Έστιν Ουν Μαμούν (Μέρος Β’)

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟΝ – Το Έξι Οριζόντια

“Στην αρχή δεν υπήρχε τίποτε. Μετά ο Θεός είπε: “Γεννηθήτω φως.” Δεν υπήρχε και πάλι τίποτε, αλλά πλέον όλοι μπορούσαν να το δούνε.”

Dave Thomas

Ανήμερα του Αη-Λευτέρη, μπροστά στο παρεκκλήσι δίπλα στους Αγίους Θεοδώρους είχαν συγκεντρωθεί τόσες γριές, που, αν δεν ήτανε καταχείμωνο, θα πέφτανε στοιχήματα τι ώρα θα εμφανιστεί το πούλμαν της ΒΡΑΚΑΣ ΤΟΥΡΣ να τις μαζέψει, να τις πάει στο Ζούμπερι για κατούρημα στα ρηχά και ηλίαση.

Η μπαρμπα-Κώσταινα είχε διαδώσει σε όλες τις γριές το θαύμα με τη λαμπάδα που έσωσε τον Μαμούν, τα περιέγραψε κλαίγοντας και στον Πάτερ Επιφάνιο και ο τελευταίος, σε μια έκρηξη αυτοσχεδιασμού, ξεκίνησε μετά την λειτουργία ένα πύρινο κήρυγμα, βασισμένο στην Παραβολή του Μαμούν του Θεραπευτού, εκ των ζουγκλών της Αφρικής ορμώμενου, που πτωχός ήτο και εσπούδασε, αβοήθητος ήτο και εδιέπρεψε, σωτήρ των αρθρώσεων ήτο και συκοφαντήθη, κατηγορούμενος ήτο και συν Θεώ διεσώθη, μαύρος ήτο και φυσικά δεν άσπρισε, γιατί Θεός είναι αυτός, δεν είναι ο Φουστάνος, να στον βάλει στο χειρουργείο αμίν νταντά και να στον βγάλει μάικλ τζάκσον, όλα κι όλα, μήν τα θέλουμε κι όλα δικά μας.

Συνεπαρμένες οι γριές από την παραβολή, σκιαγμένες με το θαύμα και με τα guilty trips που τους φόρτωσε ο Επιφάνιος, είχανε οργανώσει προσυγκέντρωση στο παρεκκλήσι και πορεία προς τον Λέντζο στο Παγκράτι, για τη σύγκληση έκτακτης γενικής συνέλευσης. Η απόφαση ήταν ομόφωνη, θα κλείνανε όλες μαζικά ραντεβού στο ΙΚΑ με τον Μαμούν, θα αναλαμβάνανε με βάρδιες να του μαγειρεύουν καθημερινά και να του πηγαίνουν ταπεράκια και θα τον ξεματιάζανε συστηματικά με λάδι Καλαμάτας, να μην έχουμε άλλα. Η κυρά-Δέσποινα μάλιστα, αντιπρόεδρος του πολιτιστικού συλλόγου, πρότεινε κιόλας να αναθέσουν στον Αντώνη τον αγιογράφο να φτιάξει ένα πορτραίτο του Μαμούν, να το κρεμάσουν στο Σύλλογο, αλλά η πρόταση απερρίφθη οριακά, λόγω αντιρρήσεων της Προέδρου, με το αιτιολογικό ότι οι τοίχοι είναι μπεζ σκούρο και με το πορτραίτο θα σκοτεινιάσει η αίθουσα, κόλλησε δηλαδή το θέμα στο interior design, συμβαίνουν κι αυτά, τι να κάνουμε.

Εντωμεταξύ, γωνία Μαρασλή και Καρνεάδου, απέναντι από τον Ευαγγελισμό, κατέβαινε γαμιώντας ένα αναπηρικό αμαξίδιο που το έζμπρωχνε με μανία μια κυρία με ιατρική μπλούζα. Στο αμαξίδιο ήταν γατζωμένος ο κουταλίδης, με το στόμα στραβωμένο σαν πουλί κονγκολέζου, και με το χαμένο βλέμμα του Άρθρουρ Χάστινγκς, όταν του εξηγεί ο Πουαρώ πώς η Έβελιν Χόουαρντ δολοφόνησε με στρυχνίνη την Λαίδη Ίγκλθορπ, Θεός σχωρέστηνα.

Πίσω από το βολάν, η δόκτωρ νευρολόγος Γαβριέλλα Μπενρουμπή-Κουταλίδου, με την ιατρική ποδιά τσαλάκα, με το μαλλί-φουσκίτσα ανάκατο – “σαν την τρελή, για να καταλάβεις, στο αμάξι βάφτηκα” – οδηγούσε σε έξαλλη κατάσταση το καροτσάκι σαν συγκρουόμενο στην κατηφόρα της Μαρασλή, ουρλιάζοντας:

“Μου ήθελε ο κύριος και ΠΟ’-ρισμα” – το “ΠΟ” τονούμενο, με τρίξιμο των δοντιών και κοπανώντας τον φάκελο με την αξονική εγκεφάλου στην μπερδεμένη κουρούπα του δυστυχούς Κουταλίδη. “Βρε εσύ, δεν είσαι άξιος να ξεδιαλύνεις δυό γαϊδουριών άχυρα, μου ήθελες να ξεπαστρέψεις και τον Μα-ΜΟΥΝ” – στο “-ΜΟΥΝ”, τσιμπιά ξεγυρισμένη με τα τεχνητά νύχια στο μπράτσο – “βρε ζώον, βρε ηλίθιε, βρε, βρε, βρε…ορίστε, μας βλέπει κι ο κόζμος….. καλημέρα κυρία Μπαλαφούτα, – καλημέρα, κυρία Κουταλίδη, καλύτερα τον βλέπω σήμερα τον σύζυγο, – ναι, καλύτερα, πάμε σπίτι σήμερα -καλημέρα και σιδερένιος ο νεαρός…

Ορίστε, ορίστε βρε ζώον όρθιο, πού με κατάντησες, να με κοροϊδεύει η καργιόλα η Μπαλαφούτα, που θέλει να μου φάει τη θέση της επιμελήτριας, αλλά δε φταις εσύ, όόόχι, εγώ φταίω, που δεν τον άκουσα το συγχωρεμένο τον πατέρα μου που μου έλεγε, παντρέψου κορίτσι μου τον Αβεσσαλώμ, που είναι το πρώτο όνομα μέσα στη Συναγωγή, τίποτα εγώ, ζώον, τον Κουταλίδη θα πάρω, μη χάσω το κελε-ΠΟΎ-ρι”, στο “ΠΟΥ”, κάρφωμα πλαγιομετωπική το αμαξίδιο στην πινακίδα της απαγόρευσης στάθμευσης, γωνία Μαρασλή και Υψηλάντου.

 

Marasli

Η άτυχη πινακίδα, γωνία Μαρασλή και Υψηλάντου

“Αλλά αν νομίζεις ότι θα κάτσω τώρα εγώ να σε γηροκομώ και να σε ξεσκατίζω, είσαι πολύ γελασμένος, όόχι κύριε μου, ο μαλάκας ΠΕΘΑΝΕ, τελείωσε, θα σε παρκάρω στην ξεμωραμένη την ξαδέρδφη σου την Ιουλία, που ήτανε και νοσοκόμα στον πόλεμο, να σε τρελάνει στην πολυλογία και την γκρίνια, που μου λες εμένα ότι γκρινιάζω, βγάλε με τώρα και τρελή, πού έχω παρκάρει?, εδώ το είχα αφήσει, ε, άει στο διάλο πια, δε μου έχεις αφήσει μυαλό, ταξί, ταξί, κοίταξέ τα τα γαϊδούρια, δε σταματάνε, βλέπουν άνθρωπο ανάπηρο και δεν έχουνε τσίπα να σταματήσουν, αλλά εσύ φταις, εσύ φταις, βρε ββββλάκα, ταξί, ταξί, Φιλαδελφείας παρακαλώ, λίγο πριν το Άλσος Νέας Σμύρνης, τελικά τους άφησε ο ταξιτζής Συγγρού και Εφέσου, γιατί είχε ήδη μέσα μια γριά που πήγαινε Ωνάσειο και θάτανε κύκλος, first in, first served, που λέμε και στο Ζευγολατιό, δίκαια πράγματα.

Στο ιατρείο του Μαμούν, που μύριζε κεφτεδάκια σμυρνέικα, άκουα βέλβα και μυρτώ λεμονάκι, η κυρά-Ιουλία ξεμάτιαζε με κατάνυξη τον Μαμούν. Πάνω στο γραφείο του δέσποζε ένας ελληνικός διπλός μέτριος – τώρα του τον έφερε ο μπαρμπα-Κώστας – ένα τάπερ με το καπάκι ακουμπιστό – “άστο λίγο ανοιχτό, αλλιώς θα φαφατιάσουνε τα κεφτεδάκια” – και μια Βίβλος στα εγγλέζικα, δώρο του πατρός Επιφανίου, που κάθε χειμώνα τον ρήμαζε η οσφυαλγία και μια αλοιφή όσο να πεις, τη χρειαζότανε.

Η κυρά-Ιουλία είχε φέρει με τον καροτσάκι τον κουταλίδη, να τόνε δει ο Μαμούν και να του γράψει τις φυσιοθεραπείες του.

– Ξέρεις, γιατρέ, τον ενημέρωσε η Ιουλία, έχουμε αρχίσει και καλυτερεύουμε σιγά-σιγά. Κουνάμε και το χέρι μας – έτσι δεν είναι ξάδερφε – και χθες είπε και την πρώτη του λεξούλα.

– Μπράβο, τι είπε το κουταλίντι?

– Είπε “μουν”!

– Μουν? Μήπως ήτελε να πει Μαμούν?

– Όχι, το Μαμούν δε βγαίνει.

– Τι είναι το Μουν?

– Το Έξι οριζόντια. Πρώην Γ.Γ. του ΟΗΕ, τέσσερα γράμματα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΠΕΜΠΤΟΝ – Κουταλίδης – The Very Early Years

«Όλο εμένανε σηκώνει,
Να πω μάθημα η Δασκάλα,
Θα τη σφάξω σαν κουνέλι,
Και θα βγώ να παίξω μπάλα.»
Τζίμης Πανούσης
=============================

koutal

– Nα μας πει ο Ευάγγελος.

– Νομίζω επτά, κυρία.

– Κουταλίδη, δε μου τα λες καλά.

– Γιατί κυρία?

Η απάντηση ήρθε με ένα ταχυδακτυλουργικό μάγκωμα της φαβορίτας από τη Δασκάλα, την κυρία Μπιρσίμ, με ταυτόχρονο σούρσιμο του δυστυχούς μικρού κουτρουβαλιαστά στη σκάλα, μέχρι το ισόγειο του Δημοτικού, σε ένα στενόμακρο δωμάτιο, δίπλα στην αίθουσα των καθηγητών.

– Θα κάτσεις εδώ και θα γράψεις εκατό φορές 2Χ3=6. Και μόλις τελειώσεις, θα έρθεις επάνω να μου το δείξεις.

Το εκκωφαντικό “πλάτς” της σφαλιάρας στον ξυρισμένο σβέρκο του 9χρονου σηματοδότησε την έναρξη της τιμωρίας.

Η κυρία Μπιρσίμ, ικανοποιημένη από το εκπαιδευτικό της κρεσέντο, έκλεισε με δύναμη την πόρτα, αφήνοντας τον χειροτονημένο Ευάγγελο Κουταλίδη μόνο του, με δέκα κόλες χαρτί, ένα συφοριασμένο μολύβι κι έναν τουμπανιασμένο αυχένα, σε απόχρωση “ροζ αγιόκλημα” της κλίμακας Pantone.

Για λίγα λεπτά, έμεινε στην καρέκλα ακίνητος χωρίς να κλαίει – ποτέ δεν κλαίει ένας Κουταλίδης, έτσι μπαμπά? – μετά σηκώθηκε και πλησίασε στο παράθυρο. Μπροστά, είχε μια μάντρα με βιβούρνα, αυτά τα περίεργα θαμνάκια που μυρίζουν σαν.., τέλος πάντων, ξέρετε εσείς, να μην τα λέμε. Το καλό με τα παιδικά μάτια – γιατί αυτό μπορεί να το ξέρετε, αλλά να μην το θυμάστε – είναι ότι μπορούν να βλέπουν μέσα και πέρα από τα αντικείμενα. Τρυπάνε τις μάντρες, τα βιβούρνα, την κυρία Μπιρσίμ, τη βιοτεχνία πίσω από το σχολείο και φτάνουν με άνεση στην πίσω αυλή της Εκκλησίας της Παναγίας της Αχειροποιήτου, όπως κι αν γράφεται ή προφέρεται αυτή η λέξη. Και μένουν εκεί. Στην ασφάλεια της εικόνας.

==========================
– Για να δω, είναι εκατό φορές?

Η κυρία Μπιρσίμ άρχισε να μετράει τις αράδες, με τον ζήλο του Σκρούτζ μακ Ντακ όταν υπολογίζει τις δεκάρες του.

– Για έλα εδώ, όχι, για έλα εδώ. Τι γράφει εδώ? Πάλι τα ίδια? δύο οι τρεις=7? Θα με τρελάνεις? Τώρα, τώρα, θα δεις τι θα γίνει, τώρα, τώρα…

– Μα μόνο σε μια γραμμή έκανα λάθος…

– Τολμάς και αντιμιλάς, βρε, βρε στούρνε?

– Αποκλείεται δηλαδή, κυρία, μια φορά, κάποια φορά, δύο οι τρεις να κάνει 7?

– Α, εσύ δεν τρώγεσαι. Το μεσημέρι θα μιλήσω με τη μητέρα σου. Πάρε τις κόλες (φάπα) και ξαναγράψτα από την αρχή!

============================

– Παιδάκι μου, είσαι εντελώς ηλίθιος?

– Γιατί μαμά, ένα λάθος έκανα.

– Άστο, Ηλέκτρα, θα το χειριστώ εγώ το θέμα, εσύ έχεις χάσει την ψυχραιμία σου. Λοιπόν, Ευάγγελε, θα στα πω μια και τελευταία φορά. Από σήμερα, τέρμα οι βόλτες στις πλατείες και τις εκκλησίες. Σπίτι και διάβασμα. Μου θέλει το ζώον να γίνει και γιατρός.

– Θα γίνω γιατρός.

– Και το μαγαζί με τα υφάσματα, βρε ζώον, ποιός θα το αναλάβει? Εχουμε το μεγαλύτερο μαγαζί μέσα στη Θεσσαλονίκη, τι θα γίνει, θα το κλείσουμε? Βέβαια, θα μου πεις, έτσι που το πας εσύ, άμα αναλάβεις, θα σου ζητάνε δυό μέτρα ύφασμα και εσύ θα τους χρεώνεις 7. Πάλι για κλείσιμο θα πάει, τέτοιο ζώον όρθιο που είσαι. Βρε, ούτε να αντιγράψεις δε μπορείς? Άμα δε το ξέρεις, δες το από τον Αντωνάκη..

– Γεράσιμε, τι του λες του παιδιού?

– Ηλέκτρα, σκάσε. Βρε βλάκα, η ζωή θέλει καπατσοσύνη, συν Αθηνά και χείρα κίνει, άμα δε το ξέρεις, κάνε κάτι, σκέψου, αυτοσχεδίασε. Δεν μπορεί αυτό να είναι δικό μου παιδί, αποκλείεται. Ηλέκτρα, ένα νερό.

===============================

– Έλα μην κλαις, όλα θα πάνε καλά.

– Πονάω, σου λέω. Πεθαίνω από τον πόνο.

Η Σιρλέτ Μπιρσίμ έκανε λίγο να ανακαθήσει στο κρεβάτι του νοσοκομείου. Μπροστά στο παράθυρο υπήρχε μια μάντρα και φυσικά – αυτό σίγουρα το ξέρετε – όταν μπροστά σε έναν ενήλικα υπάρχει μια μάντρα, αυτός συνήθως βλέπει μονάχα μια μάντρα.

– Καλά, ρε παιδάκι μου, πώς το έπαθες?

– Τι να σου πω, Ευγενία μου, μόλις χτύπησε το κουδούνι βγήκα έξω από την τάξη, στις σκάλες με πλησιάζει η γυμνασιάρχης, άρχισε κάτι να μου λέει για την σχολική γιορτή, τρέχαν τα παιδάκια, τι να σου πω, ζαλίστηκα?, με σπρώξαν τα παιδιά? μπορδουκλώθηκα?, πάντως πήρα σβάρνα όλη τη σκάλα μέχρι κάτω. Ευτυχώς, με γραπώνει ο γυμναστής, ο Σταύρος, ξέρεις, αυτός ο μπρατσαράς, με σηκώνει, πλακώνουν κι άλλοι καθηγητές, εγώ μές τα αίματα, το πόδι το δεξί να μην το νιώθω καθόλου, με φέραν άρον άρον εδώ, να ακτινογραφίες, να ράματα, άσε με είμαι να σκάσω.

– Ο γιατρός τι είπε?

– Δύσκολο σπάσιμο, λέει. Θα χρειαστεί μάλλον επέμβαση και δύο ή τρεις μήνες μετά κρεβάτι.

– Άιιιι, τι λες βρε Σιρλέτ? Τέλος πάντων, τώρα ότι έγινε, έγινε. Σε δυο-τρεις μήνες θάσαι περδίκι. Θα έρχομαι κι εγώ τα απογεύματα στο σπίτι και θα σου κάνω παρέα. Α, ήρθε κι ο γιατρός. Τι κάνετε, είμαι η αδερφή της Σιρλέτ. Τι είναι αυτό που μας έτυχε, γιατρέ? Εγώ πάντως, της το είπα. Θα πηγαίνω σπίτι και θα της μαγειρεύω. Δυο ή τρεις μήνες, πού θα πάει, θα περάσουν.

– Φοβάμαι ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά.

– Τι εννοείτε?

– Το κάταγμα είναι συντριπτικό. Σε τέσσερα σημεία. Θα χρειαστούν επεμβάσεις. Αν όλα πάνε καλά – που το εύχομαι – θα περπατήσετε πάλι. Αλλά θα χρειαστούν τουλάχιστον επτά μήνες..

– Μα εσείς μου είπατε δύο ή τρείς.

– Δυστυχώς. Και εγώ στην αρχή έτσι το είδα. Αλλά οι ακτινογραφίες μας λένε άλλα. Ξαπλώστε τώρα. Θα σας κάνω μια ένεση και θα κοιμηθείτε.
===============================

– Δεν καθόμαστε καλά εδώ. Δεν έπρεπε να την κοπανήσεις από το σπίτι. Αν το καταλάβουν οι γονείς σου?

– Δε θα καταλάβουν τίποτα.

Η Ευτέρπη χάρισε ένα χαμόγελο στον Ευάγγελο, από αυτά τα χαμόγελα τα παιδικά, που είναι σαν να σου έχει φέρει ο Αη-Βασίλης όλο το σακούλι με τα δώρα του.

– Εγώ να ξέρεις σε είδα, αλλά δε θα πω τίποτα.

– Το ξέρω.

Πίσω από το ιερό, στην Εκκλησία της Παναγίας της Αχειροποιήτου, στο κέντρο της Σαλονίκης, ο Ευάγγελος είχε μόλις κερδίσει το πρώτο του φιλί στο στόμα.

Τα παιδιά χώρισαν με μια ματιά συνομωτική κι ο Ευάγγελος άρχισε να τρέχει στα στενά, η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, πρωτόγνωρα, ένιωθε σίγουρος, δυνατός, ανίκητος, συν Αθηνά και χείρα κίνει, έτσι μπαμπά?

=================================
Είχε νυχτώσει. Η Σιρλέτ Μπιρσίμ ξυπνούσε αργά από τον λήθαργο της νάρκωσης. Εριξε μια ματιά στον τεράστιο γύψο και μετά στη μάντρα έξω από το παράθυρο. Φυλακή. Έκλεισε τα μάτια και ξανακοιμήθηκε.

Στον ύπνο της, σε αυτόν τον μακρύ βαθύ ύπνο, είδε το Σταύρο τον γυμναστή, να την κρατάει αγκαλιά και να τη σφίγγει με τα μπράτσα του. Δίπλα στο Σταύρο, αργά, πολύ αργά, πλησίασε ο μικρός Ευάγγελος Κουταλίδης. Τον άκουσε να λέει, με αυτή την παιδική, τσιριχτή φωνή του:

“- Αποκλείεται δηλαδή, κυρία, μια φορά, κάποια φορά, δύο ή τρεις να κάνει 7?”

Και ξύπνησε ιδρωμένη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΕΚΤΟΝ – Κουταλίδης – The Early Years 

“Το σκυλί ήταν το πιο ευφυές μέλος της οικογένειας. Μερικά χρόνια αργότερα πέθανε. Δηλητηριάστηκε και κανένας δε θα με πείσει ότι δεν αυτοκτόνησε.”

Hugh Leonard

Η καταιγίδα λυσσομανούσε από το πρωί πάνω από την υπέροχη έπαυλη, λίγο έξω από την Καλαμαριά.

– Θέλω να εξαφανίσεις αμέσως αυτήν την κακόγουστη κασέλα με τα ποτά. Και το κουτί με τις Τζοκόντες να το δώσεις στον Rex. Δεν θέλω τίποτα μέσα στο σπίτι μου που να μου θυμίζει αυτό το γύναιο.

– Μητέρα, είστε άδικη. Εγώ την αγαπώ..

– Χαχαχα, ακούς εκεί την αγαπάει! (γέλιο Καλογήρου, ασορτί με τις γόβες) Δεν την αγαπάς. Απλώς είναι καπάτσα και σε ξεμυάλισε. Και δεν επιθυμώ άλλη συζήτηση για το θέμα.

– Μητέρα, για μια φορά, αφήστε στην άκρη τον εγωισμό και προσπαθήστε να μεκαταλάβετε. Δεν έχουν μόνο τα χρήματα αξία σε αυτή τη ζωή. Η Ευτέρπη είναι ένας άγγελος, ένα αιθέριο πλάσμα. Με το υστέρημά της αγόρασε και σας έστειλε αυτά τα δώρα για να..

– Ευάγγελε, αυτή η γυναίκα δεν κάνει για σένα. Έχω δώσει το λόγο μου στον Μπενρουμπήκι όταν μια Κουταλίδη δίνει το λόγο της, είναι συμβόλαιο. Θα παντρευτείς την Γαβριέλα Μπενρουμπή. Έστω και πάνω από το πτώμα μου. And that’s an order!

– Μητέρα, σας το δηλώνω για τελευταία φορά, εγώ έχω αποφασίσει να παντρευτώ την Ευτέρ…

– Αχ, αχ. Αχ, βαχ. Βαχ, αχ.

Έπαιξε το τελευταίο της χαρτί. Το χέρι της στοργικής μανούλας αγκάλιασε το γέρικο βυζί της, τα γόνατα λύθηκαν, τρέκλισε μέχρι την πλησιέστερη μπερζέρα, όπου και σωριάστηκε με μια θεαματική κωλοτούμπα.

– Μητέρα, μητέρα, μιλήστε μου, είστε καλά? όρμησε γεμάτος ανησυχία ο Ευάγγελος.

– Δεν είναι τίποτα. Ένα μικρό έμφραγμα από την αναστάτωση. Φέρε μου λίγο νερό, αν μπορείς.

– Ανθρακούχο ή απλό? ξεκίνησε να ρωτήσει ο εξυπηρετικός απόγονος.

– Φέρε μου ένα νερό, ΤΩΡΑΑΑ, ούρλιαξε έξαλλη η γριά.

Ο καλόβολος γιός κουτρουβαλιάστηκε στην κουζίνα, επιστρέφοντας με ένα κρυστάλλινο ποτήρι ανθρακούχο, χύνοντας το μισό στο πάτωμα από τη σπουδή του.

– Ααααχ, σα να συνέρχομαι λιγάκι.

– Επανήλθε το χρώμα σας, μητέρα.

– Tο colour analysis περιττεύει. Σου είπα, είμαι καλά. Απλώς αυτή τη γυναίκα, και μόνο που την ακούω, αρρωσταίνω, αυτό είναι όλο.

– Είστε άδικη μητέρα. Η Ευτ…

Δεν πρόλαβε να τελειώσει την πρότασή του και η αδίστακτη ηλικιωμένη ξεκίνησε το πανούργο και δοκιμασμένο σενάριο της επιπλοκής.

– Ααααααααααααααχ.

– Τι πάθατε?

– Ένας πόνος, σαν σουβλιά, … αριστερά,…. στον θώρακα…, δεν είναι τίποτα,….θα περάσει, μούγκρισε η γριά με μισόκλειστα μάτια.

– Να φωνάξω γιατρό? ψιθύρισε ο δυναμικός νεαρός

– Να μη φωνάξεις κανένα. Εσύ να φροντίσεις να μην μου ξαναδώσεις ένα τέτοιο φαρμάκι. Έκανα τα πάντα για σένα. Στερήθηκα και την πορτοκαλάδα για να σε αναστήσω. Κι αυτό είναι σήμερα το ευχαριστώ. Εξαφανίσου από μπροστά μου και μην σε ξαναδώ μέχρι το δείπνο.

Ανακουφισμένος από την γρήγορη ανάρρωση της μητέρας του, ο ερωτοχτυπημένος υιός κλείστηκε στο μαρμάρινο μπάνιο, στον δεύτερο όροφο της έπαυλης, όπου ξεκίνησε να αποπατεί χαρούμενα, διαβάζοντας με γνήσιο ενδιαφέρον το Tide.

Δυό ορόφους και εικοσιεννέα δωμάτια παρακάτω, η γλυκιά μανούλα έριχνε ένα κλεφτό βλέμμα για να σιγουρευτεί ότι ήταν μόνη και – μόλις βεβαιώθηκε – σηκώθηκε αποφασιστικά από την μπερζέρα όπου την αφήσαμε σωριασμένη νωρίτερα στο κείμενο. Γελώντας σατανικά, ήπιε μια γουλιά νερό και ξετύλιξε ένα τζοκοντάκι, πετώντας το με τέχνη στον αέρα. Το τζοκοντάκι, σκέφτηκε, ήταν η Ευτέρπη, και το ορθάνοιχτο γέρικο στόμα της, που το καρτερούσε ανυπόμονα, ήταν η σκληρή μοίρα που την περίμενε. Για κακή της όμως τύχη, το σοκολατάκι στην εναέρια διαδρομή του ακούμπησε ελαφρά στον πολυέλαιο Σβαρόφσκι, διέγραψε μια κοίλη τροχιά, παρέκαμψε έντεχνα τις αδηφάγες μασέλες και σφηνώθηκε με δεξιοτεχνία στο βάθος της (εστίας) τραχείας της έκπληκτης γριάς. Ανήμπορη να ανασάνει, η μελίρρητη ηλικιωμένη έκανε να βήξει, πιάνοντας το λαιμό της, τρέκλισε πάνω στο μάρμαρο Καβάλας, πάτησε απρόσεκτα στα νερά που είχε χύσει το πολυαγαπημένο της βλαστάρι όταν της έφερνε τη Δουμπιά, γλίστρησε, πήρε ανάποδα φάλτσα, και έσκασε με το κεφάλι ακριβώς πάνω στην γωνία μιας κακόγουστης κασέλας με ρετσίνες Κουρτάκη που ήταν παρατημένη δίπλα ακριβώς στην μπερζέρα.

============================================

Η καταιγίδα είχε κωπάσει. Ο ήλιος έμπαινε χαρούμενος από τις χαραμάδες του ριντώ, το άψυχο κουφάρι κείτονταν στην μέση ακριβώς του σαλονιού σαν σπασμένη μαριονέτα, ο δαιμόνιος Rex είχε σκαρφαλώσει στην μπερζέρα τρώγοντας τα υπόλοιπα τζοκοντάκια με το ασημόχαρτο, μια φτηνή κάρτα δίπλα στο πτώμα μούλιαζε στο αίμα («Σας εύχομαι τα καλύτερα για τα γενέθλιά σας. Να τα εκατοστήσετε, με αγάπη, Ευτέρπη»), η μαγείρισσα στην υπόγεια κουζίνα χτύπαγε το αυγολέμονο για τον αστακό κι ο ανυποψίαστος γιός, έχοντας εξαντλήσει την μελέτη κάθε διαθέσιμου έντυπου υλικού, είχε ξεκινήσει την κατασκευή βαρκούλων με το κωλόχαρτο, εισερχόμενος στην τελική φάση μιας πραγματικά απολαυστικής αφόδευσης.

Η ζωή συνεχιζόταν.

Απλώς, όχι για όλους.

{Συνεχίζεται..}

* Η ζωγραφιά: Το άτιμον σοκολατάκι, δια χειρός Βασίλη Γιοκουσκουμτζόγλου

** Μουσική Υπόκρουσις: Τζίμης Πανούσης – Κάγκελα Παντού

 

 

 

 

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

Blog at WordPress.com.

Up ↑

%d bloggers like this: