Έστιν Ουν Μαμούν (Μέρος Ε’)

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΕΝΔΕΚΑΤΟΝ – ΤΟ ΧΕΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ (Ξαδέρφη Ιουλία)

“Δεν υπάρχει μεγαλύτερος πόνος από την ανάμνηση της χαράς στην στιγμή της θλίψης”

Αισχύλος

– Στον καναπέ να κάτσεις, Κούλα, είναι πιο αναπαυτικά για τη μέση σου.

– Αχ πόσο το αγαπάω αυτό το σαλόνι σου, βρε Ιουλία.

New Picture

Η φωτό: Το σαλονάκι της Ξαδέρφης Ιουλίας 

– Χτες είχε έρθει ο ανιψιός μου ο Χρήστος από εδώ με τη μνηστή του, ποιά μνηστή του, τη γκόμενα δηλαδή, τέλος πάντων. Το ξέρει, βλέπεις, ότι του έχω γράψει το σπίτι κ περνάει που και που, να δει μήπως τα έχω κορδώσει.

– Έλα μωρε Ιουλία, τα παραλές.

– Κάτσαν στον καναπέ, εκεί που κάθεσαι εσύ καλή ώρα, εγώ πήγα μέσα να τους βγάλω ένα συκαλάκι κ τους άκουσα που κορόιδευαν τα έπιπλα.

– Α τα γαϊδούρια τα ξεκαπίστρωτα.

– Ξέρεις γιατί τα κοροϊδεύουν, Κούλα; Γιατί τα φοβούνται. Κάθε πράγμα εδώ μέσα είναι μια φυλακισμένη ψυχή. Και δε φοβούνται τις ψυχές, Κούλα, τις ιστορίες τους φοβούνται.

– Φτου Κύριε κι όξω από δω.

– Φοβούνται, γιατί ο καναπές αυτός που κάθεσαι Κούλα μου, δε γράφει επάνω Βαράγκης, γράφει Μυρσίνη. Δυό τόπια ύφασμα μου έκανε δώρο η νενέ μου όταν έγινα 20, να κάνω κουρτίνες στο νυφικό μου σπίτι. Όταν το πήρα απόφαση ότι θα μείνω στο ράφι, είπα αντί να ράψω κουρτίνες για να κρεμάσω την ευτυχία μου, να ντύσω καναπέ για να καθίσω τη μοναξιά μου. Αυτός λοιπόν ο καναπές είναι η νενέ μου, Κούλα.

– Θεός φυλάξοι, Ιουλία, με ανατρίχιασες.

– Τα βλέπεις Κούλα, τα κοχύλια στο τζάκι; Όταν πρωτοηρθαμε στην Αθήνα, πριν ανέβουμε Νέα Σμύρνη, μέναμε στην Πειραϊκή. Η γειτονιά ήταν γεμάτη παιδιά, προσφυγάκια τα περισσότερα, σαν εμάς. Εγώ έπαιζα με την Αγγελική και τη Δώρα από τον Τσεσμέ και με δύο αδέρφια Αιγυπτιώτες, τον Ευάγγελο και τον Φώτη. Ο πατέρας μου δεν ήθελε να κάνουμε παρέα με αυτούς, γιατί ήταν ξένοι, οποίος δεν ήτανε Σμυρνιός, ξένος του φαινότανε του πατέρα μου, μας τόλεγε όμως με τρόπο, “πέρασε πάλι αυτός ο Φαρούκ και σε γύρευε”, μου πέταγε δήθεν αδιάφορα. Φαρούκ έλεγε τον Ευάγγελο, γιατί ήταν μελαμψός πολύ και σμυχτοφρύδης. Εγώ χαμπάρι. Ο μπαμπάς των παιδιών είχε μια σκούνα, που την άραζε στα Βουτσαλάκια, πηγαίναμε τα καλοκαίρια τα απογεύματα κ παίζαμε όλη η παρέα, βουτιές από τη βάρκα, πειράγματα, ξέρεις. Ένα απόγευμα αργά, τα άλλα παιδιά είχανε φύγει, νυχτωσε, μου είπαν τα αγόρια να μου δείξουν την καμπίνα. Κατεβήκαμε κάτω οι 3 μας, θεοσκότεινα, είχε ένα κοφίνι με παραγάδια και δίπλα ένα στρώμα. Αρχίσαμε να κάνουμε πλάκα ο ένας στον άλλον, φοβάσαι και τέτοια, 16 χρόνων είμασταν, σπρωχνομασταν, γελάγαμε, καταλήξαμε στο τέλος και οι τρεις στο στρωματάκι, γαργαλούσαμε ο ένας τον άλλον, χαιδευόμασταν, μη στα πολυλογώ, ένιωθα τα χέρια τους να εξερευνούν όλο μου το σώμα, ανατρίχιασα, με χάιδευαν και με φιλούσαν παντού, μυρίζαν τα σώματά τους παιχνίδι και θάλασσα, τα μπράτσα τους είχαν τυλίξει το κορμί μου, ένιωθα τις παλάμες τους χαμηλά, τα δάχτυλά τους..

– Ανάθεμά σε, μωρή Ιουλία, με κόλασες πρωινιάτικο.

– Και να σου πω κάτι, Κούλα? Ακόμα και εκεί, μέσα στα σκοτάδια, εγώ μπορούσα να ξεχωρίσω το χέρι του Φαρούκ από του Φώτη, αυτό το χέρι θα μπορούσα να το ξεχωρίσω από όλα τα χέρια της αραπιάς. Το ξανακάναμε αρκετές φορές αυτό, εκείνο το καλοκαίρι. Στο αμπάρι, οι τρεις μας. Αλλά ο Φαρούκ, μόνο ο Φαρούκ, όχι ο Φώτης, κάθε βράδυ αργά, ερχόταν και μου άφηνε στο παραθυρό μου ένα κοχύλι. “Θα σου φέρνω από ένα κοχύλι, μέχρι να σου χαρίσω τη θάλασσα, μου έλεγε”.

Τα κράτησα όλα, αλλά τη θάλασσα δε πρόλαβε να μου τη χαρίσει. Εκείνο το Σεπτέμβρη, μας πήρε ο πατέρας μου και ανεβήκαμε Νέα Σμύρνη. Τον Φαρούκ δεν το ξαναείδα ποτέ. Αυτά τα κοχύλια τα είχα σε ένα σακούλι κεντητό, μέχρι να μπω στο σπίτι μου. Τότε, αποφάσισα να τα κολλήσω γύρω από το τζάκι. Ο Χρήστος, τα βλέπει τα κοχύλια και τα κοροϊδεύει. Τα κοροϊδεύει γιατί τα φοβάται. Αν δεν ήταν αυτά τα κοχύλια, ίσως όλα να ήταν αλλιώς, ίσως να είχα κάνει οικογένεια, ίσως να μην του το είχα γράψει το σπίτι. Αυτός φυσικά δε το ξέρει. Απλά διαισθητικά, τα φοβάται. Δεν χρειάζεσαι να ξέρεις κάτι, για να το φοβάσαι.

– Το ξέρω, Ιουλία.

– Και να σου πω και κάτι ακόμα? Τον Φαρούκ αν μου έλεγες τώρα να στον περιγράψω, δε θα μπορούσα. Το άγγιγμά του όμως…. Για αυτό μπορώ να σου πω. Και αυτό το άγγιγμα, Κούλα, το ένιωσα μόνο άλλη μια φορά. Όταν περνούσε ο Mαμούν το χέρι του στη μέση μου, στο ιατρείο του, όταν με εξέταζε. Ένα ξενάκι, σαν τον Φαρούκ. Θάλασσα δε μύριζε και αντί για κοχύλια, μου χάρισε μια αλοιφή. Αλλά, Ιουλία, ένα θα σου πω. Αυτό που αγάπησες μια φορά, το αγαπάς για πάντα. Στο διάβολο ο ξάδελφος o Κουταλίδης, οι γιατροί, ο Φώτης, ο πατέρας μου, ο Χρήστος. Εγώ αγάπησα αυτό το χέρι, κι ας μην μπορώ να το κρατήσω. Ας ξέρω ότι θα γίνει έπιπλο. Το χέρι του Θεού.

Ρούφα τον καφέ σου, θα κρυώσει.

* Η ζωγραφιά: Ιουλία και Φαρούκ, γιατί το κείμενο να το κάνει μόνο ένας μπορεί (Βασίλης Γιοκουσκουμτζόγλου, η αδυναμία μας)

** Μουσική Υπόκρουσις: Νίκος Ξυδάκης – Οι χήρες

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Twitter picture

You are commenting using your Twitter account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

Blog at WordPress.com.

Up ↑

%d bloggers like this: