Ιστορία σε τρεις κατσάδες (πες τα, ρε μάνα)

“Μεγάλωσες μες τα σαλόνια και έζησες,
Στο πάρκο μες τα περιστέρια.
Με τον αλήτη που μπλεξες, τι γύρευες;
Αφρόψαρο στα φουσκονέρια.”
Π. Σιδηρόπουλος – Το μπλουζ του αποχωρισμού

“Δεν τρως όμως, δεν τρως και με στεναχωρείς. Εγώ για σένα το έφτιαξα το κεκ. Εγώ τι να φάω; να, ένα κομματάκι. Κι ο μπαμπάς σου έχει ζάχαρο, ούτε να το μυρίσει δεν κάνει. Ούτε μαρμαλάδα θες; Να με συγχωρεί η χάρη σου, αλλά πολύ εκλεκτικιά μου έχεις γίνει. Με σκέτο καφέ δε γίνεται δουλειά. Θα το τρυπήσεις το στομάχι σου και θα σε τρεχαλάμε στους γιατρούς, είμαστε τώρα εμείς για γιατρούς; Προχθές τον έβγαλα τον πατέρα σου από το νοσοκομείο. Λες και δεν τα ξέρεις. Νοσηλεύτρια είσαι. Να πω ότι ήσουνα κανένα χάπατο, να πω πάει στο διάτανο. Φάε ένα κουλουράκι τουλάχιστον, κανέλας, που κάνει καλό και στα μητρικά.

Δε μου λες τώρα, είναι μέρες που ήθελα να σου πω, εγώ, το ξέρεις, δεν ανακατεύομαι – δεν είναι κι ο ρόλος μου άλλωστε αυτός – αλλά με αυτόν τον μαλλιά τι γίνεται? Αυτόν μωρέ τον …πώς τον λένε, τον Υάκινθο…. καλά ντε μη φωνάζεις, Ιάκωβο, εκεί κόλλησες κι εσύ, τον Ιάκωβο, μη τυχόν και του μαγαρίσουμε το όνομα του γρουσούζη, τέλος πάντων, για πες μου τι γίνεται με δαύτον; Τελευταία δε σας βλέπω να πολυβγαίνετε. Τι εννοείς διαβάζει; Τι διαβάζει; Για τα κλαμπατζίμπαλα; Σιγά τη δουλειά που κάνει. Απορώ πώς τα βγάζει πέρα κ μου κυκλοφορεί κ με τη μερσεντέ πανάθεμάτονα. Όλο ωδείο κι εκκλησία είναι ο κύριος. Χαραμοφάης και αρχιτεμπέλαρος. Αλλά, έννοια σου, αν ήθελε πραγματικά, μια χαρά θα μπορούσε να βρει χρόνο να ιδωθείτε. Κάτι άλλο συμβαίνει. Όχι, όχι, δεν εννοώ να έχει γκόμενα. Άλλο φοβάμαι εγώ. Γιατί γλώσσες είναι αυτές στο χωριό και μιλάνε. Τι λένε; Τι να λένε, ότι είναι κουνιστός λένε, ξέρεις, τουίτος. Ναι καλά, διόρθωσέ με κιόλας, τι τοιούτος, τι τουίτος, εκεί κόλλησες εσύ; Βρε κοπέλα μου, βρε Καιτούλα μου, εσύ έχεις μια χαρά δουλειά, και στο νοσοκομείο σε πήρανε μόνιμη, και έχεις βρει και 5 γέρους και τους κοιτάς, κονομάς ένα σκασμό λεφτά, τι κάθεσαι με αυτό το ρεμάλι της κοινωνίας; Και νάτανε και κανένας ρόμπερ ρέντφορντ, να το καταλάβω. Αυτός είναι πιο άσχημος κι από καταναλωτικό δάνειο. Ψηλός σαν κεραία και του πέφτουνε και τα μαλλιά. Και καραφλός και ομορφινόφιλος. Ναι, ξέρεις εσύ και δεν ξέρω εγώ.

Άμα δεν ξέρει η μάνα σου κυρία μου, ποιός ξέρει;

Και να σου πω και το άλλο. Δε στέρεψε η Κορινθία από ομορφόπαιδα. Ο Αντώνης, ας πούμε. Μην κολλάς, παράδειγμα σου λέω τώρα. Πήγαμε εχθές με τον πατέρα σου στο μαγαζί του να παραγγείλουμε λιπάσματα. Ένας κούκλος. Φορούσε και μια φανέλα κολλητή, ιδρωμένος λίγο, τα μπράτσα έξω, έχει κι ένα τατουάζ, καρχαρίας είναι; καλιακούδα είναι; θα σε γελάσω, και σου πετάει κι αυτό το χαμόγελο το κολυνός, τι να σου πω, εδώ κολάστηκα εγώ. Και γλυκός, ευγενής, λόρδος. “Καθίστε, μην στέκεστε όρθιοι, να σας φτιάξω ένα εσπρεσσάκι, τι κάνει η όμορφη η κορούλα σας, η Καιτούλα”. Εγώ, τι να σου πω, σκλαβώθηκα. Μας τράταρε και σοκολατάκια – ο μπαμπάς σου δεν έφαγε, εγώ πήρα ένα – μας έδωσε κι ένα αντιπαρασιτικό αμερικάνικο, μισή τιμή χωρίς απόδειξη, “αλίμονο, αν δεν κάνω έκπτωση σε σας, σε ποιόν θα κάνω”, μεγαλεία λέμε. Ήταν εκεί και η μάνα του, η Χαρίκλεια, χρυσός άνθρωπος, μας κάλεσε να βγούμε την Κυριακή. Χάθηκε ο κόσμος να βγείτε κι εσείς ένα βράδυ μαζί; Να σε πάει και σε κανένα μαγαζί ωραίο, που με τον Υάκινθο, πού σας χάνω, πού σας βρίσκω, κολλημένοι στην καφετέρια του Μπουζάλα. Εσείς οι δυο, τρία ραμολιμέντα κι ο Μπουζάλας. Ούτε ο μπαμπάς σου δεν πάει στον Μπουζάλα, που ήντουσαν και συμμαθητές. Τώρα εγώ σου μιλάω κι εσύ στέλνεις μηνύματα στον προκομμένο. Φεύγεις κιόλας; Αντε, στην ευχή του Θεού, κι ότι σου είπα σκέψου τα. Μάνα είμαι και ξέρω”.
————————————————————————————————————————
“Μνήσθιτί μου Κύριε, πρώτη φορά βλέπω άνθρωπο να τρώει τις μπάμιες και να αφήνει το κοτόπουλο. Διατροφή; Τι διατροφή; Αυτό δεν είναι διατροφή, Αντώνη μου. Διαστροφή είναι. Βόηθα το λίγο με το ψωμάκι τουλάχιστον, σήμερα το πήρα, προζύμι, που κάνει καλό και στον προστάτη. Αυτά τα γυμναστήρια θα σε φάνε. Έχεις μια κορμάρα σαν την καλή χαρά, άγαλμα, φάε λίγο κοτόπουλο, από το κοτέτσι μας είναι, άλλοι κάνουνε κρα να βρούνε σπιτικό κοτόπουλο κι εσύ μου τρως τις παλιομπάμιες. Ήσουν όλη μέρα με το τρακτέρ, τώρα θα πας στο γυμναστήριο, μετά στο μαγαζί μέχρι το βράδυ, θα πάθεις κανέναν ντουβρουτζά και θα τρέχουμε. Ψύχωση πια με αυτό το γυμναστήριο. Λύσσα κακιά. Και με τα κτήματα, τι μανία είναι αυτή που σε έχει πιάσει; Αφού έχεις το μαγαζί, πιάσε και στείλε έναν αλβανό στα χτήματα, τι πας και βολοδέρνεις όλη μέρα; Η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη, εγώ αυτό ξέρω.

Κάτσε και λίγο, χαλάρωσε, βγες και ένα βράδυ έξω, να γνωρίσεις και καμιά κοπέλα, όλο δουλειά και γυμναστική, νισάφι πια. Γιατί πρόσεχε. Κοντεύεις τα σαράντα. Για πόσο νομίζεις ότι θα τα έχεις τα μούσκουλα; Σε 5-10 χρόνια πάει, τελείωσες. Φινίτο λα μούζικα Αντωνάκη. Θα πάρεις και κιλά, θα πετάξεις κοιλούμπα – ο μπαμπάς σου ο συγχωρεμένος μέχρι τα 45 σαν και εσένα ήτανε, μετά κρέμασε μια κοιλιά, ούτε να κατουρήσει δεν έβλεπε, θεοσχωρέστον. Κι ύστερα, άντε βρες γυναίκα. Τώρα που είσαι στα ντουζένια σου, τώρα είναι η ευκαιρία.

Κι αν έχει κι αν δεν έχει η Βόχα ομορφονιές. Να, προχθές είχα πάει στον μπαρμπα-Κώστα, που ήταν χρόνια διευθυντής στην Εθνική Τράπεζα να τονε δω. Ξέρεις, έχει πάθει εγκεφαλικό αυτός, α, βέβαια, μεγάλη ζημιά, μη συζητάς, το ένα το χέρι με το ζόρι το κουνάει και το πόδι το σέρνει από πίσω σαν πεκινουά. Σχεδόν κατάκοιτος. Πάω εκεί και έχει πάρει για βοήθεια μια νοσηλεύτρια, την ξέρεις, την Καιτούλα, την κόρη της κυρά Δέσποινας. Μια κοπέλα σαν τα κρύα τα νερά. Ψηλή, μορφωμένη κι έχει κι ένα στήθος έτσι στρουμπουλό, στητό, σαν το δικό μου στα νιάτα μου. Ναι, μην κοροϊδεύεις. Ξερολούκουμο, κύριε. Μιανού του χαρίζανε γάιδαρο και αυτός τον κοίταζε στα δόντια. Και γλυκομίλητη, με ευφράδεια, ευγενική, ξανθιά, κουκλάρα, Μενεγάκη σου λέω. Και τίμια και κυρία. Ο μπαρμπα-Κώστας πίνει νερό στο όνομά της, ποιός τώρα, ο μπαρμπα-Κώστας, που του έκανες αίτηση για δάνειο κι αυτός σου έβγαζε τηλεκάρτα, τέτοιο στριμμένο άντερο. Να τον δεις πώς μίλαγε για την Καιτούλα. Όχι να τον δεις. Αφού κάποια στιγμή που ήμασταν οι δυό μας, μου είπε ότι σκέφτεται να της κάνει προξενιό με έναν ανηψιό του γιατρό από την Αθήνα. Για τέτοιο κελεπούρι μιλάμε. Τι εννοείς έχει σχέση; Με ποιόν; Με τον Ιάκωβο;; αχαχαχαχαχα, α καλά, ακόμα εκεί είσαι εσύ; Καλά παιδάκι μου, παρελαύνει από το μαγαζί σου η μισή Κορινθία, τίποτα δε μαθαίνεις; Καταρχήν ο Ιάκωβος έχει πρόβλημα, αυτό τουλάχιστον το ξέρεις φαντάζομαι. Ρωτάει το ζώον τι πρόβλημα, καλά είσαι ντιπ ηλίθιος ή τον ηλίθιο παριστάνεις; Αυτός παιδάκι μου καταρχάς είναι κίναιδος, πώς τους λέτε εσείς, νγκέι. Δυό μήνες έχει να τους δει ο Μπουζάλας. Τελείωσε, πάπαλα. Άλλωστε δε νομίζω ότι τα είχανε και ποτέ. Τέλος πάντων, ωραία κοπέλα και να μας τη φάει ο γιατρός ο Αθηνέζος; Το αντέχεις; όχι πες μου δηλαδή.

Πού πας; δεν απόφαγες ακόμα, θα πας να σηκώσεις τα βάρη και θάχεις τάση προς έμετο. Πλάγιασε μισή ωρίτσα και πας μετά. Α, καλά, εγώ σου μιλάω και εσύ μετράς τις βιταμίνες σου. Άντε, στο καλό. Κι ότι σου είπα γράφτο. Η ευκαιρία είναι τώρα. Μάνα είμαι εγώ και ξέρω.”

———————————————————————————————————————–

“Το Σάββατο μην ετοιμάζεσαι να βγεις. Στο λέω γιατί σε βλέπω ξεσηκωμένη. Το πρωί έχω κανονίσει να πάμε οι δυό μας κομμωτήριο, μαλλιά και νύχια, γιατί το βράδυ έχουμε γάμο. Ποιός παντρεύεται ρωτάει, καλά κορίτσι μου, πού ζεις; Στο συμβολαιογραφείο δε στα λένε τα νέα; Αλλά σε έχουνε φάει τα γκομενιλίκια, κακομοίρα μου. Και νάχες κανένα γκόμενο της ανθρωπιάς να πω μάλιστα. Αλλά δε μ’ ακούς. Είναι η μάνα σου κοτζαμάν αντιδήμαρχος, ξέρω τι βρακί φοράει ο καθένας και δε θες να μ’ ακούσεις. Δε σου είπα να παντρευτείς όποιον θέλω εγώ. Απλά να με ακούσεις και διάλεξε μόνη σου.

Ένα σου λέω. Στο γάμο κουμπάρος είναι ο Ιάκωβος ο Σολωμός. Λεφτά με ουρά. Και δυό μέτρα άντρας. Απλά δες τον. Τίποτα άλλο δε σου λέω. Δες τον και τα συζητάμε. Α, δεν έχει δεν θέλω να έρθω. Αυτό ξέχνα το. Σε δέκα μήνες έχω εκλογές. Θα πάω στο γάμο μονάχη μου; Ήρθε η χήρα χωρίς την κόρη της, την συμβολαιογράφο; Θα βουίξει το χωριό. Άσε που του γαμπρού του έχω και υποχρέωση. Ξέρεις ποιος είναι ο γαμπρός φαντάζομαι. Ο Αντωνάκης ο γεωπόνος. Τα είχατε και εσείς ένα φεγγάρι, ναι, ναι, κάνε μου τώρα την τρελή, πως δεν τον θυμάσαι. Δε λέω, θεογκόμενος. Αλλά μπλεγμένος μέχρι τα μπούνια. Έξι στρέμματα φούντα είχε βάλει πάνω από τον Παληόμυλο, πίσω από το βάλτο με τις καλαμιές. Κάποιος τον κάρφωσε, δώσαν εντολή εδώ στο αστυνομικό τμήμα το δικό μας και κάνανε ντου στο μαγαζί, βρήκανε δύο καλάσνικοφ, 80 κιλά φούντα, 6 παλέτες με κάτι σκευάσματα διατροφής παράνομα, 200 χιλιάρικα σε πενηντάρικα, κοκαΐνη, και τι δε βρήκανε.

Συντρίμμι με πήρε τηλέφωνο από το τμήμα, με μπλέξανε κυρά Δημαρχέσα, σώσε με, κλάματα, κακό, αν το μάθει η μάνα μου θα πεθάνει, που είσαστε και φιλενάδες, τι να κάνω, τον λυπήθηκα. Έπιασα τον Αστυνόμο, Κώστα του λέω, είναι κρίμα το παιδί, θα φάει ισόβια, τι θέλουμε, να ερημώσει η επαρχία; αυτό θέλουμε; να φύγουνε όλοι οι νέοι ανθρώποι, να μην έχουμε γεωπόνο στο χωριό, να ξεραθούν οι καλλιέργειες, εκεί θα φτάσουμε; Στην αρχή μου έκανε τον βαρύ τον πέπονα, αλλά με ξέρεις, εγώ δεν χαμπαριάζω, του την έπεσα κανονικά. Κώστα, του κάνω, πες ότι δε βρήκες τα σκευάσματα, χέστα τα σκευάσματα, πες ότι δεν βρήκες την κόκα, ότι είχε μόνο φούντα, 20 γραμμάρια. Και τα μετρητά… τα μετρητά πες ότι χάθηκαν, εξαφάνισέ τα, πες ότι δεν υπήρξαν ποτέ…. Εκεί κάπου ήρθε και μαλάκωσε, κατάλαβε ότι μιλάμε για το καλό του τόπου. Τελικά τον πήγανε για χρήση, 6 μήνες με αναστολή έφαγε, μια χαρά. Σωτήρα με ανεβάζει, Θεά με κατεβάζει. Μου υποσχέθηκε ότι θα αναλάβει όλη την προεκλογική μου καμπάνια, σαν ελάχιστη ένδειξη ευγνωμοσύνης, νάναι καλά το παιδί και να μην ξαναμπλέξει.

Γιατί παίρνει κι ένα χρυσό κορίτσι και θάναι αμαρτία. Ποιά παίρνει; μία, δεν την ξέρεις νομίζω, την Καιτούλα της κυρα-Δέσποινας. Ναι μπράβο, τη νοσοκόμα. Τι εννοείς έχει πιπώσει το μισό Ζευγολατιό? Άντε καλέ. Ποιόν μπαρμπα-Κώστα, τον συνταξιούχο τον τραπεζικό; Διαθήκη; Αποκλήρωσε όλη του την οικογένεια και τα έγραψε στην Καιτούλα; Άντε καλέ, το λες για να με πικάρεις.. Και ο μπαρμπα-Χαράλαμπος; Και ο Μπουζάλας ήρθε στο γραφείο σου και της έκανε δωρεά εν ζωή τον καφενέ; Ε, πάει, χάλασε ο κόσμος. Γιαυτό να με ακούς. Το Σαββάτο το βράδυ, τον κουμπάρο και τα μάτια σου. Σολωμός Ιάκωβος. Αυτό σου λέω μόνο. Γιατί αν δεν ξέρει μια μάνα, ποιός ξέρει;”

* Η ζωγραφιά: Αντώνης και Καιτούλα. Μολύβι, παστέλ και ακρυλικά σε Α4 πολυτελείας. Του αδερφού Βασίλη Γιοκουσκουμτζόγλου που είχε φύγει αλλά επέστρεψε δριμύτερος, γιατί όπως λέει και η Αλίκη στη χώρα του LSD “και αλλού είναι καλά, αλλά εδώ είσαι έτσι κι αλλιώς”.

** Μουσική Υπόκρουσις: Παύλος Σιδηρόπουλος – Το μπλουζ του αποχωρισμού

2 thoughts on “Ιστορία σε τρεις κατσάδες (πες τα, ρε μάνα)

Add yours

    1. έχουμε εκεί κάτι ψωροελιές, οπότε σιγά σιγά μου μπαίνουν και ιδέες για μετατροπή της καλλιέργειας.. 🙂

      Liked by 2 people

Leave a comment

Blog at WordPress.com.

Up ↑