Κεφάλαιο 1ο – Η Μάγισσα της Γκούρας
«Την γυναίκα μου σκεπάζει,
Η σεπτή ετούτη πλάξ,
Την ηράσθην όταν ήμουν,
Νέος, όμορφος και βλάξ.
Αναπαύσου εν ειρήνη,
Φίλτατή μου Μαριγώ,
Αναπαύεται εκείνη,
Αναπαύομαι κι εγώ.»
(Επιτύμβιος στήλη, εις το Νεκτροταφείον Σύρας»
Ο κύριος Αμπατζόγλου γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Λέχαιον, την εποχή που το Λέχαιον ονομαζόταν ακόμα Κολομπότσι. Η περίοδος αυτή τοποθετείται από τους ιστορικούς κάπου μετά την εποχή των παγετώνων, όταν οι πρώτοι Κορίνθιοι Flintstones ξεκίνησαν να αναζητούν ένα κοντινό και ασφαλές παραθαλάσσιο προάστιο για να στήσουν τις παραθεριστικές τους σπηλιές.
Ο θρύλος θέλει τον κύριο Αμπατζόγλου να είναι ένας από τους παλαιότερους κατοίκους της Βόχας και να έχει παντρευτεί τρεις φορές – τουλάχιστον κατά τη διάρκεια του εικοστού αιώνα – χωρίς όμως κανείς να γνωρίζει ιδιαίτερες λεπτομέρειες για τις δύο πρώτες του συζύγους. Την τρίτη όμως κυρία Αμπατζόγλου την γνωρίζουν και την μνημονεύουν μέχρι σήμερα οι πάντες, σε όλη την περιοχή που εκτείνεται από τα Ίσθμια μέχρι το Ξυλόκαστρο (ορισμένοι το επεκτείνουν και μέχρι το Αίγιο, προσωπικά δεν το αποκλείω). Γνωστή με το ψευδώνυμο «η Μάγισσα», η Λίτσα Κουρή-Αμπατζόγλου θρυλείται ότι κατέβηκε από την Γκούρα στο Βραχάτι στα μέσα της δεκαετίας του ’60 και η επίδρασή της στην περιοχή ήταν αντίστοιχη του British Invasion, όπως όταν οι Beatles κάνανε την πρώτη συναυλία τους στην Αμερική, αλλάζοντας για πάντα τη μουσική πραγματικότητα και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Και μπορεί η Γκούρα να μην ήτανε το Λίβερπουλ, ούτε το ξερό του Βραχατίου το Washington Coliseum, όμως η έλευση της Λίτσας στα πεδινά χωριά της Κορίνθου έμελλε να αλλάξει για πάντα την φυσιογνωμία αλλά και το μέλλον της όμορφης και ανέμελης – έως τότε – Βοχαϊκής παραλίας.
Εγκαταστάθηκε στο Βραχάτι στο σπίτι μιας θειάς της, πίσω ακριβώς από το διώροφο που βρίσκεται σήμερα η πιτσαρία του Χαραλαμπίδη (τυχαίο? Θα δούμε.). Για ποιον ακριβώς λόγο θα έπαιρναν την απόφαση δύο καλοσυνάτοι ορεσίβιοι γονείς (ο πατέρας της Λίτσας μεγαλοποιμένας, η μητέρα της assistante du σταν) να στείλουν την 16χρονη τότε μοναχοκόρη τους σε μια μισότρελη μακρινή θεία στο Βραχάτι αντί να την κρατήσουν στην Γκούρα να αναλάβει το μαντρί και να τους κοιτάξει στα γεράματά τους, αποτέλεσε ένα τεράστιο μυστήριο, που όμως έμελλε να λυθεί στα χρόνια που θα ακολουθούσαν, με τον πιο τρομακτικό τρόπο.
Λένε ότι ένας καλός συγγραφέας σκιαγραφεί αδρά, αναλυτικά και με κλιμακούμενη λεπτομέρεια τα πορτραίτα των ηρώων του, αλλά με δεδομένο ότι ούτε εγώ είμαι καλός συγγραφέας, ούτε η Λίτσα ηρωίδα, θα αρκεστείτε στη ζωγραφιά του Βασίλη και στην πληροφορία ότι η μέλλουσα κυρία Αμπατζόγλου είχε ύψος παλαιού ψυγείου ΠΙΤΣΟΣ (1.50, χωρίς τα ροδάκια από κάτω και χωρίς το σεμέν με την ψωμιέρα από πάνω), δύο παγωμένα και ανέκφραστα καταγάλανα μάτια και δύο ολοστρόγγυλα βυζιά, τα οποία δεν πρόκειται να παίξουν ιδιαίτερο ρόλο στην ιστορία μας, φαίνεται όμως να έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο για τον κύριο Αμπατζόγλου στην επιλογή της τρίτης του συζύγου.
Η θεία της Λίτσας, η κυρά-Δέσποινα, μόλις κατέφτασε η ανηψιά της στο Βραχάτι, την εγκατέστησε στο κατώι του σπιτιού και ασχολήθηκε αμέσως με την ορθή ανατροφή και εκπαίδευσή της. Θυμόσοφη και προοδευτική παρά τα 75 της χρόνια, η κυρά-Δέσποινα έκρινε ορθά ότι το Γυμνάσιο Κορίνθου δεν είχε κάτι το ιδιαίτερο να προσφέρει σε ένα κορίτσι της ηλικίας της, οπότε την κράτησε σπίτι και της ξεκίνησε υπερεντατικά σεμινάρια οικοκυρικής, μαγειρικής και πλεκτικής, εμπλουτισμένα με στοχευμένα ιδιαίτερα μαθήματα στο πατρόν, τη ζαχαροπλαστική, τα θρησκευτικά και την καφεμαντεία.
Εδώ να σας πω ότι η κυρά Δέσποινα, πτωχή πλην τιμία (ως ένα βαθμό), βιοπορίζετο ως μοδίστρα και καφεμάντις στην ευρύτερη περιοχή της Βόχας. Χήρα άνευ τέκνων, είχε ένα κτηματάκι στο Αζίζι που το καλλιεργούσε, το δε σπίτι όπου διέμενε το ενοίκιαζε από τον κύριο Σόλωνα, τον πλούσιο πλήν τσιγγούνη (στον υπέρτατο βαθμό), ιδιοκτήτη του μοναδικού οπωροπαντοπωλείου – καφενείου – μπαρ του χωριού.
Οι παλαιότεροι της περιοχής θυμούνται ακόμη εκείνη την βροχερή Πέμπτη, προπαραμονή Χριστουγέννων, στο παντοπωλείο του Σόλωνα, μια βδομάδα περίπου μετά την έλευση της Λίτσας στο Βραχάτι. Η κυρά-Δέσποινα με την ανηψιά της μπήκαν στο μαγαζί για να αγοράσουνε κόπιτσες. Ο Σόλων ήταν στις μαύρες του – είναι γνωστό ότι τα Χριστούγεννα είναι η χειρότερη εποχή του τσιγγούνη, θες τα κάλαντα, θες τα κεράσματα, θες τα δώρα, τα Χριστούγεννα αποτελούν ένα ύπουλο χτύπημα κάτω από τη ζώνη για κάθε τσίπη που σέβεται τις αποταμιεύσεις του. Σε μια επίδειξη μεγαλομανίας, κακίας και τσιγγουνίασης, ο Σόλων, αφού χρέωσε στην Δέσποινα τις κόπιτσες ακριβότερα κι από φούντα Ζευγολατιού, γύρισε και της είπε:
– Κυρά Δέσποινα, βλέπω ότι έφερες παρέα τώρα στο σπίτι. Εγώ όμως το σπίτι στο νοικιάζω για ένα άτομο, όχι για δύο. Μετά τα Φώτα, θα περάσω από κει να κουβεντιάσουμε για την αύξηση.
Οι θαμώνες στο μαγαζί πάγωσαν, η κυρά-Δέσποινα κάτι πήγε να ψελλίσει, της αρπάζει το χέρι η μικρή Λίτσα, την τραβάει προς τα πίσω, κάνει δύο βήματα μπροστά και στέκεται καμαρωτή μπροστά στον έκπληκτο Σόλωνα, να τον κοιτάει διαπεραστικά με αυτά τα τεράστια, ανέκφραστα, παγωμένα της μάτια. Ο Σόλων είχε μείνει στήλη άλατος. Στο μαγαζί και κόπιτσα να έπεφτε, θα την άκουγες. Η Λίτσα έμεινε για κανένα δίλεπτο να τον κοιτάζει και μετά τον ρώτησε:
-Πώς σας λένε?
-Σόλων. Εσένα?
-Κύριε Σόλων. Αυτό θα το μετανιώσετε πικρά.
Ύστερα, γύρισε προς τη θεία της, την πήρε από το χέρι κι εξαφανίστηκαν μαζί με τις κόπιτσες στο βροχερό βραχατιώτικο απόγευμα.
Το επόμενο πρωί, παραμονή Χριστουγέννων, περί ώρα 7, τα πρώτα παιδάκια κατέφτασαν στο παντοπωλείο του Σόλωνα, για να του πούνε τα κάλαντα. Τα παιδιά ήξεραν ότι ο Σόλων δε θα τους έδινε τίποτα, αλλά πηγαίναν επίτηδες, για να τον κογιονάρουν και για να δουν τη φάτσα του όταν έκανε ότι έψαχνε στην ποδιά του για δεκάρες και δήθεν δεν εύρισκε. Τα παιδιά βρήκαν την πόρτα μισάνοιχτη και τρύπωσαν μέσα. Στη μέση του μαγαζιού ήταν απλωμένο το άψυχο κορμί του παντοπώλη και γύρω-γύρω σκορπισμένες δραχμές και τάληρα. Τα πιτσιρίκια πανικόβλητα, βούτηξαν όσα περισσότερα κέρματα μπορούσαν – άλλωστε «το σάβανο δεν έχει τσέπες», έτσι τους μάθανε στο σχολείο, κι ας δώσουμε εδώ ένα credit στην κυρα-Δέσποινα που αποφάσισε να το κρατήσει το δικό της ανηψάκι στο σπίτι – κι έτρεξαν αμέσως να ειδοποιήσουν τους γονείς τους.
Ο θάνατος του Σόλωνα απεδόθη από τον ιατρό Ρουφογάλη σε ανακοπή καρδιάς, προκληθείσα εκ σακχάρου και κακής διατροφής (και ανατροφής, θα προσέθετα εγώ), όμως ολόκληρο το χωριό ήταν πεπεισμένο για την πραγματική αιτία. Καθαρή περίπτωση βασκανίας. Ο Σόλων «έσκασε».
Όλοι έμαθαν για το περιστατικό στο παντοπωλείο. Για τις τρελές απαιτήσεις του Σόλωνα. Για τα παγωμένα μάτια της μικρής. Για τον τρόπο που τον κοίταξε. Για αυτό που του είπε. Κι όλοι κατάλαβαν φυσικά. Κι ας κτύπαγε κάτω τον κώλο του ο Ρουφογάλης ότι ο Σόλων είχε χρόνιο πρόβλημα καρδιάς και δεν πρόσεχε. Κι ας έσκιζε τα πτυχία του ότι ο θάνατος του εμποράκου ήταν απολύτως φυσιολογικός και αναμενόμενος. Όπως άλλωστε είναι γνωστό, η επιστήμη είναι χρήσιμη για να μας εξηγεί αυτά που δεν ξέρουμε, αυτά που ξέρουμε τα καταλαβαίνουμε και μόνοι μας, δε χρειαζόμαστε τον κάθε σκιτζή για να μας κάνει ανάλυση και φιγούρα. Η αλήθεια εδώ ήταν μια και αναντίρρητη. Τον Σόλωνα τον έφαγε η Μάγισσα.
Λίγες μέρες μετά την κηδεία του Σόλωνα, ένα δεύτερο περιστατικό ήρθε να ενισχύσει ακόμα περισσότερο τη φήμη της Λίτσας. Ο μπαρμπα-Κώστας ο χασάπης έπεσε από τον γάιδαρο του κι έσπασε και τα δύο ισχία, την ώρα που πέρναγε μπροστά από το σπίτι της κυρα-Δέσποινας. Το τελευταίο που θυμόταν ο μπαρμπα-Κώστας πριν την πτώση, ήταν τη Λίτσα να κάθεται και να πλέκει μπροστά στο κατώι, τον γάιδαρο να αμολάει μια ξεγυρισμένη γκουμούτσα μπροστά στο σπίτι της Δέσποινας και την Λίτσα να κοιτάει αυστηρά τον γάιδαρο, με αυτά τα απόκοσμα, παγωμένα, γαλάζια της μάτια.
Αυτό ήταν.
Στο χωριό, αλλά και σε ολόκληρη τη Βόχα, η Λίτσα έγινε πλέον γνωστή ως «η μάγισσα της Γκούρας».
Η κυρά-Δέσποινα, ως κηδεμόνας της νεαράς αλλά νιώθοντας ότι έχει επενδύσει και προσωπικά στην εκπαίδευσή της, άφησε κατά μέρος τα σεμινάρια μαγειρικής και πλεκτικής και έστρεψε τη μικρή Λίτσα εκεί που το παιδί απέδιδε καλύτερα, δηλαδή στη μαντική και στη βασκανία.
- Η Ζωγραφιά: Ο φιλάργυρος παντοπώλης μεταστάς εις τας Αιωνίους Μονάς, και η μικρή Λίτσα πλέκων. Μολύβι, παστέλ, ακρυλικά, στο καλό τετράδιο. Από τα μαγικά χεράκια του αδερφού Γιοκούς.
- Μουσική Υπόκρουσις: Παράξενη Κοπέλα – Χιώτης, Νίνου
https://www.youtube.com/watch?v=_Z2-3GTZZIk
=======================================
Κεφάλαιο 2ο – Λιοντάρι Μάγια Μου Κανες
Παρότι η κυρά Δέσποινα ήτο φημισμένη στην ευρύτερη Βόχα ως σεβάσμια και έγκριτη καφεμάντις, τα μαθήματα καφε-προγνώσεων και βασκανίας αποδείχθηκαν μάλλον περιττά για την μικρή Λίτσα. Αν η κυρά Δέσποινα ήταν η θειά σου η Φρόσω από το Ζευγολατιό που μαστόρευε στοιχειωδώς τραγανή σπανακόπιτα, η μικρή Λίτσα ήταν ο ίδιος ο Πετρετζίκης χωρίς το μούσι (δηλαδή μούσι είχε, αλλά επειδή ήτανε ξανθιά, δεν «ακουγότανε», που λένε και οι σεφς). Δυστυχώς, μεταξύ δασκάλου και μαθητού, η απόσταση υπήρξε χαώδης. Ήταν σαν να συγκρίνεις τα σκατά με την κολώνια. Αν η κυρα-Δέσποινα μπορούσε να προβλέψει δια του καφέ ότι ένα Δέλτα θα απασχολούσε σύντομα τη ζωή σου, η μικρή Λίτσα θα σου αποκάλυπτε ότι ο άντρας σου πηδάει τη Δημητρούλα στα Διπόταμα, στο χάνι του Δελήμπαση κάθε δεύτερη Δευτέρα.
Στο Ζευγολατιό λέμε ότι «όταν έχεις το Θεό, τι τους θέλεις του Αγίους» και ποιος φυσικά θα πήγαινε σε οιαδήποτε άλλη καφεμάντισσα – της κυρα Δέσποινας συμπεριλαμβανομένης – όταν μπορούσε να πάει στο «μαγισσάκι». Κονβόι ξεκινούσαν οι κυρίες από την Κόρινθο κι από τα χωριά για να έρθουν να τους πει τον καφέ η Μάγισσα της Γκούρας. Η εγκυρότητα των προβλέψεών της ήταν σχεδόν τρομακτική. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τη γιαγιά μου, που μου έλεγε την εξής ιστορία:
Μια από τις πιο πιστές πελάτισσες της Λίτσας ήταν η κυρία Φωφώ, διαμένουσα σε ένα μικρό παράπηγμα, απέναντι ακριβώς από τη Λίτσα. Η κάψα της κυρά Φωφώς ήταν να παντρευτεί ο γιόκας της ο Ηλίας και να δει επιτέλους εγγονάκια. Με δεδομένο ότι ο Ηλίας ήταν άσχημος σαν χρέος (κατά Κοκτώ) και θεαματικά ηλίθιος, αποτελούσε απορίας άξιο για ποιο λόγο θα επιθυμούσε οποιοσδήποτε την περαιτέρω αναπαραγωγή του συγκεκριμένου DNA, αλλά ένας ηλίθιος είναι πάντα ένας ηλίθιος και μια μάνα είναι πάντα μια μάνα, όσο ηλίθιο κι αν ακούγεται αυτό.
Επειδή η Φωφώ λεφτά για να πληρώσει την Λίτσα δεν είχε, της πήγαινε πάντα πεσκέσι μια τυρόπιτα. Η Λίτσα που ήτανε ψυχάρα, αποδεχόταν κάθε φορά με γαλατική ευγένεια την τυρόπιτα, μια τυρόπιτα πιο αλμυρή κι από μπακαλιάρο και πιο σκληρή και άνοστη κι απ τον συγχωρεμένο το Σόλωνα, καλή του ώρα. Μάταια η Λίτσα την συμβούλευε να μη φέρνει τίποτα – πολύ περισσότερο τυρόπιτα – μια γειτονιά είμαστε, έτσι της έλεγε, αν δε σε βοηθήσω εγώ, ποιος θα σε βοηθήσει. Και για τον Ηλία κάθε φορά της τα μάσαγε, μάλλον για να μην την πικράνει. Μια βροχερή Πέμπτη όμως, η Φωφώ εμφανίστηκε και πάλι στο κατώι με την περιβόητη τυρόπιτα, προσπερνώντας μάλιστα στην ουρά και δυο κυρίες από την Αρχαία Κόρινθο που περίμεναν υπομονετικά τη σειρά τους.
Αυτή τη φορά επέμεινε να δοκιμάσει επιτόπου η Λίτσα την τυρόπιτα, ζητώντας μάλιστα επιτακτικά να μάθει επιπλέον λεπτομέρειες για το μέλλον του κανακάρη της. Η Λίτσα έφαγε διστακτικά μια γωνίτσα (εδώ να σας ενημερώσω, ότι στην κακή τυρόπιτα, η γωνίτσα είναι το χειρότερο σημείο της) και προσπάθησε και πάλι να αποφύγει τις προβλέψεις για το βλαστάρι της Φωφώς. Όμως αυτή τη φορά, η Φωφώ είχε έρθει αποφασισμένη. Ή θα έτρωγε η Λίτσα κι άλλη τυρόπιτα, ή θα της έλεγε την πάσα αλήθεια. Υπό το βάρος ενός τόσο αποκρουστικού διλήμματος, η Λίτσα τα ξέρασε όλα.
– Φωφώ, έχω καλά νέα και κακά νέα. Στα κακά νέα, ο Ηλίας σου σύντομα θα τα μπλέξει με μια ξετσίπωτη από το Δερβένι (νάτο πάλι το Δέλτα). Δε θα θέλει να την παντρευτεί, αλλά εσύ θα ξετρελαθείς μαζί της, θα του αλλάξεις τα φώτα στην γκρίνια, χαζός αυτός, θα σπάσει και θα την πάρει. Τέτοια θα είναι η χαρά σου, που θα της γράψεις το σπίτι και θα πας να ζήσεις στην αδερφή σου στο Λέχαιο (το Κολομπότσι που λέγαμε). Αυτή η λεγάμενη, στον χρόνο πάνω θα τον παρατήσει και θα δώσει το σπίτι σου αντιπαροχή, για να σηκώσουν κατάστημα και τρεις ορόφους. Στα καλά νέα, η πολυκατοικία που θα κατασκευαστεί θα είναι πολύ μοντέρνα και θα βλέπει θάλασσα, στο δε κατάστημα που θα ανοίξει, βλέπω ότι θα συμπεριφέρονται στο τυρί πολύ καλύτερα από σένα.
Πράγματι, όπως μου εκμυστηρεύτηκε η γιαγιά μου, τα πράγματα συνέβησαν έτσι ακριβώς όπως είπε η Μάγισσα, στο δε ισόγειο της νεοανεγερθείσας οικοδομής άνοιξε ο Χαραλαμπίδης, μια από τις διασημότερες και καλύτερες πιτσαρίες της Βόχας μέχρι και σήμερα.
Κι έτσι περνούσαν τα χρόνια, οι προβλέψεις, τα σπίτια, οι τυρόπιτες, κι η Λίτσα έγινε διάσημη και πάμπλουτη. Αγόρασε μάλιστα κι από τον αδερφό του Σόλωνα το πατρικό τους στον Μεγάλο Δρόμο, στη σημερινή παλαιά Εθνική Κορίνθου-Πατρών, κι άνοιξε Μαντείο στο ισόγειο και σπίτι για τον εαυτό της και την κυρά Δέσποινα στον όροφο. Γιατί η Λίτσα είχε μεγάλη αδυναμία στη θειά της, δεν το ξεχνούσε ότι εκείνη την ανάστησε. Την είχε λοιπόν βασίλισσα στον πρώτο, με δική της κάμαρη και μπάνιο, και την διόρισε προσωπική της βοηθό στο Μαντείο, να μαστορεύει τους καφέδες και να κρατά το ταμείο.
Μέχρι που, στη δεκαετία του ’70 πλέον, μαύρα σύννεφα ήρθαν να σκεπάσουν την όμορφη Βόχα. Η βασική ασχολία των ντόπιων ήταν μέχρι τότε η γεωργία και κυρίως τα βερίκοκα. Έπεσε όμως ασθένεια φοβερή κι αρχίσανε ένα-ένα τα δέντρα και μαράζωνανε. Οι γεωπόνοι που ήρθαν από την Αθήνα ήταν κάθετοι. Τα δέντρα είχαν σάρκωμα, ένα είδος καρκίνου και θα πρεπε να βγάλουν τις βερικοκιές και να βάλουν εσπεριδοειδή, πορτοκαλιές και λεμονιές. Όμως η τοπική κοινωνία είχε βγάλει τα συμπεράσματά της. Επρόκειτο και πάλι για βασκανία. Όχι από τη Λίτσα αυτή τη φορά. Ο κάθε αγρότης πίστευε ότι η αρρώστια ήταν προϊόν γλωσσοφαγιάς από τους συγχωριανούς του. Έτσι κι ο θείος μου ο Μίμης, που είχε σαράντα στρέμματα βερικοκιές στο Αζίζι και δεν του έμεινε φύλλο. Έσκουζε κι ούρλιαζε για το μάτι το κακό του κυρ Στέφανου, που είχε αμπέλι ακριβώς δίπλα, που δεν του φτούραγε ποτέ, και του το μάτιασε το κτηματάκι του, κακοχρονονάχει. Απαρηγόρητος ο Μίμης, είπε τον πόνο του στη γιαγιά μου, η γιαγιά μου τι να κάνει, γεωπόνος δεν ήτανε, του έγραψε παραπεμπτικό για την Λίτσα, να πάει να ζητήσει βουλή από την Μάγισσα.
Πήγε που λέτε ο Μίμης στη Λίτσα, το και το κυρία Λίτσα μου, πάνε τα φρουτάκια μου, τα βερικοκάκια μου, μου τα έφαγε αυτός ο μπαμπέσης ο κυρ Στέφανος, γαμώ το φελέκι του και το μάτι του το κακό και το κλούβιο. Η Λίτσα, που βερικοκολόγος δεν ήτανε, αλλά μια στοιχειώδη λογική την είχε, τον προέτρεψε να κοιτάξει το ζήτημα εκ γεωπονικής πλευράς και να ζητήσει γνώμη ειδικού. Κι αν οι ειδικοί του έλεγαν να αλλάξει τα δέντρα, θα ήταν καλό να τα άλλαζε μια ώρα αρχύτερα. Ο Μίμης ανένδοτος. Βασκανία πρώτου μεγέθους. Μάταια προσπαθούσε η Λίτσα να του αλλάξει γνώμη. Αφού είδε και απόειδε, η Λίτσα κατάλαβε ότι δε θα ξεμπέρδευε εύκολα με τον Μίμη, αν δε πήγαινε με τα νερά του.
– Άκου κύριε Μίμη τι θα κάνεις. Τα δέντρα σου έχουν βασκαθεί, πλέον δε σώζονται. Βγάλτα γρήγορα, και σήμερα ακόμα άμα μπορείς. Όσο μένει η βασκανία, τόσο το χειρότερο. Και βάλε πορτοκαλιές το συντομότερο. Πριν το κάνουν κι οι άλλοι. Και για τη βασκανία, η λύση είναι μία. Έχεις δει τι έχω στην είσοδο του σπιτιού μου? Δεξιά κι αριστερά από την πόρτα, έχω βάλει δυο λιονταράκια. Κεραμικά ή πέτρινα, δεν έχει σημασία. Αλλά να φαίνονται καθαρά τα νύχια τους και να έχουν το κεφάλι χαμηλά. Θα πας και θα πάρεις δύο και θα τα βάλεις στην είσοδο του σπιτιού σου. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη προστασία από αυτή για την βασκανία.
– Λιονταράκια, κυρα Λίτσα μου?
– Λιονταράκια. Αλλά να φαίνονται καθαρά τα νύχια και να έχουν το κεφάλι χαμηλά, ζουμπηγμένο, όχι από αυτά τα όρθια, αυτά δεν κάνουνε δουλειά. Και να αλλάξεις την καλλιέργεια. Αύριο κιόλας. Και κύριε Μίμη, το νου σου, είναι πανίσχυρο αυτό το ξόρκι, μόνο σε σένα το δίνω, μη τυχόν και σου ξεφύγει πουθενά.
– Στον καφέ που πίνω, κυρά Λίτσα μου.
