Όλα Είναι Δρόμος

«Ήταν ο Θεός που επέτρεψε στον κύριο και στην κυρία Καρλάιλ να παντρευτούν, κι έτσι να κάνει δυστυχισμένους μόνο δυο ανθρώπους αντί για τέσσερις»

Samuel Butler

Η θεία η Ερατώ κι ο θείος ο Τέλης ζούσαν από τότε που τους θυμάμαι σε ένα τεράστιο διώροφο, γωνία Μεγάλου Δρόμου και Νικηταρά στο Βραχάτι Κορινθίας. Εδώ να επισημάνω ότι και οι δυό τους ήταν γέροι από τότε που τους θυμάμαι, άρα – αν εγώ είμαι ήδη μεσήλικας – αυτοί ήταν ήδη πολλά χρόνια γέροι. Κατά μια άλλη ερμηνεία, μπορεί να ήταν και από πάντα γέροι, να είχαν πάθει δηλαδή Μπέντζαμιν Μπάτον, αλλά χωρίς την ιδιότητα να γίνονται νεώτεροι όσο περνάει ο καιρός, στη ζωή παιδιά δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα δικά μας.

Ο θείος ο Τέλης ο Αθανασόπουλος ήταν δευτεροξάδερφος της γιαγιάς μου, αλλά κανένας στο σόι δε φαινόταν ιδιαίτερα ενθουσιασμένος με αυτή τη συγγένεια. Γιατί ο Τέλης ήταν άνθρωπος κλειστός, κακότροπος, επαρμένος και ξινός, ο ιδεώδης δηλαδή σύντροφος για την Ερατώ, που θα προτιμούσε να της πυρπολήσουν τα σεμέν από το να πει καλή κουβέντα για κάποιον συγγενή ή συγχωριανό της.

Ο θείος ο Τέλης είχε αμύθητη κτηματική περιουσία, αλλά και η εφιαλτικά άσχημη Ερατώ δεν πήγαινε πίσω. Ο γάμος τους επέφερε, εκτός από την συνένωση δυο ανθρώπων, και την συγχώνευση δύο περιουσιών, που κατέστησαν το ζεύγος από τους κορυφαίους φεουδάρχες της Βόχας. Παιδιά δεν κάνανε, οπότε μπορέσαν να ασχοληθούν απερίσπαστοι με την περαιτέρω επαύξηση της περιουσίας τους με κάθε μέσο. Όταν παραγεράσανε (όταν δηλαδή από γέροι, γίνανε πλέον πολύ γέροι), και με δεδομένο ότι δεν είχαν παιδιά, ξεκίνησαν ως χόμπι να επιδίδονται σε ομηρικούς καβγάδες μεταξύ τους, αλλά και σε στοχευμένες φιλανθρωπίες προς το χωριό.

Στο σπίτι τους εξελισσόταν καθημερινά ένα πρωτότυπο φεστιβάλ γκρίνιας. Ο θείος Τέλης συνήθως έπαιρνε πρώτος τη σκυτάλη στο πρωινό “Δύο αβγά, ποιός θα τα φάει δυό αβγά, πάλι θα τα πετάμε, κι αυτός ο καφές, νερομπούλι τον έκανες, δεν πίνεται γαμώ το φελέκι του, το πανδαλόνι μου, πού είναι το πανδαλόνι μου, δεν στο είχα βγάλει χθες το βράδυ να μου το πατήσεις?, αλλά στις εκκλησίες και στα κυριελέησο ξέρεις να τρέχεις, να μου κολλάρεις ένα πουκάμισο δεν ξέρεις, είχα αφήσει και πάνω στη κομόντα τα γυαλιά μου, πού μου τα καταχώνιασες πάλι, γαμώ το κεφάλι σου για γυναίκα”.

Κι αν ο θείος μου ο Τέλης σας φάνηκε ψιλο-ιδιόρρυθμος, είναι γιατί δεν έχετε γνωρίσει την Ερατώ. Ένα χόμπι είχε ο Τέλης, το ψάρεμα. Είχε πάρει σε μια κατάσχεση ένα βαρκάκι με μια μηχανούλα μικρή και έβγαινε σχεδόν καθημερινά για την καθετή του. “Πάλι με τη βάρκα θα βγεις, βρε ξεμωραμένε, θα θαλασσοπνιγείς βρε ηλίθιε, βρε γέρος άνθρωπος με τη βάρκα πού θα πας βρε, αλλά ντιπ νιονιό στο κεφάλι σου δεν έχεις, θα μου πεις, ποιός το έχασε για να το βρεις εσύ”. Και επειδή η επανάληψη δεν ξέρω αν είναι η μάνα της μαθήσεως, είναι όμως σίγουρα η αδερφή της παραίτησης, λέγε-λέγε, βαρέθηκε στο τέλος ο Τέλης και την επούλησε τη βάρκα.

Αλλά το ψάρεμα – ψάρεμα. Έπαιρνε τα καλάμια του και κατέβαινε στην προκυμαία στο Ασίζι και ψάρευε. “Βρε πανάθεμά σε, πού στο διάτανο εξαφανίζεσαι κάθε μέρα με τα βρωμοκαλάμια, τι το θες βρε κωλόγερε το ψάρεμα, κάθε μέρα μου κουβαλάς και κάτι ψαράκια πιο μικρά κι από το πουλί σου, τι να τα κάνω βρε, ξέρεις τι τα κάνω?, τα θάβω στον κήπο, βρε θα μας κάνουν καμιά καταγγελία και θάρθει ο Κουστώ και θα σκάψει, και θα βρει θαμμένο στο μποστάνι τον μισό γόνο του Κορινθιακού και θα μας πάνε όλους μέσα. Να είχες και καμιά βάρκα και να ψάρευες, να πω μάλιστα, τώρα σαν το μαλάκα με το μασχαλοπαντέλονο και το καλάμι, γελάει η μισή Βόχα με τα καμώματά σου”.

Είδε κι απόειδε ο Τέλης, απηύδησε, και αντάλλαξε τα καλάμια με ένα ποδήλατο, από αυτά τα παλιά με τα τιμόνια τα γυριστά και τις πινακίδες. “Θέλει και ποδήλατο, το ραμολιμέντο, πάλι καλά που δεν πήρες κανένα τρίκυκλο, να μου γυρίζεις στο Βραχάτι σαν τον γκοτζαμάνη, αλλά δε λέω τίποτα άλλο, περιμένω να δω πότε θα σε κόψει κανένα τρακτέρ, να ησυχάσουμε. Αλλά είσαι τέτοιος βρωμοτσιγκούνης, που ούτε ένα μοτοσακό δεν αξιώνεσαι να πάρεις, να με πετάς και μένα μέχρι το νεκροταφείο, που μου έχουν κοπεί τα γόνατα να ανεβοκατεβαίνω κάθε μέρα, να ανάβω το καντήλια στο κωλόσογό σου, τουλάχιστον τώρα με το ποδήλατο, που θα πάει, θα έρχομαι να ανάβω και το δικό σου”.

Εδώ να εξηγήσω, ότι στη Βόχα όλα είναι δρόμος. Δηλαδή, εκεί που τελειώνει ο δρόμος αρχινάει το αυλάκι κι εκεί που τελειώνει το αυλάκι αρχινάει ο φράχτης των σπιτιών. Είναι μια πολύ γλυκιά και αρμονική συμβίωση – κάτι σαν Road Pride – όπου όλο το χωριό, γέροι, νέοι, αυτοκίνητα, μηχανάκια, παιδιά με μπάλες, κάδοι απορριμάτων, τραπεζοκαθίσματα, σκυλιά, γατιά, κλεμμένα καροτσάκια από το σούπερ μάρκετ, τρακτέρ, όλοι συνυπάρχουμε αρμονικά πάνω στο οδόστρωμα, χαιρετιόμαστε, τσακωνόμαστε, τρακάρουμε, γαμωσταυριζόμαστε, διατηρώντας έτσι αυτό το βαθιά ανθρώπινο του χωριού, με την προσωπική επαφή, όχι όπως στις πόλεις που είναι όλοι ταμπουρωμένοι στα πεζοδρόμια και στα φέισμπουκς.

Ένα καλοκαιρινό απόγευμα, κατεβαίνοντας ο Τέλης με το ποδήλατο την Αγίου Νικολάου (από το Μεγάλο Δρόμο προς τη θάλασσα) πετάχτηκε ένα παιδάκι με μια μπάλα, αριστερά ήταν ένας κάδος ανακύκλωσης και μια γριά που καθόταν σε μια πλαστική καρέκλα, απέναντι ερχόταν ένα τρακτέρ, από πίσω ένα μηχανάκι που πήγαινε να προσπεράσει το τρακτέρ, διαγωνίως αριστερά ένας γέρος κλάδευε μια μπουκαμβίλια, κάνει ο Τέλης έναν ελιγμό παρακινδυνευμένο, αποφεύγει το παιδάκι, τον κάδο, τη γριά, την καρέκλα, το τρακτέρ, το μηχανάκι, αλλά πατάει πάνω στη μπάλα, γλιστράει και σαβουριάζεται μαζί με το ποδήλατο μέσα στο αυλάκι. Πάει το ποδήλατο, πάνε κι οι πινακίδες, πάει και το αριστερό χέρι του Τέλη “Μου ήθελε και ποδήλατο ο γρουσούζης, αλλά έπρεπε να πέρναγε εκείνη την ώρα ο Αρκουδογιάννης με το βοθρατζίδικο, να σε πατήσει, να σε κάνει χαλκομανία, να ησυχάσουμε, θεμουσχώραμε με τον κωλόγερο που μου χρέωσες.”

Δυό μήνους έμεινε ο Τέλης με τους γύψους, αλλά φυσιοθεραπεία στη φυσιοθεραπεία, γκρίνια στη γκρίνια, αποθεραπεύτηκε. Πούλησε το ποδήλατο για παλιοσίδερα κι αγόρασε ένα κλασικό Zundapp 50αρι, πορτοκαλί, με κρόσια στη σέλα, καμπόικο. Στη χάση και στη φέξη, πέταγε και την Ερατώ με το μηχανάκι μέχρι το νεκροταφείο και της έφευγε και εκείνης η κάψα.

Έχοντας πλέον εξαντλήσει τα θέματα που αφορούσαν στο ψάρεμα και την μετακίνηση, το ζευγάρι αναζήτησε αμέσως νέα πεδία γκρίνιας. Οι Αθανασοπουλαίοι, όπως σας είπα, είχαν ένα πάθος με τις φιλανθρωπίες. Ως τοπικοί ταγοί και φεουδάρχες, θεωρούσαν τις φιλανθρωπίες επιβεβλημένες λόγω θέσεως, αλλά ταυτόχρονα και ένα εξαιρετικό εργαλείο για να εξουσιάζουν την τοπική κοινωνία.

Φυσικά, σε κάθε έργο που χρηματοδοτούσανε, έμπαινε και μια θηριώδης μαρμάρινη επιγραφή “Δωρεά Ερατούς και Τέλη Αθανασόπουλου”. Η εκκλησία, το δημαρχείο, το ληξιαρχείο, το τοπικό ιατρείο, παρκάκια, παγκάκια, παιδικές χαρές, η επιγραφή υπήρχε παντού. Φτωχούς δεν βοηθούσανε, μάλλον λόγω της δυσκολίας τοποθέτησης μαρμάρινης επιγραφής σε έμβια όντα, τουλάχιστον σε μόνιμη βάση.

Η Ερατώ, ούσα βαθιά θρησκευάμενη, προτιμούσε έργα με εκκλησιαστικό αποτύπωμα, ενώ ο Τέλης, άθεος και πιο τεχνοκράτης, έδειχνε μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τα έργα υποδομής.

Ο θείος Τέλης διακατείχετο όμως και από άλλη μια μεγαλομανία. Θεωρούσε τον εαυτό του μοναδικό εν ζωή απόγονο του οπλαρχηγού της Επαναστάσεως Μπουκουλόπουλου, γεγονός που αμφισβητείτο ευθέως από όλο το υπόλοιπο σόι, αλλά και από όλο το χωριό συγκούρδουλο. Σε κάθε συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου, έθετε ζήτημα ανεγέρσεως προτομής του Οπλαρχηγού Μπουκουλόπουλου στην κεντρική πλατεία του χωριού, έμπροσθεν της εκκλησίας, με δαπάνες – και μαρμάρινη επιγραφή φυσικά – των Αθανασοπουλαίων.

Το αίτημα απερρίπτετο σταθερά, με το σκεπτικό ότι μπροστά στην εκκλησία υπήρχε ήδη μια επιτύμβιος στήλη, ένα κανόνι, τρία παγκάκια και μια παιδική χαρά και πιο κει το αυλάκι και μετά ο δρόμος, ήταν δηλαδή χωροταξικό το θέμα, και να θέλανε δε χωρούσε ο Μπουκουλόπουλος. Έξαλλος αποχωρούσε κάθε φορά ο Τέλης, μαρσάροντας μανιασμένα το Zundapp μέσα σε ένα σύννεφο καπνού και γαμωσταυριδίων, ορκιζόμενος ότι δε θα χρηματοδοτήσει ποτέ ξανά κανένα έργο των αχάριστων χωρικών.

Όμως, αγαπάει ο Θεός τον κλέφτη, αγαπάει και τον νοικοκύρη, αγαπάει όμως και τον μαλάκα τον Αθανασόπουλο, κι έτσι έναν Φλεβάρη βροχερό, με μπόρες και χαλασμό Κυρίου, έβγαλε η Εκκλησία υγρασία στον τρούλο από μέσα, κι αρχίσανε να πέφτουν οι σοβάδες. Τι να κάνουν οι χριστιανοί, αποτάνθηκαν στον αντίχριστο τον Αθανασόπουλο, δώσε μπάρμπα να φτιάξουμε τον τρούλο, να συγχωρεθούν τα πεθαμένα σου. Αυτός ανένδοτος. Αν δε μου βάλετε την προτομή, “δραχμάς δεν δίδω”, που έλεγε και ο Φωτόπουλος. Νάχει πέσει επάνω του η Ερατώ “βρε θα καείς στην κόλαση, θα σου τρυπάνε τον κώλο με το ψαροντούφεκο, βρε αφορεσμένε”, ο Δήμαρχος “είναι ανάγκη κύριε Τέλη μας, μεγάλη ανάγκη”, ο Αστυνόμος “δώστε κύριε Τέλη κι εγώ θα σας αφήνω να κυκλοφοράτε με το Zundapp σε όλη την Κορινθία χωρίς πινακίδες και κάρτα καυσαερίων”, βράχος ο Τέλης. Χωρίς προτομή, τρούλο δεν έχει.

Η άρνηση του Τέλη οδήγησε σε θυελλώδεις καβγάδες με την Ερατώ, σε σημείο που ο Τέλης αποφάσισε να πάει για μια εβδομάδα σε έναν ξάδερφό του στο Λουτράκι να ηρεμήσει το κεφάλι του. Καβάλησε το Zundapp, φόρτωσε κι ένα βαλιτσάκι μικρό με δυο αλλαξές και μια φορεσιά καφενείου και εγκατέλειψε χωριό και Ερατώ να βράζουν στο ζουμί τους.

Η Ερατώ, φοβούμενη ότι οι κατάρες για την άρνηση του Τέλη θα πέσουν και στο δικό της κεφάλι, τα έβαλε κάτω και κατέστρωσε ένα σχέδιο. Έπιασε το Δήμαρχο και το συμβούλιο, το και το, άμα θέλετε τρούλο, θα κάνετε αυτό που σας λέω: Ο Αντίχριστος πήγε στο Λουτράκι, γυρνάει την άλλη Κυριακή. Αύριο Δήμαρχε ξεκινάς έργα μπροστά στο σπίτι μας. Φτιάχνεις ένα μικρό πεζοδρόμιο γωνιά Νικηταρά και Μεγάλου Δρόμου, σε πέντε μέρες να είναι έτοιμο. Εγώ πιάνω τον γλύπτη τον Σαβάλα, του δίνω μια λιθογραφία του Μπουκουλόπουλου, να ετοιμάσει την προτομή σε μια εβδομάδα. Παρασκευή είναι έτοιμο το πεζοδρόμιο, Σάββατο μπαίνει η προτομή, Κυριακή γυρνάει ο Αντίχριστος, τη βλέπει, μαλακώνει και σου δίνει τα λεφτά για τον τρούλο. Σας αρέσει το σχέδιο?

Στο Ζευγολατιό λέμε ότι κάθε σχέδιο είναι καλό, αρκεί να το χρηματοδοτεί κάποιος άλλος και φυσικά αυτό το σχέδιο δεν θα μπορούσε να αποτελεί την εξαίρεση. Οι εργασίες για την κατασκευή του πεζοδρομίου ξεκίνησαν νωρίς το πρωί της Δευτέρας και μέχρι την Τετάρτη το μισό πεζοδρόμιο ήταν ήδη έτοιμο, ενώ παράλληλα ο Σαβάλας είχε τελειώσει λαιμό και πηγούνι στην προτομή, και δούλευε πυρετωδώς μουστάκι και ζυγωματικά.

Όσο οι εργασίες συνεχίζονταν εντατικά στο χωριό, ο Τέλης στο Λουτράκι όπου τον παρατήσαμε δεν έμεινε με σταυρωμένα χέρια. Έψησε τον ξάδερφό του να του κλείσει ραντεβού με τον Δήμαρχο Λουτρακίου, για να προωθήσει το δικό του Plan B. Ο Τέλης θα χρηματοδοτούσε την φύτευση νέων φοινίκων σε όλη την παραλιακή λεωφόρο του Λουτρακίου, υπό τον όρο ότι θα έμπαινε άγαλμα του Μπουκουλόπουλου μπροστά στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη, γωνία Υψηλάντου και Σπυρογιαννάκη. Ο Δήμαρχος είπε ότι θα το σκεφτεί και κλείσανε ραντεβού στο Papadakis Patisserie Πέμπτη βράδυ, για να του πει ο Δήμαρχος την απόφασή του.

“Κύριε Τέλη, σε αγαπάω, σε εχτιμάω, είμαστε και κουμπάροι με τον ξάδερφό σου κι η αλήθεια είναι ότι η πόλη τους χρειάζεται τους φοίνικες. Και για τον Μπουκουλόπουλο, εγώ ως Δήμαρχος, αντίρρηση δεν έχω. Απλώς θα πρέπει να μπει κάπου αλλού. Θα πρότεινα σε έναν ωραίο ακάλυπτο στην Ποσειδώνος, χαμηλά”.

“Πόσο χαμηλά?” ρώτησε φουρκισμένος ο Τέλης.

“Στο ύψος του καζίνο, διαγωνίως απέναντι”.

Ο Τέλης έφαγε με φούρια την τελευταία μπουκιά από το σαραγλί του, μπινελίκωσε τον Δήμαρχο, τον ξάδερφο, το γκαρσόνι, καβάλησε το Zundapp και χάθηκε σαν Τζέιμς Ντιν μέσα στην υγρή κορινθιακή νύχτα με προορισμό το Βραχάτι.

Όσοι θαμώνες καθόντουσαν εκείνο το βράδυ στην παραλία του Βραχατίου θυμούνται ένα γέρο αφρισμένο από το κακό του, να τρέχει σαν παλαβός με ένα πορτοκαλί μοτοσακό στην παραλιακή και να στρίβει μανιασμένα στη Νικηταρά, με κατεύθυνση τον Μεγάλο Δρόμο. Το λευκό μαλλί να ανεμίζει στη νυχτιά, να τρέμει η μηχανή, να κροταλίζει η μασέλα, να χορεύουν τα κρόσια της σέλας, ένας Τέλης παραδομένος στην τρέλα της οργής και στη λευτεριά της ταχύτητας, έφτασε πάνω-πάνω στη Νικηταρά και κάνοντας να στρίψει στο Μεγάλο Δρόμο και να μπει στο γκαράζ του, έπεσε με τα χίλια πάνω στα έργα κατασκευής για την προτομή κι έμεινε κόκκαλο.

Γιατί, όπως νομίζω σας εξήγησα, όλα στη Βόχα είναι δρόμος, εκτός από τη γωνία Μεγάλου Δρόμου και Νικηταρά, που πιάσανε οι μαλάκες και την κάνανε πεζοδρόμιο.

* Η ζωγραφιά: Ο Δρόμος – Μολύβι, παστέλ ακρυλικά σε Α4 πολυτελείας (τα αλλα δύο, λεπτομέρεια). – Κι αν στη Βόχα όλα είναι δρόμος, στο mesilyx όλες οι ζωγραφιές είναι – thank God- Βασίλης Γιοκοσκουμτζόγλου.

** Μουσική Υπόκρουσις: Γιώργος Μαργαρίτης – Δρόμοι του Πουθενά

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

Blog at WordPress.com.

Up ↑

%d bloggers like this: