ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ – Ο Μαμούν εκ της Ακτής
“Το μόνο μέρος που η επιτυχία έρχεται πριν την εργασία, είναι στο λεξικό”
Vidal Sasson
Τόφερε η τύχη και ήρθε ο Μαμούν ο γιατρός από τα βάθη της Αφρικής στην Ελλάδα, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’90, μέσω Λανκάστερ, που έκανε την ειδικότητά του στην ορθοπεδική. Δέκα χρόνια και βάλε του πήρε να αναγνωρίσει τα πτυχία του και να διοριστεί. Όταν πρωτοήρθε στο ΙΚΑ Νέας Σμύρνης ξεχώριζε, σαν να έβλεπες τον κώλο της Ναόμι Κάμπελ μέσα στο ΚΑΠΗ Αργυρουπόλεως.
Στην αρχή, οι ασθενείς δεν τόνε πήρανε με καλό μάτι. Ειδικά οι πιο ηλικιωμένες, προσπαθούσαν με διάφορες δικαιολογίες να τον αποφύγουνε. «Καλός-χρυσός ο Μαμούν, αλλά ξέρεις, εμένα με βλέπει χρόνια ο Κουταλίδης, είναι κι η γυναίκα του νευρολόγα, πάω μια και καλή στο γιατρείο, έχω βολευτεί βρε αδερφέ». Ο Κουταλίδης που λέμε, ήτανε ένα ραμολιμέντο άνευ επομένου, τον έβλεπες και καταλάβαινες ότι κλίνει το ρήμα «πεθαίνω» σε όλους τους χρόνους, όσο νάναι, σκεφτόσουνα, δε μπορεί, εγώ θα είμαι καλύτερα από τον Κουταλίδη, μια ελπίδα όσο να πεις την έπαιρνες, ο ηλικιωμένος.
Άλλες γριές πάλι, σαν την κυρά Κούλα, δεν κρατάγανε ούτε τα προσχήματα «δεν ξέρω βρε παιδί μου, αλλά αυτοί οι μαύροι έχουνε μια μυρωδιά, πώς να στο εξηγήσω τώρα..», και δίκιο είχε εδώ που τα λέμε, γιατί πώς να στο εξηγήσει η κακομοίρα, που μύριζαμε με την παρέα στο Άλσος ναφθαλίνη και άμμο γάτας και βάζαμε στοιχήματα σε πόση ώρα θα στρίψει την Αγίας Φωτεινής η κυρά Κούλα.
Τέλος πάντων, ελάχιστοι οι ασθενείς του Μαμούν, καθόταν τον περισσότερο καιρό στο γιατρείο μοναχούλης του. Κάποια μέρα, εμφανίστηκε στον Μαμούν ο μπαρμπα-Κώστας. Ο μπαρμπα-Κώστας αποτελούσε εμβληματική φιγούρα στη Νέα Σμύρνη. Πανιωνάρα αρρωστάκι και ιδιοκτήτης του καφενείου «Η Φτελιά» έναντι ΙΚΑ, βέβαια φτελιά δεν είχε, αλλά είχε δυο φίκους συφοριασμένους με προχωρημένη νικοτινίαση, που μαζί με ένα χρυσόψαρο και τον μπαρμπα Κώστα αποτελούσανε τη χλωριδοπανίδα του καταστήματος.
Στον καφενέ του Κώστα συχνάζανε μέχρι το απόγευμα όλοι οι γιατροί κι οι νοσοκόμοι στα διαλείμματα, πίνανε καφέδες, παίζανε προπό και καλαμπουρίζανε. Μόλις σουρούπωνε, όποιος ήτο άνω των 70 στη γειτονιά, μαζευότανε στον καφενέ για πρέφα, πόκα και ουζάκι, αν δε πήγαινες στη Φτελιά κάθε βράδυ είχες τελειώσει, δε σε λογαριάζανε για σοβαρό γέρο στη Νέα Σμύρνη. Ο μπαρμπα-Κώστας τον ήξερε τον Μαμούν από τον καφενέ – «ήσυχος ο αραπάκος, έρχεται εδώ και πίνει κάθε πρωί έναν ελληνικό διπλό μέτριο, μια χαρά παιδί». Αποφάσισε όμως να πάει να τον δει στο ιατρείο, όταν όλες οι πιθανότητες είχαν εξαντληθεί.
«Ετσι που λές κυριε Μαμούν μου, έχουν φαγωθεί όλοι οι συνάδελφοί σου εδώ να κάνω εγχείριση στη μέση. Δε διορθώνεται η κατάσταση αλλιώς, α, και πρέπει να κόψω και το τσιγάρο, για να αντέξω το χειρουργείο. Γιαυτό ήρθα σε σένα, να μου πεις και εσύ μια γνώμη. Εσύ μου φαίνεσαι καλός γιατρός» του είπε ο κυρ Κώστας και του εξομολογήθηκε στο τέλος, με ένα τόνο εμπιστευτικότητας, ότι τον ίδιο δεν τον ενοχλεί καθόλου που είναι μαύρος ο Μαμούν, λες και άμα τον ενοχλούσε τον μπαρμπα- Κώστα, θα έπαιρνε ο Μαμούν δύο κιλά Βερνιλάκ λευκό και θα βαφόταν Ντάισελμπλουμ, τέλος πάντων, καλοσύνη του.
Πήρε λοιπόν ο Μαμούν τη σακούλα με τις εξετάσεις του μπαρμπα-Κώστα, τις μελέτησε κι ύστερα τον εξέτασε, ξάπλω, σήκω, γείρε, σκύψε, ακούμπα με τα δάχτυλα το πάτωμα – ακούμπαγε τα γόνατα ο μπαρμπα-Κώστας, «ως εκεί μπορώ, με σφάζει» – «ντεν πειράζει, όσο μπορεί», αυτά τα τετριμμένα των εξετάσεων.
-Εγχείριση ντέν θα κάνει, έβγαλε στο τέλος το πόρισμα ο Μαμούν. Αλλά θα κάνει αυτό που σου λέω εγκώ.
Του έδωσε λοιπόν ο Μαμούν ένα σύστημα με κάτι ασκήσεις περίεργες, αλλά εύκολες, όχι τίποτα ακροβατικά, του είπε πώς να κάθεται στην καρέκλα στον καφενέ, τόνε συμβούλεψε να πάρει και ένα σκαμπό να το βάλει πίσω από τη μπάρα, να κάθεται όσο μαστορεύει τους καφέδες, του έκανε και κάτι πιέσεις σε διάφορα σημεία, τέλος πάντων έφυγε αναθαρρημένος ο μπαρμπα-Κώστας , σου λέει, πού ξέρεις, μπορεί και να το γλιτώσω το μαχαίρι.
Μην τα πολυλογώ, ο μπαρμπα-Κώστας το ακολούθησε το πρόγραμμα ευλαβικά, να τα σκαμπό τα κόκκινα, να ασκήσεις πρωί-βράδυ στην αποθήκη πίσω από τον καφενέ, μέσα σε τρεις μήνες ο μπαρμπα-Κώστας είχε γίνει παληκαράκι. Και τόσο μεγάλη ήταν η χαρά του, που όπου στεκόταν κι όπου βρισκόταν, τον διαφήμιζε τον Μαμούν, αυτός με έσωσε, παράλυτος ήμουνα και με σήκωσε, ο γιακούμπ των ορθοπεδικών είναι, έψησε και τη γυναίκα του που ήταν καντηλανάφτισσα στους Αγίους Θεοδώρους και άναβε κάθε βράδυ ένα κερί στον Μαμούν μπροστά στις άλλες γριές, νάναι καλά ο μαυράκος, τον έσωσε τον άντρα μου.
Λέγε-λέγε, άρχισαν μία-μία οι γριές να πηγαίνουν στο Μαμούν – «τι να κάνω, κι αυτός ο κουταλίδης, μεγάλος άνθρωπος είναι, άμα πεθάνει, δε θα πρέπει να έχω βρει εγώ άλλο γιατρό?» – δειλά στην αρχή, δεν τονε κόψανε μαχαίρι τον κουταλίδη, λίγο στον μαύρο, λίγο στον κουταλίδη, τους πήγαινε μία-μία που λένε και στο στρατό, δοκιμαστικά, γιατί ο Μαμούν παρέμενε πεισματικά μαύρος και οι γριές μένανε μια ζωή απέναντι από τον Πανιώνιο, δε μένανε στην μπουλεβάρ κονσεπσιόν στο Αμπιτζάν, ώστε να έχουν εξοικιωθεί με την απόχρωση, να τα λέμε κι αυτά.
Μέχρι κι η κυρά-Κούλα, που ήταν και πρόεδρος του Συλλόγου γυναικών-ζαχαροπλαστριών της Μικρα Ασίας, άρχισε τα σούρτα-φέρτα στον Μαμούν – «άκου εκεί, μυρίζουν οι μαύροι, ο Μαμούν μια φορά μοσκοβολάει άκουα βέλβα, όχι σαν τον συγχωρεμένο τον Ορέστη, θε μου σχώρα με, που τρομάξαμε να του βγάλουμε τα παπούτσια όταν τα τίναξε».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ – Η Εκδίκησις του Κουταλίδη
“Είχε μια από εκείνες τις χαρακτηριστικές βρεττανικές φάτσες, την οποία βλέπεις μια φορά και ποτέ δεν μπορείς να θυμηθείς”
Oscar Wilde
Άρχισαν που λες να αυξάνονται τα γραϊδια μπροστά στο ιατρείο του Μαμούν. Και ο Μαμούν – που μαύρος ήτανε, αλλά μαλάκας δεν ήτανε – την ψυλλιάστηκε τη δουλειά και προσάρμοσε τα φερσίματά του αναλόγως. Να τα «μπονζούρ μαντεμουαζέλ», να χειροφιλήματα στις γριές «καλέ πώς ομόρφυνε το κυρία Κούλα», να κοπλιμέντα στους γέρους «να μη φοβάται τίποτα, τηρίο τα σε κάνει το Μαμούν», έγινε μέσα σε λίγο καιρό ανάρπαστος.
Ξεκίνησε να φτιάχνει και κάτι αλοιφές δικές του – όχι τόσο καλές σαν του Λεβαντή, αλλά κάτι κάνανε – «το βάλει επάνω, το τρίψει πριν κοιμητεί το βράντυ και το πρωί όλα καλά», θραύση οι αλοιφές, έπινε η μισή Νέα Σμύρνη κατάπλασμα στο όνομα του Μαμούν.
Όσο όμως μεγάλωνε η φήμη του Μαμούν, τόσο φούντωνε και η οργή του Κουταλίδη, που έβλεπε τον εισβολέα να του έχει πάρει τη μπουκιά από το στόμα. Ξεκίνησε λοιπόν τις καταγγελίες στη Διοίκηση, στον Σύλλογο, ότι και καλά είναι σκιτζής, ότι κακώς αναγνωρίστηκε το πτυχίο του Μαμούν από το Πανάφρικαν Γιουνιβέρισιτυ οβ Μέντισιν από το ΔΙΚΑΤΣΑ, ότι κλέβει φάρμακα, ότι πουλάει αλοιφές στη μαύρη, ότι μπορεί να βάλει ο νους σου. Έβαλε και τη γυναίκα του τη νευρολόγο να καταθέσει ότι ο μαύρος είναι ανωμαλάρα κι ότι πειράζει τις γυναίκες γιατρούς, άρχισαν να σκουραίνουν τα πράγματα. Οι άλλοι γιατροί, τον κουταλίδη ξέρανε, τον Μαμούν ούτε τον ξέρανε ούτε και ήθελαν να τον μάθουν, άρχισαν λοιπόν να τον κάνουνε πέρα, ούτε γκουντ μόρνινγκ στο ασανσέρ δε του λέγανε.
Ο Μαμούν την πήρε κατάκαρδα την όλη ιστορία, είχε πέσει στα μαύρα τα πανιά, πήγαινε στα διαλείμματα στον μπαρμπα-Κώστα και κλαιγότανε, ο μπαρμπα-Κώστας τι να κάνει, τον είχε αδυναμία –«εγώ δεν το ξεχνάω ότι με έσωσε, άσε που ο πούστης είναι φτυστός ο Νόνι Λίμα και όσο να πεις συγκινούμαι» τον συμβούλευε, «βρε ανθρωπάκι μου, βρε Μαμουνάκι μου, μη τα παίρνεις σοβαρά, σε ζηλεύουνε, να, πιες ένα κονιακάκι να χαλαρώσεις», του έβαζε του Μαμούν το κονιάκ το τετράστερο (το καλό το κονιάκ, το «κηδείας μεγαλέμπορου»), το κατέβαζε ο Μαμούν, όπως ρουφάει η κυρά Δέσποινα η ψιλικατζού το λιποτόξ το δίλιτρο για να χάσει πόντους.
Τώρα, το να δίνεις κονιάκ σε νταλκαδιασμένο είναι σαν να πηγαίνεις προφιτερόλ σε διαβητικό. Άμαθος ο Μαμούν στα ξίδια, ξεκίνησε να πηγαίνει στο ιατρείο κουρούμπελο. Έκοψε τις ευγένειες, άρχισε να τα χώνει στις γριές, “πάχυνε το κυρία κούλα και έκει γκίνει σαν ανανά”, στους γέρους «ντεν το βάζει καλά το αλοιφή στο πλάτη και τα μείνει ανάπηρο», ξέχναγε τα ραντεβού, γυρνούσε στους διαδρόμους και βλαστήμαγε στα αφρικάνικα, με τούτα και με κείνα του βγάλανε βρώμα ότι είναι μπεκρής και ότι όπου νάναι θα μπει σε διαθεσιμότητα.
Άρχισαν λοιπόν σιγά-σιγά οι γριές να επιστρέφουν έντρομες στον κουταλίδη, σαν τις χαστουκισμένες πουτάνες. Δεν τονε κόψανε αμέσως τον Μαμούν, λίγο κουταλίδη, λίγο μαμούν, γιατί άνθρωποι είμαστε, εάν τα τινάξει ο Κουταλίδης διαρκούσης της αψιμαχίας, εμείς, γέροι αθρώποι, σε ποιόν θα πηγαίνουμε?, για τέτοιες ψυχάρες συζητάμε.
Μόνο ο μπαρμπα-Κώστας του στάθηκε κερί αναμμένο. Τον έπιασε μάλιστα ένα πρωινό τον κουταλίδη και του ξηγήθηκε σμυρνέικα. “Κουταλίδη, είσαι ένας γέρος άνθρωπος, και δεν υπάρχει μεγαλύτερο μουνόπανο από τον γέρο, όταν είναι μουνόπανο. Κοντά τα χέρια σου από τον μαμουνάκο, γιατί αλλιώς κακομοίρη μου θα σε θάψω με τον κώλο έξω, για να παρκάρουν τα ποδήλατα”.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟΝ – Η Εξαδέλφη Ιουλία
“Δεν είχε πολλά να πει, αλλά τουλάχιστον δεν προσπαθούσε να πει οτιδήποτε άλλο”
Robert Benchley
Όσα όμως καταλαβαίνει ο Μαμούν από τύλιγμα κοκορετσιού, άλλα τόσα καταλάβαινε κι ο Κουταλίδης από μπινελίκια. Χαμπάρι. Συνέχισε το ίδιο το βιολί, να πριονίζει το καρεκλάκι του Μαμούν με κάθε ευκαιρία.
Έβαλε μάλιστα και μια ξαδέρφη του συλλεκτικιά, κοπής Ελισάβετ 1920, να παραστήσει την ασθενή και να κλείσει ραντεβού με τον Μαμούν, τάχα μου ότι είχε πρόβλημα με τη μέση (που είχε), για να του αποσπάσει την αλοιφή. Τσίμπησε λοιπόν ο Κουταλίδης δείγμα από την αλοιφή και την πήγε στο Γενικό Χημείο του Κράτους, βγαίνει το πόρισμα ότι η αλοιφή περιέχει μέσα κάποιες ουσίες, που όχι μόνο δεν προφέρονται – αυτό πάει στο διάολο – αλλά ορισμένες από αυτές δεν έχουν εγκριθεί λέει για χρήση σε ανθρώπους. Πήρε στα χέρια του το πόρισμα ο κουταλίδης και πανηγύριζε, σαν αχιλλέας μπέος που μόλις έχωσε ξανάστροφη στον αλέξη τον κούγια, μέσα στη Θύρα 6, στους επισήμους.
Αρπάζει που λες το πόρισμα, το πάει στο Διοικητή του ΙΚΑ, στους άλλους γιατρούς, στο καφενείο, στη γειτονιά, παντού, τον κάνει ρεντίκολο των σκυλιών, να και καταγγελίες, να σούσουρο, χαμός. Οι γριές τα χάσανε. Βλέπανε ότι η πλάστιγγα άρχιζε να γέρνει πάλι προς τον κουταλίδη. ” Γέρος, ξε-γέρος, μια χαρά γιατρός είναι. Δηλαδή, συγγνώμη, τον Μαμούν τον ξέραμε κι από προχθες? Αυτός στη φυλή του μπορεί να έκοβε καρύδες και να τους τις έβαζε για κατάπλασμα, δηλαδή τι θα κάνουμε, τι θα γίνουμε εδώ, σουρβάιβορ? Βρε κουταλίδης και πάλι κουταλίδης, πούχε ο πατέρας του ραφτάδικο στο Φραγκομαχαλά στη Σμύρνη, νάχουμε το κεφάλι μας ήσυχο”.
Δε φτάνει που τον βάλανε ψυγείο οι γριές, του έρχεται του Μαμούν και κλήση σε ΕΔΕ για το ζήτημα των αλοιφών. Τράβαγε τα κατσαρά κωλοτριχάκια του ο Μαμούν – γιατί μαλλί πολύ δεν είχε και τα μπροστά τα τριχάκια τα ξούριζε – τρέχει έντρομος στο μπαρμπα-Κώστα, το και το, θέλουνε να με ξωπετάξουνε από το ΙΚΑ οι αλήτες. Ο μπαρμπα-Κώστας έξυσε την κουρούπα του, το καλοσκέφτηκε, λύση πρακτική δεν του κατέβαινε, αποφάσισε λοιπόν να πει στην γυναίκα του να ανάψει μια λαμπάδα του Μαμούν στους Αγίους Θεοδώρους, να του δώσουνε φώτιση και προστασία, να σώσουν τον Μαμούν από τούς όνυχας του Κουταλίδη.
Τον συμβούλεψε κιόλας να κόψει το ποτό, να συγυριστεί, να ξυριστεί, να κάνει καλή εντύπωση, γιατί είχε καταντήσει ρεμάλι της κενωνίας, σαν το Σπύρο τον Καλογήρου στη Λόλα, στο πιο αδύνατο και ξεροψημένο του. Επιλογές πολλές ο Μαμούν δεν είχε, τις ακολούθησε τις συμβουλές του κυρ-Κώστα κατά γράμμα.
Καλοντυμένος, ξυρισμένος κόντρα, με το γκρενά το γραβατάκι του, την ιατρική ποδιά τίγκα στο μέριτο, κολαριστή, να την αφήνεις στο πάτωμα και να στέκεται όρθια, εμφανίστηκε στην Επιτροπή ο Μαμούν ένα βροχερό πρωινό του Δεκέμβρη, κονιόρδος. Μέσα στο δωμάτιο ήταν κάτι γερόντια, σειρούλες του Ραμσή του δευτέρου και στην καρέκλα δεξιά είχε στρογγυλοκαθίσει ο κουταλίδης, αγκαζέ με μια καφέ δερμάτινη τσάντα.
Ξεκίνησε η διαδικασία, αρχίσαν τα γνωστά, τα τρύπια – εμείς εδώ δεν είμεθα ρατσισταί, δεν καταδικάζουμε ανθρώπους, απλώς διερευνούμε – του εξηγήσαν τις κατηγορίες, προσπαθούσε ο Μαμούν να δικαιολογηθεί, “εγκώ καλός γιατρός, έκει σώσει κόζμο”, πετάγεται ο κουταλίδης ελατήριο, ανοίγει την τσάντα και βγάζει ένα πάκο χαρτιά και τα ανέμιζε. Ορίστε οι καταγγελίες ότι πίνει, ότι δε πάει στα ραντεβού, ότι πειράζει τις γιατρέσες και – το σημαντικότερο – πουλάει αλοιφές που περιέχουν απαγορευμένες ουσίες με ολέθρια αποτελέσματα.
Κόκκαλο οι υπόλοιποι γιατροί. Ένας μόνο από την Επιτροπή τόλμησε να ψελλίσει “και πώς αποδεικνύεται ότι την αλοιφή που αναλύεται στο πόρισμα την έδινε σε ασθενείς του?”
Με ύφος Ηρακλή Πουαρώ, ο κουταλίδης άνοιξε θριαμβευτικά την πόρτα του δωματίου και φώναξε:
– Πέρασε μέσα σε παρακαλώ, Ιουλία.
Όμως, η ξαδέρφη η Ιουλία είχε θρονιαστεί σε ένα παγκάκι στην άκρη του διαδρόμου και έλυνε αμέριμνη σταυρόλεξο, πιο κουφή από ποτέ, προσηλωμένη στο 2 κάθετα, η τρίτη σύζυγος του Μωάμεθ, τέσσερα γράμματα, άντε βρες το μαλάκα μου.
– Ιουλία, λέω! Έλα μέσα!
Είδε κι απόειδε ο κουταλίδης, την τσουβαλιάζει την Ιουλία και το σταυρόλεξο και την τραβάει στο δωμάτιο.
– Πες Ιουλία στους ανθρώπους τι έγινε όταν πήγες και είδες τον Μαμούν..
– Τον γαμούν?
– Τον Μαμούν Ιουλία, τον Μαμούν. ΤΟΝ ΜΑΥΡΟ ΠΟΥ ΣΟΥ ΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΑΛΟΙΦΗ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΣΗ!
– Να διαγραφεί το “μαύρος” από τα πρακτικά, σας παρακαλώ κύριε Κουταλίδη, τον συνέτισε ο Πρόεδρος
– Α, τον Μαμούν, πετάχτηκε η Ιουλία, χίλια καλά να έχει ο άνθρωπος, με έσωσε με την αλοιφή. Μόνο ποδόσφαιρο δεν παίζω τώρα, χίλια καλά, χίλια καλά!
– Τι λες μωρή Ιουλία, τρελάθηκες?
– Του Αβραάμ και του Ισαάκ τα καλά, αχ, εδώ είσαστε κύριε Μαμούν, νάστε καλά, σώθηκα με την αλοιφή σας λέω!
– Τι λες μωρή ηλίθια, έπιασες και έβαλες την αλοιφή του τσαρλατάνου?
– Εδώ 20 χρόνια με έχεις βάλει και έχω καταπιεί τη μισή Νοβάρτις, η αλοιφή του μαυράκου σε μάρανε? Θαύμα σου λέω, να τη βάλεις και εσύ ξάδερφε, που έχεις καμπουριάσει σαν αγκίστρι.
-Να διαγραφεί παρακαλώ το “μαυράκος”.
Ο κουταλίδης ξεροκατάπιε, κάτι πήγε να πει, βγαίναν κάτι σάλια αντί για λέξεις, είχε κοκκινίσει σαν μπαρμπούνι ευβοϊκού, έκανε να λύσει λίγο τη γραβάτα, άρχισε να παραπατά, να βγάζει κάτι κραυγές αφρικάνικες, πέφτει επάνω του ο Μαμούν ως ειδικότερος, πέφτουν και οι άλλοι γιατροί, τον ξαπλώνουν κάτω, τον αρχίζουν μαλάξεις, τον ζούπαγε και με το μπαστούνι η Ιουλία – “Σήκω, να με πας σπίτι, αρχίζουν οι ειδήσεις σε λίγο” – της λέγαν οι γιατροί “Καθίστε πιο πέρα κυρία μου, δεν είναι καλά ο άνθρωπος”, ξεσπάθωσε η Ιουλία “Εμ, δάσκαλε που δίδασκες, εμένα ήξερες να με στείλεις στο Μαμούν, εσύ όμως δεν πήγες, ορίστε τα αποτελέσματα, έπεσες”, το ακούει ο επικεφαλής γιατρός “Δηλαδή, ο Κουταλίδης σας έστειλε στον Μαμούν?”, μούγγριζε τανάσκελα ο κουταλίδης, χειροτέρευε, “Μάλιστα, αυτός ο αχαϊρευτος ο ξάδερφός μου. Αν δε μπορεί να οδηγήσει, να μου δώσει λεφτά για το ταξί”, άφριζε πλέον ο κουταλίδης σαν κοτόπουλο στη χύτρα, κοιταζόντουσαν μεταξύ τους οι γιατροί, κοπάναγε με το μπαστούνι η Ιουλία, κοντανάσαινε ο κουταλίδης, “Γρήγορα το 166, να τον πάμε Ευαγγελισμό” – “Άμα πάτε ευαγγελισμό, να με αφήσετε και μένα στη Φιλαδελφείας, στο δρόμο σας είναι”, πετάχτηκε η Ιουλία, τέλος πάντων, μη σας κρατάω σε αγωνία, την άφησε τελικά το ασθενοφόρο Αγίας Φωτεινής και Πλαστήρα, και το έκοψε από κει ποδαράτο δυό τετράγωνα, γαμώ το φελέκι του για ξάδερφος.
Συνεχίζεται…
* Ολες οι ζωγραφιές, του αδερφού Βασίλη Γιοκουσκουμτζόγλου.
** Μουσική Υπόκρουσις: Μια ζωή πλήρωνω – Ρίτα Σακελλαρίου
Leave a Reply