Τα Βαφτίσια της Αγλαΐας (Λάδι στη Φωτιά)

“Αν δεν έχεις να πεις καλή κουβέντα για κανέναν, σε παρακαλώ κάθισε δίπλα μου”

Alice Longworth

Στα χωριά, τα βαφτίσια αποτελούν με διαφορά τον βασιλιά των κοινωνικών events. Xωρίς να θέλω να υποτιμήσω την αξία ενός καλού γάμου ή μιας ενδιαφέρουσας κηδείας, τα βαφτίσια είναι εκείνα που με διαφορά σηκώνουν την κούπα. Γιατί πολύ απλά, στο γάμο όλα τα βλέμματα είναι καρφωμένα στην νύφη και στον γαμπρό. Και παρότι τα σόγια (ειδικά οι πεθερές) μπορεί να έχουν προσέλθει με κάθε κακή πρόθεση στο μυστήριο, το αόρατο αλλά πανταχού παρόν Χέρι του Θεού αλλά και η παρουσία της τοπικής κοινωνίας αποτελούν τροχοπέδη για τα πανούργα τους σχέδια, τα οποία αναβάλλονται υποχρεωτικά μέχρι νεωτέρας.

Στις κηδείες, τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα. Ο νεκρός θα μονοπωλήσει το ενδιαφέρον, το dress code είναι μάλλον αυστηρό και η διαθήκη – που θα μπορούσε να προκαλέσει γέλια, εντάσεις ή ξεμαλλιάσματα – ανοίγεται δυστυχώς μια άλλη μέρα. Έγραφε κάποτε ο Randolph, ότι ο Πάσιφαλ είναι από εκείνες τις όπερες που ξεκινούν στις έξι, και αν μετά από τρεις ώρες κοιτάξεις το ρολόι σου, δείχνει έξι και είκοσι. Κάπως έτσι είναι και οι περισσότερες κηδείες, ας μην κρυβόμαστε.

Στα βαφτίσια όμως μπορεί πραγματικά να συμβεί το οτιδήποτε. Είναι η στιγμή που όλο το χωριό δικαιούται να ξεσαλώσει άφοβα, μπορούν να προσέλθουν οι πάντες – από την πρώην γκόμενα του μπαμπά έως τη νυν και από τον χαμένο ξάδερφο εξ Αμερικής μέχρι τον τοπικό ανώμαλο που ήρθε να φάει δωρεάν παγωτό στο προαύλιο και να τριφτεί σε κάποιον κώλο –  ο καθένας φορά ότι τον φωτίσει ο Παντοδύναμος (υπό τον κίνδυνο φυσικά να γίνει στόχος του ανώμαλου), κανένας δεν ενδιαφέρεται στην πραγματικότητα για το βαπτιζόμενο – τα μωρά είναι πάντα χαριτωμένα, είτε μοιάζουν στη Λώρα Ίγλις από το μικρό σπίτι στο λιβάδι, είτε στον Πετσάλνικο – τα ντεκολτέ και τα μίνι είναι σχεδόν υποχρεωτικά, η επιλογή του ονόματος αποτελεί ένα defacto σημείο τριβών και σούσουρου (- Τη βγάλανε Ευφροσύνη, για να αναστήσει τη γιαγιά της, – Τώρα τη θυμηθήκαν τη γιαγιά, που στην κηδεία της δεν προσφέρανε ούτε παξιμάδι, τέλος πάντων, ας μη μιλήσω, μέραπουναισήμερα), ακολουθεί σχεδόν πάντα γλεντοκόπι σε παρακείμενη χασαποταβέρνα, εν ολίγοις, υπάρχει ικανή διάθεση και υλικό για να σου φτιάξει την Κυριακή σου.

Για να έρθουμε τώρα στα δικά μας, η ξαδέρφη μου η Κατίνα, 20 χρόνια παντρεμένη με τον Σούλη, παλιά είχε δύο παιδάκια, την Ελπινίκη και τον Ανδρέα, το ένα 14 χρονών και το άλλο 16, ζωή νάχουνε. Αίφνης, στα 45 της αποφασίσαν με τον Σούλη να ξαναρχίσουν το σεξ και να κάνουν και ένα τρίτο παιδί, ξέρω ότι ακούγεται ανώμαλο, αλλά στα χωριά ειδικά συμβαίνει συχνά, να ξέρετε. Πέρσι τον Ιούλιο, το νεοαφιχθέν κοριτσάκι είχε φτάσει πλέον σε ηλικία βάφτισης. Εδώ να εξηγήσω ότι στο Ζευγολατιό ως ηλικία βάφτισης ορίζεται ο πρώτος Ιούνιος ή Ιούλιος μετά τη γέννηση, εκτός αν το παιδί γεννηθεί μεταξύ Ιανουαρίου και Μαρτίου του ιδίου έτους, οπότε η βάφτιση μετατίθεται υποχρεωτικά για Σεπτέμβριο (μετεξεταστέο), ή αν γεννηθεί μεταξύ Απριλίου και Ιουλίου, οπότε η βάφτιση πάει πλέον για τον επόμενο Ιούνιο ή Ιούλιο , ουσιαστικά δηλαδή το παιδί σε αυτή την περίπτωση “μένει τάξη”, για να το πω απλά να καταλαβαινόμαστε.

Η Κατίνα με τον Σούλη έκαναν τη βάφτιση της μικρής τους στον Ι.Ν. Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο Περιγιάλι, μια καυτή Κυριακή του Ιουλίου και το κοριτσάκι θα έπαιρνε το όνομα Αγλαΐα. Σε κάθε πολιτισμένο κράτος, αν οι γονείς αποφασίσουν να ονομάσουν το παιδί τους Αγλαΐα, οι τοπικές ΜΚΟ κινητοποιούνται άμεσα και ειδοποιούν την Πρόνοια, που έρχεται, παίρνει το παιδί και το παραδίδει σε ένα γκέι ζευγάρι άκληρων ηλικιωμένων και πλούσιων ντεκορατέρ, οι γονείς φυλακίζονται και οι νονοί καταδικάζονται σε 1.000 ώρες υποχρεωτικής κοινωνικής εργασίας, όμως όπως σας είπα, η ιστορία μας εκτυλίσσεται στη Βόχα, όπου οι νόμοι είναι ακόμα διαφορετικοί και όπου το παιδί σου μπορείς αν θες να το ονομάσεις ακόμα και Αζόρ, υπό την προϋπόθεση φυσικά ότι λεγόταν έτσι κι ο παππούς του, elementary dear Watson, μην τα ισοπεδώνουμε όλα.

Έχοντας αρνηθεί ευγενικά την τιμή αλλά και την ευθύνη να γίνω εγώ ο νονός της Αγλαΐας, τοποθετήθηκα στρατηγικά στην δεύτερη σειρά στασιδίων δεξιά (συγγενήδες βήτα διαλογής, από την πλευρά της νύφης/μητέρας), πίσω ακριβώς από την περήφανη και φρεσκοξασμένη καούκα της γιαγιάς Αγλαΐας, μέσα σε ένα σύννεφο από λακ τόσο έντονο, που περίμενες ότι θα πεταχτεί από το ιερό ο ίδιος ο Schwarzkopf και θα της απονείμει τιμητική πλακέτα loyal costumer και δωρεάν τα μπικουτί για ένα χρόνο, μη γελάτε παιδιά, τα κάνουν κάτι τέτοια οι αμερικάνοι.

Νονοί της άτυχης Αγλαΐας ήταν το ζεύγος Γεροβασίλη, κι αν το επώνυμο λέει κάτι για τον άνθρωπο, οι Γεροβασίληδες ήταν ακριβώς μια τέτοια περίπτωση. Ο νονός ήταν ο παλαιότερος προμηθευτής του Σούλη, διατηρών ένα από τα ιστορικότερα φυτώρια στη Γκούρα και ονομάζετο Πατάπιος Γεροβασίλης, αντί για Βασίλης Γεροβασίλης, που θα ήταν απείρως πιο βολικό και αντιπροσωπευτικότερο. Φορούσε ένα μπορντώ κουστούμι, ασορτί με τα πέδιλα τις κυρίας Ελένης Γεροβασίλη, η οποία με τη σειρά της φορούσε ένα μακρύ ασημένιο φόρεμα, ασορτί με το πι του κυρίου Γεροβασίλη (κι αν σκεφτούμε ότι ο Πατάπιος είχε σκαρώσει στα γεράματα πέντε παιδιά, ασορτί ενδεχομένως και με το πιπί του).

82 χρονών ο Γεροβασίλης, 59 η Γεροβασίλαινα, κρίθηκε ορθώς ότι ως νεότερη θα έπρεπε εκείνη να σηκώσει το κύριο βάρος των διαδικαστικών της βάφτισης. Στην απόφαση αυτή ίσως έπαιξε ρόλο και το γεγονός ότι ο Πατάπιος Γεροβασίλης καλλιεργούσε παιδιόθεν μακρύ νύχι στο μικρό δάχτυλο του χεριού του, με αποτέλεσμα να ελλοχεύει κίνδυνος γδαρσίματος ή τραυματισμού της μικρής Αγλαΐας, α, όλα κι όλα, στο Ζευγολατιό είμαστε πολύ τυπικοί σε θέματα health & safety, έτσι τα μάθαμε από τους πατεράδες μας, έτσι τα κάνουμε.

Πράγματι, η Γεροβασίλαινα έγδυσε το μωρό πιο γρήγορα κι από go-go boy σε batchelor party, το σακούλιασε σε μια πετσέτα, το προσήγαγε ενώπιον του παπα-Γρηγόρη, είπε τας ευχάς και το όνομα αυτής?

Εδώ να επισημάνω ότι στα χωριά, η νονά πρέπει να πει το όνομα φωναχτά, στη μέγιστη δυνατή ένταση, σαν να έχεις χάσει γέρο από τα ΚΑΠΗ στην Μονή της Αναλήψεως και να πρέπει να φύγει το πούλμαν.

ΕΛΠΙΝΙΚΗ – ΑΓΛΑΪΑ ! ούρλιαξε η Γεροβασίλαινα.

Κοίταξα στην πρώτη σειρά των αριστερών στασιδίων (συγγενήδες άλφα διαλογής, από τη μεριά του γαμπρού/πατέρα) και είδα τη μασέλα της Ελπινίκης Παπαπέτρου, μητέρας του Σούλη, να αστράφτει χαιρέκακα στο φως των κεριών. Στην εκκλησία ξέσπασε σούσουρο άνευ προηγουμένου. Μπροστά μου, η θεία Αγλαΐα ράκος – πουτάνα γεροβασίλαινα, θα μου το πληρώσεις το σημερινό – να τρέμει σαν δονητής από το κακό της, σε τέτοιο βαθμό που αν είχε λίγη τσίπα ο Schwarzkopf θα της έφερνε ο ίδιος ένα γιεγκερμάιστερ διπλό, χωρίς παγάκια σε χαμηλό ποτηράκι.

Όλοι οι παρευρισκόμενοι ασυναίσθητα ψάχνανε το χαρτί της πρόσκλησης, να επιβεβαιώσουν το όνομα. “Σας προσκαλούμε στη βάφτισης της κόρης μας, Αγλαΐας Παπαπέτρου”. Ήταν ξεκάθαρο ότι μιλούσαμε πλέον για ανταρσία στο Μπάουντι. Ο σκοτεινός και πραξικοπηματικός ρόλος της Γεροβασίλαινας είχε αποκαλυφθεί. Ο παπα-Γρηγόρης, σε μια ύστατη προσπάθεια να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα, γύρισε στην Γεροβασίλαινα και τη ρώτησε “Αγλαΐα μου είπες, Ελένη μου?”, για να εισπράξει την στεντόρια απάντηση της κυρά Λένης “Μη κάνεις ότι δεν ακούς παπά Γρηγόρη, Ελπινίκη – Αγλαΐα σου είπα”, κάνοντας τα πράγματα ακόμα χειρότερα. Δίπλα ακριβώς, στεκόταν βουβός ο Πατάπιος, ο οποίος, έχοντας περισσότερες τρίχες στα αυτιά από ότι στο κεφάλι, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το πολυχρηστικό νύχι του ως μπατονέτα, για να ακούει καλύτερα τα τεκταινόμενα.

Ξαφνικά, στην πρώτη σειρά των στασιδίων ξεκίνησε να κλαίει γοερά η μεσαία κόρη του ζευγαριού, η 14χρονη Ελπινίκη Παπαπέτρου, η οποία μπορεί να είχε χωνέψει το σοκ του ερχομού ενός τρίτου παιδιού, ήταν όμως αδύνατον να καταπιεί το φιάσκο της έλευσης μιας δεύτερης Ελπινίκης. Η ξαδέρφη Κατίνα πετάχτηκε και άρπαξε το παιδί αγκαλιά, ρίχνοντας ένα δολοφονικό βλέμμα στο Σούλη, που είχε το ύφος κόκερ σπάνιελ που το πιάσανε επ’ αυτοφόρω να γαμεί αφιονισμένα της γιαγιάς την καλή την εσάρπα.

Εδώ να εξηγήσω ότι η ξαδέρφη μου είναι ένας πολύ πράος και καλοσυνάτος άνθρωπος, ποτέ δεν υψώνει φωνή, πάντα γλυκομίλητη και συγκαταβατική, καμιά σχέση με μένα ή με το υπόλοιπο σόι. Με προίκα 12 στρέμματα ελιές και ένα πεντάρι διαμπερές στην Κόρινθο, πτυχίο από τον Αμάραντο με honours και ιδιόκτητο nail bar στο Ξυλόκαστρο, αποτελούσε στα νιάτα της πολύφερνη και περιζήτητη νύφη. Όχι όμως και για τη μαμά του Σούλη. Έχοντας σπουδάσει το γιόκα της Business Administration στο Southeastern, με εγγλέζικο μεταπτυχιακό στην αγροτική παραγωγή, αξιολογούσε την Κατίνα μας ως κατώτερη των προσδοκιών και των περιστάσεων και νυχού την ανέβαζε, παλιοκατίνα την κατέβαζε.

Η δική μας πλευρά του σογιού – όχι επειδή είναι σόι μου, εδώ θα λέμε αλήθειες – θεωρούσε τον γέρο-Παπαπέτρου τοκογλύφο, την Παπαπέτραινα ξιπασμένη κωλόγρια και τον Σούλη μαλάκα, υποχείριο της μάνας του και είχε έρθει επιτέλους αυτή η βάφτιση για να μας δικαιώσει απολύτως.

Ο παπα-Γρηγόρης λοιπόν, βλέποντας ότι το πράγμα πάει για ρήξη, αποφάσισε να “τρέξει” τις διαδικασίες, βουτώντας άτσαλα την μικρή Ελπινίκη-Αγλαΐα στην κολυμπήθρα και ψιθυρίζοντας τα λόγια με ταχύτητα τηλεφωνήτριας που προσπαθεί να σε πείσει σε 30 δευτερόλεπτα να γυρίσεις σταθερό/κινητό και ίντερνετ σε βόνταφον πλέι. Από τη δεξιά μεριά των στασιδίων ακούγονταν διάφορα μπινελίκια, κάποια κυρία πίσω μου φώναξε “Αίσχος, αίσχος!”, η αριστερή πλευρά έκανε “σσσσσ”, η δεξιά “άντε γαμήσου μωρή σαβούρα, που θα μας κάνεις και σουτ μέσα στην εκκλησία”, ο παπα-Γρηγόρης έκοψε ένα κομματάκι από το δάχτυλο της Γεροβασίλαινας με το ασημένιο ψαλιδάκι των νυχιών της Κατίνας (δώρο της μάνας της, για την αποφοίτηση από τον Αμάραντο), προσπαθώντας να κόψει το μαλλί της μικρής, να τρέχουν τα αίματα στην κολυμπήθρα, η κυρία πίσω μου ούρλιαξε “θεία Δίκη”, η αριστερή πτέρυγα λούφαξε “αίμα στην κολυμπήθρα, μεγάλη γρουσουζιά, θανατικό, θεμουσχώραμε”, ο Πατάπιος πήρε ένα τσιγάρο, έβγαλε τον καπνό και τον πίεσε πάνω στην πληγή προσεκτικά, χρησιμοποιώντας το περιβόητο νύχι ως applicateur, ο παπα-Γρηγόρης έκλεισε την τελετή με συνοπτικές διαδικασίες, παρέδωσε το παιδί στην ακόμα αιμορραγούσα Γεροβασίλαινα, η οποία με τη σειρά της έπρεπε να το παραδώσει στην Κατίνα.

Πράγματι, η Ελένη Γεροβασίλη πήρε το παιδί που σφάδαζε από το κλάμα και το παρέδωσε στην ξαδέρφη λέγοντάς της “Να μας ζήσει η Ελπινίκη μας”, προτάσσοντας ταυτόχρονα το χέρι με το κομμένο δάχτυλο, τα αίματα και τον καπνό (και πιθανώς και λίγο κερί από το αυτί του Πατάπιου) στην μητέρα του παιδιού για να το φιλήσει.

Η ξαδέρφη Κατίνα ανέκφραστη παρέλαβε τη μικρή, γύρισε στη μάνα της και της είπε “κράτα το λίγο” και με τα χέρια πλέον ελεύθερα ντρέσαρε ένα ξεγυρισμένο αριστερό κροσέ στο δεξί μάγουλο της Γεροβασίλαινας. Στην εκκλησία επικράτησε νεκρική σιγή και ακούστηκε μόνο ο σφυριχτός ήχος ενός ιπτάμενου προγόμφιου που πήγε και σφηνώθηκε στο στασίδι του δεξιού ψάλτη, όπου παραμένει μέχρι και σήμερα, να μας θυμίζει αυτήν την όμορφη μέρα. Ο Σούλης έσπευσε να βοηθήσει τον Πατάπιο να τη σηκώσει, ο Πατάπιος έκανε απότομη αναστροφή και πήγε στο στασίδι του ψάλτη προσπαθώντας να ξεκολλήσει τον προγόμφιο με το σούπερ νύχι (αδύνατον), τελικώς με την βοήθεια του Θεού και την επέμβαση των πιο ψύχραιμων το επεισόδιο έληξε εκεί.

Βγάλανε έξω την γεροβασίλαινα, την απίθωσαν σε ένα μαρμαράκι, ο μικρός της γιός, ο Σάκης έφερε λίγο πάγο από τον παγωτατζή να το βάλει στο σαγόνι και οι παρευρισκόμενοι σχημάτισαν δύο ουρές (μια το κάθε σόι) για να απολαύσουν το χωνάκι τους. Ο μπαρμπα-Γιάννης, ο αστυνόμος του χωριού και καλεσμένος φυσικά στο βαφτίσι, πλησίασε την Κατίνα και την επέπληξε αυστηρά, προειδοποιώντας την ότι θα αρχίσει προανάκριση για το περιστατικό και ξεκίνησε μάλιστα άμεσα να παίρνει καταθέσεις. Η αριστερή ουρά ορκιζόταν στα 12 Ευαγγέλια ότι η Κατίνα επετέθη με δρεπάνι στην Γεροβασίλη, η δεξιά ουρά ότι η μαλάκω η Γεροβασίλη παραπάτησε κι έπεσε μόνη της, ενώ ο παπα-Γρηγόρης κατέθεσε ότι εκείνη την ώρα έκοβε μια παρονυχίδα με το ψαλιδάκι και δεν υπέπεσε κάτι στην αντίληψή του. Αντιμέτωπος με αντικρουόμενες καταθέσεις, ο μπαρμπα-Γιάννης αποφάσισε σοφά να βάλει την υπόθεση στο αρχείο και να κάτσει και εκείνος στην ουρά για το παγωτό, καθώς είχαν αρχίσει να φουντώνουν και οι φήμες ότι οσονούπω τελειώνει η φράουλα.

Μέσα στη γενικότερη αναμπουμπούλα για το παγωτό, κανείς δεν έδωσε σημασία στον Λωλαντώνη, τον τρελό του χωριού, ο οποίος είχε πάρει το παγωτό του από νωρίς και τριβόταν πάνω στην ασημένια τουαλέτα της ημιλιπόθυμης γεροβασίλαινας, με τη φράουλα από το χωνάκι του να στάζει πάνω στο πανάκριβο ρούχο.

Ο μπαρμπα-Γιάννης ο αστυνόμος εξέδωσε διαταγή για απαγόρευση της προγραμματισμένης συνεστίασης στην χασαποταβέρνα “Το Ρούνι”, υπό το φόβο επεισοδίων και γενικευμένης ενδοχωρικής σύρραξης. Η απόφαση του αστυνομικού δημιούργησε απίστευτη γκρίνια (θα την υπολόγιζα περίπου 9 βαθμών στην κλίμακα πορτοσάλτε), όμως εμείς στη Βόχα είμεθα νοικοκυραίοι ανθρώποι και έχουμε μάθει να συμμορφωνόμαστε .

Την επομένη της βάφτισης, η Κατίνα πήρε τα παιδιά της, τις δύο Ελπινίκες και τον Ανδρέα, τρεις βαλίτσες και το νεσεσέρ για τα νύχια και πήγε να μείνει στη μάνα της, αφήνοντας τον Σούλη ολομόναχο, σαν τον μπαρμπα-Γιάννη στο τοπικό Πολίς Ντιπάρτμεντ, αφού πρώτα τον στόλισε με τόσα γαλλικά, όσα τα μανικιούρ που είχε κάνει 20 χρόνια στη Βόχα.

Δύο μέρες αργότερα, πέθανε ο Γεροβασίλης. Η προφητεία του αίματος στην κολυμπήθρα είχε επαληθευτεί.Η κηδεία του έγινε και πάλι στον Ι.Ν. Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Η Γεροβασίλαινα, νοσηλευόμενη με κάταγμα στην κάτω σιαγώνα στο Γενικό Νοσοκομείο Κορίνθου δεν μπόρεσε να παραστεί, ήταν όμως εκεί τα πέντε παιδιά της, αλλά και το δόντι της, να τον συντροφεύουν σε αυτό το τελευταίο του ταξίδι.

Η ξαδέρφη μου δεν παρέστη, ούτε φυσικά και η μικρή Αγλαΐα-Ελπινίκη που έχασε τόσο πρόωρα τον νονό της. Η κηδεία εξελίχθηκε υποτονικά, με χαμηλή προσέλευση κόσμου και σχεδόν κανένα απρόοπτο, ψόφια πράγματα, καμία σχέση με τα βαφτίσια.

Ήταν μια ήσυχη και σεμνή τελετή, εμείς ντυμένοι όλοι στα μαύρα κατακαλόκαιρο, όπου περάσαμε την περισσότερη ώρα στο προαύλιο καπνίζοντας και παρηγορώντας τον σπαράζοντα Λωλαντώνη, προσπαθώντας να του εξηγήσουμε γιατί δεν φοράει κανείς ασημένια ρούχα, γιατί δεν ήρθε η φίλη του η Γεροβασίλαινα, καθώς και ότι στις κηδείες η οικογένεια δεν προσφέρει παγωτό, δε συνηθίζεται.

* Η ζωγραφιά: Βάπτισις στον Ι.Ν Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, στο Περιγιάλι Κορινθίας. Δια χειρός μάτζικος, του αδερφού Βασίλη Γιοκουσκουμτζόγλου

βαφτίσι3
** Μουσική Υπόκρουσις: Αφροδίτη Μάνου – Μια παλιοκατίνα

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

Blog at WordPress.com.

Up ↑

%d bloggers like this: