Δώρος – Άδωρος (Shostakovich Wars)

“Art destroys silence”

Dmitri Shostakovich

Ο κύριος Δώρος, γεννημένος ανήμερα Χριστούγεννα, απειλούσε από μικρός τους γονείς του ότι θα αποτελούσε για αυτούς ένα χριστουγεννιάτικο δώρο που θα το πληρώνανε για όλη τους τη ζωή. Και ο κύριος Δώρος ήταν από τους ανθρώπους που κρατούσαν το λόγο τους.

Αφού τον έστειλαν αγγλικά, γαλλικά, μαθηματικά, κολυμβητήριο, στίβο, μπάσκετ, κατηχητικό, οι δόλιοι γονείς αναγκάστηκαν να παραδεχτούν ότι η βασική κλίση του μικρού Δώρου εστιαζόταν κυρίως στη μελόντικα. Φοβούμενοι ότι το πάθος του για το ιδιόρρυθμο αυτό όργανο θα τον οδηγούσε στην καλύτερη περίπτωση σε μια σύντομη καριέρα επαίτη-μινιόν μπροστά στο Μινιόν, οι γονείς έγραψαν τον μικρό Δώρο στο Ωδείο Αθηνών και – κάνοντας αιματηρές οικονομίες – κατάφεραν να του αγοράσουν και ένα μεταχειρισμένο πιάνο Zimmerman, όρθιο γερμανικό, με το ψηλό το ντο ξεχαρβαλωμένο.

Ο μικρός Δώρος δεν ενθουσιάστηκε. Το πιάνο είχε γρατζουνιές, ήταν λιγάκι ξεκούρδιστο και δεν είχε ουρά. Μάταια η μητέρα Καλλιόπη προσπάθησε να του εξηγήσει ότι η ουρά είναι χρήσιμη κυρίως αν είσαι σκύλος, στα πιάνα δεν κάνει μεγάλη διαφορά, άσε δε που η ουρά κοστίζει τουλάχιστον άλλες 200 χιλιάδες δραχμάς, κι ο μπαμπάς Αριστείδης για μια κωλοουρά περαιτέρω δραχμάς δεν δίδει.

Θα έπρεπε λοιπόν να αρκεστεί στο κολοβό πιάνο.

Του έφεραν και μια ηλικιωμένη πιανίστρια, την κυρία Φώνη να του κάνει ιδιαίτερα. Όμως ο μικρός Δώρος ήταν αμετανόητος. Μελετούσε ελάχιστα – “έχει ταλέντο, αλλά δε μου διαβάζει”, παραπονείτο η κυρία Φώνη – και περνούσε τις περισσότερες ώρες στην τουαλέτα, παίζοντας κρυφά μελόντικα, χέζοντας.

Αν στα περισσότερα αγοράκια της ηλικίας του, η κυρίαρχη απειλή των πατεράδων ήταν “θα σου σκίσω τη μπάλα”, για τον μικρό Δώρο ήταν “θα στη χώσω στον κώλο την μελόντικα”. Όσο όμως εντείνονταν οι απειλές, τόσο διευρυνόταν το ρεπερτόριο του μικρού Δώρου. Έφτασε να παίζει από το Φιρ Ελίζ και το Άβε Μαρία, μέχρι Τζο Ντασέν, Πεπίνο ντι Κάπρι και Γιάννη Καλλατζή, παποράκι του Μπουρνόβα και καρότσα της στεριας κι αν το ξέρεις το τραγούδι, πες το μάγκα και σε μας.

Παρακάλαγε η μάνα του, “παίξτο βρε πουλάκι μου στο πιάνο, να το φχαριστηθούμε, να τραγουδήσουμε όλοι μαζί σαν οικογένεια”, λύσσαγε ο γερο-Αριστείδης “γιατί βρε ζούδι δεν το χρησιμοποιείς το πιάνο, το σκατό μας παξιμάδι κάναμε για να στο πάρουμε, είναι βρε σα να σου πήραμε λιμουζίνα και εσύ να πηγαίνεις βόλτα με το τρίκυκλο, δεν το καταλαβαίνεις?”.

Ο μικρός Δώρος τους κοίταξε και τους δύο επιτιμητικά, κάθισε μπροστά στο πιάνο, έστρωσε το πετσετέ σορτσάκι του, ίσιωσε την πλάτη του, πήρε το αποφασιστικό ύφος που θα είχε χρόνια αργότερα ο Γεβγκένι Πλιούσενκο λίγο πριν επιχειρήσει το τετραπλό τόλουπ και ξεκίνησε περήφηνα να τους παίζει το A casa d’ Irene στη μελόντικα.

“Τρελαίνομαι στη σκέψη ότι σε ορισμένους ανθρώπους το μεγαλύτερο προτέρημά τους μπορεί να είναι η ξεροκεφαλιά” έγραφε ο Ασημάκης Πανσέληνος, κι ας μην γνώρισε ποτέ στη ζωή του τον Δώρο. Οι γονείς του μικρού, έμπλεοι μεταξύ οργής, παραπόνου και ισχαιμικού επεισοδίου, αποφάσισαν να συζητήσουν το πρόβλημα με την κυρία Φώνη.

¨Να του πάρετε ένα πιάνο με ουρά, δε βλέπω άλλη λύση”, συνέστησε η δασκάλα της μουσικής. Υπέδειξε μάλιστα και μια θεία της, τη δεσποινίδα Μαυρίδου, που είχε ένα παλιό ρώσικο grand piano, με ήχο βαθύ και καθαρό, σχεδόν αχρησιμοποίητο, καινουργής που λέμε, καθότι η θεία το είχε κληρονομήσει από μια θεία της, που όλα της τα υπάρχοντα ήταν αυτό το πιάνο κι ένα σκρίνιο, κι έτσι η δεσποινίς Μαυρίδου έριξε με την αδερφή της κλήρο, κι αυτηνής της γρουσούζας της έτυχε το πιάνο, γαμώ την κορώνα της, την ατυχία της και το σολφέζ της.

Ο κύριος Αριστείδης ανέλαβε τις διαπραγματεύσεις με την δεσποινίδα Μαυρίδου, η οποία, παρά τα 87 της χρόνια, αποδείχτηκε σκληρό καρύδι. Συμφώνησε τελικά να ανταλλάξει το πιάνο με ένα σκρίνιο του Αριστείδη, το όρθιο Zimmerman, μια σιφονιέρα νησιώτικη, 50 χιλιάρικα μετρητά και μια μπόξα νουαζέτες. Στην τιμή περιλαμβάνετο και ένα διπλό σκαμπό από δερματίνη, σε απόχρωση ηλικιωμένου με κίρρωση του ήπατος.

Το πιάνο (με το σκαμπό του) φτάσανε στο σπίτι ανήμερα Χριστούγεννα, στα γενέθλια του Δώρου, όταν έκλεινε τα 17 του χρόνια. Ο Δώρος στην αρχή ξετρελάθηκε. Άρχισε να παίζει στο πιάνο όλες τις μελωδίες που ήξερε, προς τέρψιν και δικαίωση και των δύο γονέων του.

Η κυρία Φώνη άρχισε να του μαθαίνει όλο και πιο δύσκολα κομμάτια, Μπαχ, Στραβίνσκι, Προκόφιεφ, τα οποία ο μικρός Δώρος εκτελούσε με θαυμαστή μαεστρία. Με τις έξυπνες παρεμβάσεις του μπαμπά Αριστείδη, ορθόδοξου μαρξιστή και υπεύθυνου Αρχείου στον Περισσό, στο ρεπερτόριο εντάχθηκε σύντομα ο Θεοδωράκης κι ο Τοσκανίνι. Μέσα σε ένα χρόνο, ο Δώρος θεωρείτο πλέον το ανερχόμενο αστέρι του Ωδείου Αθηνών.

Ένα ανοιξιάτικο απόγευμα, επιστρέφοντας από το Ωδείο, ο 20χρονος πλέον Δώρος πήρε τη συμμαθήτριά του στο Ωδείο, την Κατερίνα, να την πάει για καφέ στο Φίλιον. Η κουβέντα επισφραγιστηκε με ένα φιλί στο στόμα κι ένα δώρο. Η Κατερίνα του είχε πάρει ένα βιβλίο με παρτιτούρες του Σοστακόβιτς. Γύρισε σπίτι περιχαρής, γεμάτος περιέργεια για αυτόν τον συνθέτη που δεν τον είχε ακούσει ποτέ. Κάθισε στο πιάνο, έστρωσε το στρατιωτικό παντελόνι του και ξεκίνησε να παίζει prima vista το Waltz No. 2. Tέτοια ήταν η συγκίνησή του, που μετά τις πρώτες νότες, άρχισε να κλαίει με αναφιλητά. Σε δύο μόλις μέρες, έπαιζε ολόκληρο το βιβλίο. Την τρίτη μέρα πήγε κι αγόρασε κάθε διαθέσιμη παρτιτούρα του Σοστακόβιτς και την τέταρτη ζήτησε από την κυρία Φώνη να παίζουν μόνο έργα δικά του.

Στο σπίτι σήμανε αμέσως συναγερμός. Το νέο πάθος του Δώρου εξόργισε τον κύριο Αριστείδη, που θεωρούσε επικίνδυνο τον Shostakovich (“του αντιδραστικού φορμαλισμού”, που λένε και στις αχτίφ) αλλά και την κυρία Καλλιόπη, που ήταν λιγότερο του κλασικού ρομαντισμού και περισσότερο του ντιριντάχτα νησιώτικου (“του γιατρού” που λέμε και στο Ζευγολατιό).

“Άστον Αριστείδη, γιατί εσύ είσαι αγροίκος, θα τον πάω εγώ λάου-λάου, ξέρω τι σου λέω”, είπε χαμηλόφωνα το βράδυ στην κουζίνα η κυρία Καλλιόπη, ετοιμάζοντας τα τόουστ του κανακάρη της.

“Βρε αγοράκι μου, βρε Δωράκι μου, μια ερώτηση ήθελα να σου κάνω. Αυτή τη μελόντικα γιατί την παράτησες?”, τόλμησε η κυρία Καλλιόπη. “Που είναι κι ωραίο όργανο, κόμοδο, μανιτζίβελο, τη βάζεις στο σακίδιο και την παίρνεις μαζί και στο κάμπιν, η ψυχή της παρέας θα είσαι, τι το θές το παλιοπιάνο, μόνο οι αδερφές παίζουν πιάνο, πιάνει και το μισό σαλόνι, αύριο θα θες να κάνεις τα πάρτις σου, να φωνάξεις τους φίλους σου, πού θα χωρέσουν όλοι αυτοί? Εμένα να ξέρεις λίγο με νοιάζει. Θες πιάνο? Πιάνο. Με ουρά? Με ουρά. Αλλά πες αύριο βρίσκεις μια γκομενίτσα. Τι θα της πεις? Έχω στο σπίτι ένα πιάνο με ουρά, έλα να σου παίξω σουστάκοβι να γουστάρουμε?”

Δώρον-άδωρον. Ο Δώρος είχε ερωτευτεί τον Σοστακόβιτς, είχε ερωτευτεί και την Κατερίνα και είχαν αποφασίσει τον Ιούνιο που θα τελειώσουν τις μουσικές σπουδές τους να πάνε να ζήσουν μαζί στο χωριό της Κατερίνας στη Γκούρα και να ανοίξουν μαζί ωδείο στην Κόρινθο. Ο Δώρος υπεύθυνος στο πιάνο, η Κατερίνα στα πνευστά, πλήν μελόντικας, που θα την αναλάμβανε κι αυτήν ο Δώρος. Ζήτησε από τους γονείς και ένα μικρό αρχικό κεφάλαιο ως δάνειο, για το άνοιγμα του Ωδείου.

Ο μπαρμπα-Αριστείδης στο άκουσμα του σχεδίου, έγινε έξαλλος. Ένα βράδυ αργά που ο Δώρος κοιμόταν, σε μια έκρηξη θυμού, αποφάσισε να ξεφορτωθεί μόνος του το πιάνο, ως αιτία των δεινών του. Όλα θα τα άντεχε ο Αριστείδης, εκτός του να δει τον υιό του λούμπεν μουζικάντη μικροαστό σε επαρχιακό χωριό της Πελοποννήσου.

Για καλή τύχη του κύριου Αριστείδη – και κακή του πιάνου – το όργανο διέθετε ροδάκια, κι έτσι ο μπάρμπας το έσπρωξε με τα χίλια ζόρια και όσο πιο αθόρυβα γινόταν μέχρι την εξώπορτα – “βόηθα κι εσυ μωρή Καλλιόπη, θα μου κοπεί η μέση, γαμω τη μπανακόλα του”. Αφού το έστριψαν στο πλάι – φράκαρε το γαμίδι στη μπόρτα – κατάφεραν κάθιδροι να βγάλουν στο πλατύσκαλο το άτυχο όργανο.

Όμως στη ζωή υπάρχει ένας κανόνας: ο μόνος λόγος που τελειώνει ένας Γολγοθάς είναι για να ξεκινήσει ο επόμενος, κι οι γονείς του Δώρου το κατάλαβαν όταν συνειδητοποίησαν ότι το όργανο δε χωρούσε στο ασανσέρ και θα έπρεπε να το κατεβάσουν από τις σκάλες.

Νιώθοντας ότι το όργανο έχει πάρει ζωή και προσπαθεί να τον εκδικηθεί με κάθε τρόπο, ο Αριστείδης έβαλε νέο σχέδιο σε εφαρμογή. Πήρε όλα τα βιβλία και τις παρτιτούρες του Shostakovich, τις έστρωσε στις σκάλες, σχηματίζοντας μια πρόχειρη, κακοφτιαγμένη ράμπα.

“Πιάστο εσύ από πάνω και σπρώχνε κι εγώ θα πάω από κάτω να βαστάω κόντρα”, διέταξε ο Αριστείδης. “Σιγά μωρή Καλλιόπη, μη μας πάρει χαμπάρι το κωλόπαιδο! Το κλειδί είναι αργά, σταθερά και ήσυχα”.

Το παλιό ρώσικο πιάνο τσούλησε στην αρχή διστακτικά πάνω στις παρτιτούρες του πρώτου σκαλιού, τραμπάλησε, η κυρά Καλλιόπη έσπρωξε την ουρά ίσως ένα τσικ πιο δυνατά από ότι έπρεπε και τα 400 κιλά του οργάνου, φορτωμένο με τις μουσικές και τις μνήμες ενός και πλέον αιώνα παρέσυρε σαν τριαξονικό τον μικροκαμωμένο κύριο Αριστείδη, τον πέταξε στον απέναντι τοίχο και στη συνέχεια καρφώθηκε θριαμβευτικά με ένα εκκωφαντικό γκράουβ σε ντο ματζόρε πάνω στην μπυροκοιλιά του.

Ο γιατρός στο ΚΑΤ όπου μεταφέρθηκε ήταν κάθετος. Ο κύριος Αριστείδης θα ζούσε, αλλά δε θα ξαναπερπατούσε, ίσως μόνο με πατερίτσες κι αυτό με δυσκολία. Από υποδιευθυντής παραγωγής σε εργοστάσιο και αρχειοφύλακας, βρέθηκε με μια μικρή σύνταξη αναπηρίας, πακτωμένος στο σαλόνι του, κουλουριασμένος στον καναπέ σαν κουράδα γάτας, να λύνει σταυρόλεξα και να ακούει ραδιόφωνο.

Τα σχέδια της οικογένειας είχαν ανατραπεί. Όλα τα λεφτά που είχε μαζέψει ο Αριστείδης φαγώθηκαν στους γιατρούς και στις φυσιοθεραπείες. Ο Δώρος, έξαλλος με τον πατέρα του, πήρε την Κατερίνα και φύγανε για την Γκούρα. Πριν φύγει, πήγε το πιάνο σε ένα μάστορα, φίλο της Φώνης και το επισκεύασε, το πούλησε πίσω στην δεσποινίδα Μαυρίδου και με τα λίγα λεφτά που πήρε, αγόρασε ένα μεταχειρισμένο συνθεσάιζερ Korg και ξεκίνησε να παίζει πλήκτρα σε πανηγύρια και κωλάδικα.

Με τον πατέρα του δεν ξαναμίλησε ποτέ. Πέρσι το καλοκαίρι, ο Δώρος πλέον πλησιάζε ανεπίστρεπτα τα 50, με την ιλιγγιώδη ταχύτητα του Άιρτον Σένα, όταν έχανε τον έλεγχο του μονοθεσίου του στην μοιραία στροφή Ταμπουρέλο στην πίστα της Ίμολα. Μεσήλικας, σκυλάς, σαπιοκοιλιάς, έπαιζε πλήκτρα για γνωστό τραγουδιστή που έκανε συναυλία στο Ξυλόκαστρο.

Στην πρώτη σειρά των καθισμάτων, σε αναπηρικό καροτσάκι, καθόταν ο κύριος Αριστείδης, αγκαζέ με την Καλλιόπη, καθιστή κι αυτή σε πολυθρονάκι γύφτου, στο χρώμα του σκαμπώ που του είχαν αγοράσει εκείνα τα αναθεματισμένα Χριστούγεννα, σετάκι με το πιάνο.

Στο ενκόρ, μετά από συνεννόηση με τον Δώρο, ο τραγουδιστής γύρισε στην ορχήστρα – πιάσε μαέστρο ένα φα ματζόρε- κι αφιέρωσε στον κύριο Αριστείδη την “Άπονη Ζωή”. Δώρος, Καλλιόπη και μπαρμπα Αριστείδης κλαίγανε σε όλο το τραγούδι, με περισσότερα αναφιλητά, από όσα είχε ρίξει ο Δώρος όταν είχε πρωτοπαίξει Shostakovich.

Όταν τελείωσε η συναυλία, η μαμά Καλλιόπη τον έσφιξε στην αγκαλιά της σαν πύθωνας κι ο κύριος Αριστείδης του έκανε δώρο μια μελόντικα.

Άλλωστε, όπως έλεγε κι ο Προκόφιεφ, υπάρχουν τόσα υπέροχα πράγματα να ειπωθούν ακόμα σε ντό ματζόρε.

Και σε φα ματζόρε επίσης.

* Μουσική Υπόκρουσις: Dmitri Shostakovich – Waltz No. 2

** H ζωγραφιά: Ο Ντμίτρι και ο Δώρος, πολύ λυπημένοι. Πενάκι, κάρβουνο, παστέλ, ακρυλικά, σε μπλοκ ιχνογραφίας Α4. Από τον μάγο των χρωμάτων, της μουσικης, των συναισθημάτων και όχι μόνο, νταβαριτς Βασίλι Νικολάεβιτς Γιοκουσκουμτζίεφ.

12 thoughts on “Δώρος – Άδωρος (Shostakovich Wars)

Add yours

  1. Μπράβο για άλλη μία φορά..Δεν εχω λόγια .Υπέροχος .Ειναι αμαρτία να μην τα έκδοσης. Αυτα ειναι πολιτισμική κληρονομιά, είναι Unesco…

    Like

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

Blog at WordPress.com.

Up ↑

%d bloggers like this: