ΕΓΩ Σ’ ΑΓΑΠΗΣΑ ΧΟΝΤΡΗ (Ποιός Θανάσης)

“Τρώει η κατσίκα σύκα,

και για μας, ούτε γιαρμάς.”

Peloponnesian Proverb
To χασάπικο του Μπάμπη του χοντρού ιδρύθηκε στις αρχές τις δεκαετίας του 60, από τον πατέρα του Μπάμπη, χονδρού και αυτού και κρεοπώλου. Βρίσκεται μέχρι σήμερα στο έμπα του Ζευγολατιού, απέναντι από το μανάβικο και δίπλα στο περίπτερο του Θανάση του Χατζηφωτίου, καμία σχέση με τον Ζάχο, απλώς φορούσαν τα ίδια γυαλιά κι έτσι του κόλλησαν το παρατσούκλι, στα χωριά έτσι γίνεται.

Ο Μπάμπης λοιπόν, έχασε τον πατέρα του μικρός κι έτσι ανέλαβε αυτός το βάρος να φροντίσει τη μάνα και τα αδέρφια του – δύο αγόρια κι ένα κορίτσι – με μοναδική προίκα το family butchery και την λατρεία των ιθαγενών στο καλό, τρυφερό κρέας. Στο κρεοπωλείο δούλευε όλη η οικογένεια, της μικρής αδερφής περιλαμβανομένης. Όντας η μικρότερη και πολύ αδυνατούλα ως παιδάκι, η μάνα και τα αδέρφια έκριναν σκόπιμο να εντάξουν το κορίτσι σε μια εντατική δίαιτα πάχυνσης, καθώς το κοκκαλιάρικο κορμάκι της έπληττε ανεπανόρθωτα την εικόνα και τη φήμη του κρεοπωλείου, αλλά και της οικογένειας συνολικότερα. Στο project συμμετείχε και η γιαγιά του Μπάμπη, που ήτο master chef της εποχής της, ένα πανούργο γραΐδιο, που και νερό να ζητούσες, θα σου έβαζε μέσα είτε ζάχαρη είτε φυτίνη.

Οι άοκνες προσπάθειες της οικογένειας πράγματι έπιασαν τόπο, και από εκεί που η Βαγγελιώ στο Δημοτικό ίσα που φαινότανε πίσω από το κρεμασμένο αρνί (όπως έλεγε χαρακτηριστικά η γιαγιά της, «πριν την αναλάβω, ήταν τόσο αδύνατο που φεγγίζαν τα αυτιά του»), στο τέλος του Λυκείου και της θεραπείας καταλάμβανε περήφανα τουλάχιστον 5 από τα συνολικά 50 τετραγωνικά του οικογενειακού κρεοπωλείου, αποτελώντας έτσι και την ατραξιόν του καταστήματος, αλλά και της ευρύτερης περιοχής.

Όταν τελείωσε το Λύκειο, η οικογένεια της έδωσε sabbatical από το κρεοπωλείο, προκειμένου να σπουδάσει στο ΤΕΙ λογιστικής στην Αθήνα και να επιστρέψει τρία χρόνια αργότερα, πιο ώριμη, πιο μορφωμένη και πιο χοντρή από ποτέ, στην ταμειακή μηχανή και στα λογιστικά βιβλία της οικογενειακής επιχείρησης. Η Βαγγελιώ αποτελούσε πλέον το στρατηγικό μυαλό πίσω από την επιχείρηση, έκανε αίτηση στο ΕΣΠΑ για καινούργια ψυγεία και αλλαγή στα προφίλ αλουμινίου, έκλεισε ντιλ με κάτι Τριπολιτσιώτες που μεγάλωναν βιολογικά γουρούνια, έκανε εισαγωγή βοδινό Αργεντινής ελευθέρας βοσκής που είχε πάνω του τόσες σφραγίδες που νόμιζες ότι το είχε σφάξει ο συμβολαιογράφος ο Καμπούρης, έφερνε λουκάνικα με πορτοκάλι από τη Δράμα, πήρε δάνειο για να αγοράσουν και το δίπλα μαγαζί ώστε να μεγαλώσουν το κρεοπωλείο, εν ολίγοις εντός ελαχίστων ετών το κατάστημα αναβαθμίστηκε από χασάπικο του Μπάμπη του Χοντρού σε μια από τις πιο περιζήτητες μπουτίκ κρεάτων της Κορινθίας. Ο Μπάμπης έσφαζε τα χοιρινά, τα δυό μικρότερα αδέρφια κόβανε τους κιμάδες και τα ζνίτσελ, η μάνα σφουγγάριζε τα αίματα και η Βαγγελιώ αφεντικό, ογκόλιθος, χτυπούσε με μανία τα νούμερα στην ταμειακή κι έκανε το νταραβέρι με τους πελάτες (10,50 κυρ Κώστα ο κιμάς, για σένα 7 γιατί είσαι αρχοντόγερος, τέτοια τους έλεγε και τους ξετρέλενε).

Τα χρόνια περνούσαν και τίποτα δε φαινόταν ικανό να διαταράξει την ευτυχία και ευμάρεια της οικογένειας των κρεοπωλών. Τίποτα? Όχι. Πάντα, παντού, και στο πιο όμορφο τριαντάφυλλο υπάρχει ανελλιπώς ένα αγκαθάκι, ένα αγκαθάκι που δεν αφήνει το χαμόγελο να πλατύνει, την ευτυχία να βαθύνει και την Βαγγελιώ να παντρευτεί. Στα 30 της χρόνια, στο απόγειο της επαγγελματικής της καταξίωσης, η Βαγγελιώ είχε φτάσει διαστασιολογικά σε μυθικά πλέον μεγέθη, γεγονός που δυσχέραινε σημαντικά την προσέλκυση αλλά και προσέγγιση κάθε υποψήφιου γαμπρού. Τα αδέρφια και η μάνα προσπαθούσαν να την παροτρύνουν να χάσει λίγο από το βάρος που της είχαν χρεώσει, να πάει ένα κομμωτήριο, να φτιάσει νύχι, μαλλί, να βγει λίγο έξω στις καφετέριες, τίποτα, η Βαγγελιώ ανένδοτη. Σπίτι- μπουτίκ, μπουτίκ-σπίτι. Και να κοψίδια, να σουβλάκια, να αγριογούρουνα, να πατατίτσα τηγανητή στη φυτίνη με τη συνταγή της συγχωρεμένης της γιαγιάς, μη σας τα πολυλογώ, τα πράγματα πηγαίνανε από το χοντρό στο χοντρότερο.

Λίγα χιλιόμετρα μακριά από τη μπουτίκ κρεάτων, στο έβγα του Βραχατίου (ή στο έμπα, αν έρχεσαι από Πάτρα), στεκόταν μόνο κι έρμο το σπιτάκι του Βαγγέλη του Κινούση, καμία σχέση με τον Κινούση τον τραγουδιστή, απλώς είχε ένα τικ και κουνούσε τους αγκώνες όταν μιλούσε κι έτσι του κόλλησαν το παρατσούκλι, είπαμε, στα χωριά έτσι γίνεται.

Ο Όσκαρ ο Γουάιλντ (καμία σχέση με τον Κινούση ή με τον Μπάμπη τον Χοντρό) έλεγε ότι το να χάσεις τον έναν γονιό είναι πράγματι κακοτυχία, το να χάσεις όμως και τους δύο μοιάζει περισσότερο με απροσεξία, κι ο Βαγγέλης δεν ξέρω αν ήταν αφηρημένος ή κακότυχος, πάντως έχασε και τους δυο γονείς του από μικρός και τον μεγάλωσε μια θειά του συφοριασμένη, μέχρι που πέθανε κι αυτή και του έγραψε το σπιτάκι που λέγαμε. Ορφανός από γονείς και συγγενείς και χωρίς κανέναν να τον προσέχει (ή να τον μπουκώνει), ο Βαγγέλης παρέμεινε αμόρφωτος (και σκελετικά αδύνατος), να δουλεύει στην αρχή ως assistant υδραυλικός και στη συνέχεια ως υδραυλικός, κάνοντας μεροκάματα στην ευρύτερη περιοχή της Κορινθίας, για να βγάζει τα προς το ζειν και προς το πίνειν. Γιατί όσο δεν έτρωγε ο Βαγγέλης τόσο έπινε, έβγαινε το πρωί από τον καφενέ και μοσχοβόλαγε ρακί και μπάφο, για τέτοια κατάσταση μιλάμε. Και κλειστός άνθρωπος ο Βαγγέλης, μονήρης. Καφενείο – δουλειά, καφενείο-σπίτι, ούτε βόλτες, ούτε καζίνα και μαγαζά, ούτε τίποτα.

Μια μέρα που έριχνε κατακλυσμό φράξαν οι αποχετεύσεις στην μπουτίκ κρεάτων και ο Μπάμπης πήρε τηλέφωνο τον μαστρο-Κώστα τον υδραυλικό να έρθει να του τις σιάξει. Αδύνατον. Με λουμπάγκο ο κυρ-Κώστας κρεβατωμένος, να του βαράνε κορδέλα τις ενέσεις βολταρέν κι αυτός να μη νιώθει, δεν μπορώ Μπάμπη μου να έρθω, στο σταυρό που σου κάνω, αλλά θα σου δώσω το τηλέφωνο ενός φίλου, ένα καλό παιδί από το Βραχάτι, θα σε εξυπηρετήσει σίγουρα, να του πεις ότι παίρνεις από μένα, έχεις μολύβι Μπάμπη?, γράψε. Δύο ώρες αργότερα, ο Βαγγέλης πάρκαρε στραβά στη στροφή ένα χιλιοτρακαρισμένο Ford Mondeo δίπλα στην μπουτίκ, για να μην το αφήσει στις «θέσεις πελατών» μπροστά στο χασάπικο και τους χαλάσει τη μόστρα, για τέτοιο παιδί-μάλαμα μιλάμε.

Μόνη της η Βαγγελιώ στο χασάπικο – τα αδέρφια είχανε παραλαβή στην Κόρινθο – μπαίνει ο Βαγγέλης μέσα, καλώς το μάστορα, αχ έχουμε πρόβλημα, αχ να σκάσω είμαι, να του αρχίσει η Βαγγελιώ τις χαριτωμενιές, τι ωραία που την ξεβουλώνετε την αποχέτευση κύριε Βαγγέλη μας, μούγκα ο Βαγγέλης μας, μες τα νερά και τα αίματα να σκαλίζει τα σιφόνια, να σας φέρω μια μπύρα, μούσκεμα γίνατε, το να δίνεις μπύρα στον Βαγγέλη είναι σαν να βάζεις στο Mondeo super αμόλυβδη, λύθηκε το πρόβλημα κυρά-Βαγγελιώ, είχε κολλήσει μια σπάλα στην αποχέτευση, αχ θα τον σκοτώσω τον Μπάμπη, Μπάμπη τον λένε τον άνδρα σας?, όχι καλέ, ανύπαντρη είμαι, ο Μπάμπης είναι ο αδερφός μου, μη σας τα πολυλογώ, το ίδιο βράδυ βγήκαν μαζί στο Sirene στο Ξυλόκαστρο, αυτός να έχει πιει τον μισό Κορινθιακό, αυτή να έχει φάει την μισή Βόχα,  το επόμενο βράδυ για ουζάκι στα Καλάμια, σε ένα μήνα παντρεύτηκαν στην Εκκλησία των Αποστόλων στην Κόρινθο, μεγάλη η χάρη τους.

Τα αδέρφια κόλλησαν αμέσως με τον Βαγγέλη, βγαίναν τα βράδια παρέα και πίνανε, η μάνα ήταν σε προχωρημένο αλτσχάιμερ και νόμιζε ότι ο Βαγγέλης ήταν ο συγχωρεμένος ο άντρας της κι η Βαγγελιώ περήφανη και γελαστή, να χτυπάει τα νούμερα στην ταμειακή και να αστράφτει η βέρα στο δεξί της αρκουδόχερο, που έγραφε από μέσα V&V love 4ever, γιατί έτσι είναι ο έρωτας, πρωτότυπος, αγγλομαθής και αλάνι.

Όμως, όπως εξηγήσαμε, πάντα, παντού, και στο πιο όμορφο τριαντάφυλλο υπάρχει ανελλιπώς ένα αγκαθάκι, ένα αγκαθάκι που αν καταφέρεις και το απομακρύνεις θα ανακαλύψεις ότι ακριβώς από πίσω του, υπάρχει άλλο ένα αγκαθάκι, που δεν το είχες παρατηρήσει προηγουμένως και το οποίο δεν αφήνει το χαμόγελο να πλατύνει, την ευτυχία να βαθύνει και την Βαγγελιώ να κάνει παιδιά. Δυό χρόνια συναπτά είχαν περάσει από την μέρα του γάμου τους και το σούσουρο είχε αρχίσει για τα καλά στο Ζευγολατιό, είναι στέρφα η Βαγγελιώ, με τόσα κιλά πώς να κάνει παιδί, είναι άσφαιρος ο Βαγγέλης, έχουν καεί τα σπερματοζωάρια από τις ρακιές, να μαλλιοτραβιόνται οι επιστήμονες, φτάσαν τα λόγια στα αυτιά της Βαγγελιώς, φρίαξε αυτή, τον παίρνει τον δόλιο τον Βαγγέλη από το μαλλί (γιατί για κάθε οικογενειακό πρόβλημα, όλοι ξέρουμε ποιός ευθύνεται), να ανδρολόγοι, να ουρολόγοι, να εξετάσεις, να μαλακίες, βγαίνει η διάγνωση, θεριό ο Βαγγέλης, ντούρασελ, γκαστρώνει και κατσίκα.

Νέος κύκλος εξετάσεων. Η Βαγγελιώ αυτή τη φορά. Να γυναικολόγοι, να μικροβιολόγοι, χαμός, να μη βρίσκουν τίποτα. Μέχρι την Αγγλία φτάσανε, σε ένα διάσημο γιατρό στο Τσέλσι. Του πήγαν και ένα αγριογούρουνο πεσκέσι, τρομάξαν να το περάσουν στο Χίθροου, νομίζαν ότι ήταν τίποτα τρομοκρατικό, τέλος πάντων του το πήγανε. Βλέπει ο γιατρός τις εξετάσεις, τα αποτελέσματα, το αγριογούρουνο, την ξαπλώνει, τη μετράει, τη ζουπάει, βγάζει το γυαλί και του λέει του Μπάμπη: “The woman is too fat.”. Να τον κοιτάει ο Βαγγέλης με κάτι μάτια τεράστια, σαν να εξηγεί ο Χόκινγκς στον Κάτμαν το θεώρημα της βαρυτικής μοναδικότητας. «Τι λέει ρε Βαγγελιώ?», «Τίποτα, Βαγγέλη μου, λέει ότι δεν μπορώ να κάνω παιδιά εκ κατασκευής, μάταια όλα». Βγαίνοντας στην Kings Road, ψιλόβροχο,  η Βαγγελιώ να κλαίει με αναφιλητά, την βουτάει ο Βαγγέλης αγκαλιά και την χώνει στο Breakfast in Chelsea, και να τα σκράμπλντ έγκς, να τα μπέικονς, να τα σόσετζες, ήρθε και στάνιαρε η Βαγγελιώ, επανήλθε στα γράδα της.

Γύρισαν πίσω στο Ζευγολατιό στην μπουτίκ και η Βαγγελιώ έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά. Αλλά δεν ήταν πλέον το ίδιο γελαστή, σαν να την έτρωγε κάτι. Προπαραμονή Χριστουγέννων, στολισμένο το κρεοπωλείο με τα λαμπάκια του, είχε πάει η ώρα 9, μόνη η Βαγγελιώ στη μπουτίκ, να κλείνει το μαγαζί και να βγάζει το ζήτα, εμφανίζεται στην πόρτα ο Βαγγέλης με ένα φάκελο. Δωράκι. Για την αγάπη του. Έλαμψε η Βαγγελιώ, σκούπισε τα χέρια της στην ποδιά, αγκαλιές στο Βαγγέλη, φιλιά, ανοίγει το φάκελο, τι να δει? Συνδρομή τρεις μήνες στα Body Line στην Κόρινθο. Στήλη άλατος η Βαγγελιώ. Να μην ξέρει αν θέλει να τον αγκαλιάσει ή να τον στραγγαλίσει. «Μη βιαστείς να τσαντιστείς. Εγώ το ξέρεις, σε αγάπησα χοντρή. Αλλά νομίζω ότι μέσα σου θέλεις πολύ να αδυνατίσεις. Μάζεψα λεφτά και σε έγραψα. Δοκίμασέ το. Αν δε σου βγει, δε βγήκε. Αν σου βγει, ίσως αρχίσεις πάλι να γελάς.» Δάκρυα η Βαγγελιώ, «Βαγγέλη μου, αγάπη μου, στήριγμά μου, πάντα με σκέφτεσαι, ότι φάω τώρα τις γιορτές,  δύο Γενάρη ξεκινάω, τέρμα το αποφάσισα.»

Με τη σιγουριά του βάουτσερ των μποντιλάιν, η Βαγγελιώ στις γιορτές πράγματι έφαγε με όρεξη, το καταευχαριστήθηκε και δύο του μηνού περνούσε την πόρτα του ινστιτούτου, λίγα μέτρα μακριά από την εκκλησία του Πέτρου και Παύλου που παντρευτήκανε με τον Βαγγέλη. Ένα μήνα αργότερα, η διαφορά ήταν εντυπωσιακή. Η Βαγγελιώ είχε χάσει περί τα 8 κιλά. Για να τη στηρίξει ο Βαγγέλης έκοψε κι αυτός το ποτό μαχαίρι, να νιώθει ότι κάνουνε μαζί την προσπάθεια. Η επιτυχής πορεία συνεχίστηκε και τον Φεβρουάριο, 5 κιλά αυτή τη φορά, της τόχανε πει όμως στα bodyline, τα πρώτα κιλά φεύγουν πιο γρήγορα, μην απογοητευτείτε, θέμα μεταβολισμού, καταλαβαίνετε.

Μπήκε όμως ο Μάρτης ο γδάρτης και η πορεία άρχισε να αναστρέφεται. Η Βαγγελιώ άρχισε να τα ξαναπαίρνει τα κιλά με ακόμα μεγαλύτερη ταχύτητα από αυτήν που τα έχασε.  31 Μαρτίου, τελευταία μέρα της συνδρομής, η ζυγαριά στα bodyline ήταν αμείλικτη: Από τις 2 Ιανουαρίου, συνολικά, η Βαγγελιώ είχε καταφέρει να πάρει και ένα κιλό. Εκεί όμως που περίμενες να δεις μια Βαγγελιώ στα πατώματα, συντρίμμι, η Βαγγελιώ λαμποκοπούσε από χαρά. Το ίδιο βράδυ, εφυγε νωρίς από την μπουτίκ, πήρε το Βαγγέλη από μια οικοδομή στο Βραχάτι (θέλω να μιλήσουμε, έτσι του είπε και κάθε άντρας ξέρει ότι αυτή η κουβέντα δεν είναι για καλό) και πήγαν μαζί στο Sirene στο Ξυλόκαστρο. Παραγγείλανε με φειδώ, ο Βαγγέλης μουδιασμένος, η Βαγγελιώ να χασκογελάει αμήχανα, μόλις τελείωσαν τα πρώτα ξεκίνησε την κουβέντα η Βαγγελιώ. «Είναι μέρες που θέλω να στο πω, να σου μιλήσω, ξέρεις, δε φταις εσύ, εγώ φταίω, αλλά, να και αυτό και εκείνο και μη σε ζαλίζω, θέλω να χωρίσουμε. Θέλω να ζήσω με το Θανάση».

«Ποιόν Θανάση?» κεκέδισε ο Βαγγέλης, που ένιωθε σαν να είχε ξεκολλήσει ένα επιτοίχιο καζανάκι Villeroy & Boch και να είχε σκάσει στην κουρούπα του. «Μη μου πεις τον περιπτερά τον Χατζηφωτίου». Η Βαγγελιώ έβγαλε ένα γελάκι πνιχτό, σαν πορδή «Όχι βέβαια. Άλλον Θανάση. Τον γνώρισα στα BodyLine. Χοντρός κι αυτός. Πολύ. Κόντεψε να πεθάνει. Τον έγραψε η γυναίκα του, όπως με έγραψες εσύ. Τον πρώτο μήνα δεν είχαμε πολλά πολλά. Μετά σιγά-σιγά αρχίσαμε να συζητάμε. Χοντροί κι οι δύο από παιδιά, μας στούμπωναν οι γονείς στο φαγητό. Βίοι παράλληλοι. Τον Μάρτιο αποφασίσαμε να το κόψουμε το BodyLine. Συναντιόμαστε στην είσοδο του ινστιτούτου και πηγαίναμε μαζί στο Creperie Sucree για παγωτό και μετά στον πεζόδρομο για κοντοσούβλι. Κι έτσι ήρθαμε κοντά, σιγά-σιγά ερωτευτήκαμε και ξαναπαχύναμε μαζί».

Την επόμενη ημέρα ο Βαγγέλης έφυγε από το σπίτι. Βάλαν μπροστά το διαζύγιο, κυρία η Βαγγελιώ, ανέλαβε όλα τα έξοδα του διαζυγίου και του είπε ότι θα του δίνει και μια διατροφή κάθε μήνα, για όλη την ψυχική αναστάτωση που του προκάλεσε. Ο Βαγγέλης δεν το πήρε καλά, το έριξε ξανά στο ποτό και στους μπάφους. Ένα βράδυ, τύφλα στο μεθύσι στον παραλιακό δρόμο στο Λέχαιο, στούκαρε το Μοντέο σε μια κολώνα και το έκανε βίδες. Εμεινε δύο μήνες στο νοσοκομείο, λάμες στα πόδια και στα χέρια. Στα καλά νέα, μετά τις λάμες του πέρασε το τικ, και σταμάτησε να κουνάει ασυναίσθητα τους αγκώνες όταν μιλούσε. Η Βαγγελιώ περνούσε μια στις τόσες, αλλά κανόνισε να έχει αποκλειστική κάθε βράδυ και πληρωμένες τις φυσιοθεραπείες του. Μια από τις αποκλειστικές, η Γαρουφαλιά, κατάξανθη, αδύνατη, με ένα αδιόρατο χαμόγελο καθόταν κάθε βράδυ και του διάβαζε John Verdon, Πες μου έναν Αριθμό. Αυτός λίγα καταλάβαινε, αλλά του άρεσε η φωνή της, που ήταν τραγουδιστή και μεταξένια. Μόνη της κι αυτή, ορφανή, τη μεγάλωσε μια θεία της. Μόλις βγήκε ο Βαγγέλης από το νοσοκομείο, πήγαν μαζί στο Sirene και γονάτισαν ένα Dimble και κάτι. Από τότε, κυκλοφορούνε στη Βόχα αχώριστοι.

Γιατί, μπορεί βέβαια και στο πιο όμορφο τριαντάφυλλο να υπάρχει ανελλιπώς ένα αγκαθάκι, ένα αγκαθάκι που αν καταφέρεις και το απομακρύνεις θα ανακαλύψεις ότι ακριβώς από πίσω του έχει άλλο ένα αγκαθάκι, κι ύστερα κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο, πίσω όμως από την τριανταφυλλιά και τα αγκαθάκια της κρύβεται πολλές φορές μια γαρουφαλιά, που δεν έχει κανένα.

πάχη3

* Η ζωγραφιά: Τα πάχη έχουν τα κάλλη τους, και η μαγκιά λεπτότης. Πενάκι, παστέλ και ακρυλικά σε Α4 μιλιμετρέ.

** Η φωτό: Στάση Θανάση. Θα μπορούσε να είναι στο Ζευγολατιό, αλλά δεν είναι.

*** Μουσική Υπόκρουσις: Χατζηφραγκέτα – Η ξανθιά

5 thoughts on “ΕΓΩ Σ’ ΑΓΑΠΗΣΑ ΧΟΝΤΡΗ (Ποιός Θανάσης)

Add yours

    1. έπρεπε να έχει τη ζωγραφιά του, πώς θα γίνει. Τώρα είναι πραγματικά όμορφο και ώριμο να ανέβει 🙂

      Liked by 1 person

Leave a Reply to Mesilyx Cancel reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

Blog at WordPress.com.

Up ↑

%d bloggers like this: