς στόχους. Να αδυνατίσω ή να ψηλώσω, να διαβάσω ένα συγκεκριμένο κόμικ, να κόψω το τσιγάρο, να πείσω τη μάνα μου να σταματήσει να μας μπουκώνει με κεκ, τέτοια πράγματα.
Φέτος, ξεκίνησα πάλι να γράφω και κώλωσα. Θυμήθηκα ότι τον Ιούλιο έκλεισα τα πενήντα.
Ε, εντάξει.
Χαμογέλασα και άναψα τσιγάρο. Και ξαφνικά, άρχισαν να μου έρχονται κάτι σκέψεις πρωτόγνωρες και μαλακισμένες. “Πόσα ημερολόγια σου μένουν ακόμα να γράψεις, κωλόγερε? Πόσες Παρασκευές? Πόσους στόχους? Πόσα κεκ?”
Κι ύστερα με θυμήθηκα παιδάκι.
Τότε που με πηγαίνανε στην παιδική χαρά και λύσσαγα στο παιχνίδι. Κι ερχόταν κάποια στιγμή η ώρα και μου λεγε η μάνα μου “Μην την κοπανάς. Σε είκοσι λεπτά φεύγουμε.”
Τι είναι τα είκοσι λεπτά? Τι σημαίνει? Για ένα παιδί, τίποτα απολύτως. Ούτε και για μένα σήμαινε. Να μου έλεγες είκοσι παγωτά, να το καταλάβω. Είκοσι παγωτά. Σχεδόν τα νιώθω στον ουρανίσκο. Είκοσι σουβλάκια. Είκοσι βόλτες. Κατανοητό. Αλλά είκοσι λεπτά? Για τα παιδιά, ο χρόνος υπολογίζεται με αυτό που νιώθουν. Στην παιδική χαρά, 20 λεπτά είναι μια στιγμή. Στο σχολείο, μια αιωνιότητα.
Και θυμήθηκα επίσης, ότι υπήρχαν τότε τριών λογιών παιδάκια των είκοσι λεπτών.
Πρώτα ήταν εκείνα που τους έλεγε η μαμά τους ότι σε λίγο φεύγουμε, κι αυτά πέφταν στο πάτωμα, βγάζαν αφρούς από το στόμα, παραμιλούσαν στα λατινικά με το κεφάλι γυρισμένο ανάποδα, κλαίγαν με αναφιλητά, κλωτσάγαν στον αέρα, ούρλιαζαν κι ύστερα καθόντουσαν στο παγκάκι, κλαμμένα, πρησμένα, μουτρωμένα, τα χεράκια σταυρωμένα στο στήθος και περιμέναν να περάσουν αυτά τα γαμημένα είκοσι λεπτά, ότι κι αν σήμαινε αυτό.
Στην δεύτερη κατηγορία, ήταν τα συνεννοήσιμα παιδάκια.
“Ναι μαμά. Θα παίξουμε λίγο ακόμα με το Θανασάκη και φεύγουμε.” Συνέχιζαν ήρεμα και χαρούμενα το παιχνίδι τους, σαν να μην είδαν, σαν να μην άκουσαν, έκαναν ότι έκαναν και πριν, περνούσαν τα είκοσι λεπτά “Πάμε, Ελενίτσα?” “Πάμε, μαμά”. Χαιρετούσαν τον Θανασάκη με ένα κούνημα της παλάμης, έπαιρναν από το χέρι τη μαμά και χάνονταν στον ορίζοντα, όπως η Κάρολαιν Ίγκλις που επιστρέφει με τη Λώρα στο σπίτι, αφού πρώτα περάσουν από τον κύριο Όλσεν για να πάρουν ένα μικρό μπρέτσελ για το βραδινό δείπνο. Ε, εντάξει.
Ξέρω ότι υποψιάζεστε ότι ανήκα στην πρώτη κατηγορία και δεν σας αδικώ. Γιατί ακόμα δεν σας είπα για την τρίτη.
Στην τρίτη κατηγορία, ανήκαν τα παιδάκια που άκουγαν για αυτά τα είκοσι λεπτά και δεν απαντούσαν. Ούτε διαμαρτύρονταν. Ούτε έλεγαν “ναι, μαμά.” Ήταν εκείνα τα παιδάκια που όταν ακούγαν αυτή τη φράση, έμπαιναν μέσα τους τα πόλντεργκαιστ. Ξεκινούσαν να παίζουν σαν αφιονισμένα. Να κατεβαίνουν τη μεγάλη τσουλήθρα με το κεφάλι, να κοπανιούνται στην τραμπάλα μέχρι να εκτοξεύσουν τον Θανασάκη πάνω από την κούνια και να σκάβουν στην άμμο μέχρι να βρούνε φυσικό αέριο. Εν ολίγοις, ήταν εκείνα τα παιδάκια που το μόνο που καταλάβαιναν είναι ότι το πάρτι τελειώνει. Σε πόσο? Αδιάφορο. Μια φορά, τελειώνει. Και ήταν αποφασισμένα να μην το αφήσουν να περάσει έτσι. Αν τους έμεναν είκοσι λεπτά, αυτά τα είκοσι λεπτά, θα του γαμούσαν τη μάνα.
Ναι, ανήκω στα τρίτα παιδάκια. Περηφανεύομαι να λέω ότι έχω καταφέρει ως παιδί 8 σπασίματα, 3 ραγίσματα και αρκετά ράμματα, η πλειοψηφία των οποίων επετεύχθη στα τελευταία αυτά είκοσι λεπτά. Μαζί με μερικές από τις καλύτερες αναμνήσεις μου.
Το ημερολόγιο το έκλεισα. Αρκετά με τους στόχους. Είμαστε στα τελευταία είκοσι λεπτά. Και νιώθω πάλι σαν παιδί. Νιώθω μια και μόνη και επιτακτική υποχρέωση. Να παίξω στις κούνιες. Να εκτοξεύσω τον Θανασάκη. Να τα κάνω ροντέο.
Και αν φάμε και λίγο τα μούτρα μας – σιγά τα μούτρα δηλαδή – κι αν σπάσει και κανένα δαχτυλάκι, κι αν σαπίσει και κανένα δόντι, δε χάθηκε ο κόσμος.
Μες το παιχνίδι είναι.
Ε, εντάξει.
* H φωτό: Ο θείος αυτοπροσώπως
** Μουσική Υπόκρουσις: Bobby Darin – Beautiful Things
Leave a Reply