Αναθαρρυμένος έφυγε από το Μαντείο ο Μίμης και την άλλη μέρα πρωί-πρωί έβαλε εργάτες να ξεριζώσουν τα δέντρα και αυτός σάρωσε όλη την Κορινθία για λιονταράκια. Ο θείος Μίμης μπορεί να τέλειωσε χαριστικά την Τρίτη Δημοτικού, κυρίως λόγω του πατέρα του που διετέλεσε χωροφύλαξ, αλλά ήταν απίστευτος βωμολόγος και τρομερός γλωσσοπλάστης. Πήγαινε λοιπόν σε όλα τα μαγαζιά και ζήταγε να μάθει αν έχουν «Λεωντόνυχους μπηχτουκέφαλους1» (ξέρω ότι ακούγεται λατινικό, αλλά δεν είναι). Κι ενώ οι Λεωντόνυχοι ήταν είδος εν αφθονία στην Κορινθία, με τους μπηχτοκέφαλους ταλαιπωρήθηκε άσχημα, η αλήθεια να λέγεται.
Φωτό 1. Leontonychus Bychtukefalus, o εξολοθρευτής της βασκανίας, ο ορίτζιναλ, όπως πρέπει να είναι, με τις νυχάρες του αγριωπές και το κεφάλι ζουμπηγμένο προς τα κάτω.
– Αυτόν να πάρετε κύριε Μίμη, δείτε το, δείτε το το λιονταράκι, για δείτε το, καμαρωτό – καμαρωτό, με τη χαιτούλα του, με τα νυχάκια του.
– Δε μου κάνει κυρά Λένη.
– Μα γιατί κύριε Μίμη μας?
– Παραείναι καμαρωτός και κουνιστός, εγώ τον θέλω με ζουμπηχτό το κεφάλι, πώς το λένε ρε παιδάκι μου, μπηχτουκέφαλο, σα ναχει αρπάξει τον κόκκορα από το κοτέτσι και νάχει φάει καρπαζά για να κάτσει φρόνιμος.
– Μπηχτοκέφαλο δεν έχουμε. Γιατί δεν παίρνετε αυτόν2, είναι ψηλός, φρόνιμος, όμορφος, πέτρινος, αντέχει και στη βροχή, θα τον ευχαριστηθείτε σας λέω.
– Δε ψάχνω για γκόμενα κυρά Λένη, για μπηχτουκέφαλου ψάχνω, γαμώ το κεφάλι σου και το μαγαζί σου και τα λιονταράκια σας, μαλακισμένη.
Φωτό 2. Leontonychus Non-Bychtukefalus, o ντεμέκ, που δεν κάνει τίποτα για τη βασκανία, έχει το κεφάλι ψηλά και πιάνει και χώρο κι έχει και κάτι νυχάκια τσουρούτικα, σαν να του χει κάνει πεντικιούρ η Βίβιαν από το Tails for Nails στο Ξυλόκαστρο.
Στο τέλος, βρήκε έναν γέρο ζαβό στο Βέλο που για καλή του τύχη είχε και Λεωντόνυχους και Μπηχτοκέφαλους, αγόρασε τέσσερις, για νάχει και δύο εφεδρικούς, σε περίπτωση που του σπάσουν οι πρώτοι ή τα κορδώσει ο γέρος και πήγε σφαίρα και τους εγκατέστησε στην είσοδο του σπιτιού του.
Κράτησε δε τη συμβουλή της Λίτσας επτασφράγιστο μυστικό, μόνο στον αδερφό του τον Παναγή το εκμυστηριεύτηκε, κι αυτός ο μαλάκας με τη σειρά του το ξέρασε στον κουμπάρο του τον καφετζή και έτσι, μέσα σε τρεις μήνες, όλη η Βόχα είχε αλλάξει την καλλιέργεια σε πορτοκαλιές, ο γέρος στο Βέλο έγινε ζάπλουτος και τα μισά σπίτια της περιοχής κοσμούνται μέχρι και σήμερα με αυτά τα μαγικά και γουστόζικα λιονταράκια που διώχνουν το κακό, τους υποψήφιους αγοραστές και την βασκανία.
Υ.Γ. 1. Θερμές ευχαριστίες στη φίλη μου την Πέππα, που με έμαθε να ξεχωρίζω τους λεωντόνυχους.
Υ.Γ. 2. Η ζωγραφιά του Βασίλη: “Ο Λέων της Νεμέας, ράτσας αρχαίας.” παστέλ και ακρυλικά, 20Χ18 cm.
Υ.Γ. 3. Αφού η ζωγραφιά είναι του Βασίλη, θα είναι και το τραγούδι. – Με έκανε ο Θεός μικρό – Βασίλης Νικολαϊδης
==================================================
Κεφάλαιο 3ο – Μάγισσες Φέρτε Βότανα
«Βάλε, βάλε,
Βάλε, βάλε,
Το πολύ πολύ να έχω,
Τραγικό Φινάλε»
Κώστας Σκαφίδας
Η Λίτσα, στις αρχές της δεκαετίας του 80, στο απόγειο πλέον της δόξας της, δεν είχε λόγο να παραπονιέται. Είχε δίκαια χειροτονηθεί ως η πιο ξακουστή μάγισσα της βόρειας τουλάχιστον Πελοποννήσου (αν ζούσε σήμερα, θα είχε 5 αστεράκια ακατέβατα στο trip advisor), είχε φήμη, μαντείο, το διωροφάκι της, τα κτηματάκια της, τα λιονταράκια της, ό,τι τέλος πάντων μπορεί να επιθυμήσει μια γυναίκα. Έκανε μάλιστα και φιλανθρωπίες στο χωριό, πλήρωσε για να βαφτεί το Δημοτικό, έστησε λαογραφικό μουσείο προγνωστικών επιστημών, ίδρυσε λέσχη κυριών με μαθήματα ζαχαροπλαστικής και άκουα-καλαματιανό για τις ηλικιωμένες με κινητικά προβλήματα, εν ολίγοις προσπάθησε να δώσει πίσω στην νέα της πατρίδα λίγη από την αγάπη (και τα λεφτά) που ο τόπος της χάρισε.
Κι όλα θα κυλούσαν ήσυχα και παραμυθένια, αν μια ηλιόλουστη Παρασκευή εκείνου του καταραμένου Σεπτέμβρη του 80, δεν εμφανιζόταν ασθμαίνουσα στο Μαντείο η κυρά Καλλιόπη, περί ώραν ενάτη βραδυνή, εκτός δηλαδή μαντικού ωραρίου (όπως και ο Ναός του Ποσειδώνος στο Σούνιο, το Μαντείο λειτουργεί Δευτέρα έως Παρασκευή από τις 10 το πρωί έως τη δύση του ηλίου).
Με την ψυχή στο στόμα έφτασε η Καλλιόπη, κρατώντας στην αγκαλιά της το τρίχρονο Ευτερπάκι της, ένα κοριτσάκι εφιαλτικά άσχημο και άτυχο, καθώς αν είχε γεννηθεί λίγα χρόνια νωρίτερα και στη σωστή πλευρά του Ατλαντικού, είναι σίγουρο ότι θα την είχε επιλέξει ο Γουίλιαμ Φρίντκιν όταν γύριζε τον Εξορκιστή, αλλά ας όψεται ο μαλάκας ο Σάκης που για χρόνια δεν ήθελε να κάνουνε παιδί, η γκιόσα η πεθερά της που δεν τους άφησε να μεταναστεύσουν στο Ιλινόι, και η πουτάνα η Βόχα που τρώει τα ταλέντα της. Μες το κλάμα και την μίξα η Καλλιόπη – λόγω Σάκη, τον οποίον βάραιναν σοβαρές υποψίες για μοιχεία με την μανάβισσα – ασορτί και το Ευτερπάκι, που κάποια αρρώστια είχε το σκασμένο κι είχε πλαντάξει στο φτέρνισμα, τι να κάνει κι η δόλια η Λίτσα, τις δέχτηκε εκτός ωραρίου, κι ας μην το επιτρέπει η συλλογική της σύμβαση, κι ας είναι και γρουσουζιά μεγάλη να λες φλιτζάνι αφού πέσει ο ήλιος.
Αυτό το τελευταίο πάντως, το περί γρουσουζιάς, έμελλε να επιβεβαιωθεί με τον πιο περίεργο τρόπο. Το ότι ο Σάκης πήδαγε τη μανάβισσα ήταν πασίγνωστο σε ολόκληρη τη Βόχα, αυτό όμως που αγνοούσε και η Καλλιόπη και ο Σάκης και η Λίτσα δυστυχώς, ήταν ότι η μικρή Ευτέρπη είχε ιλαρά, την οποία, με έξυπνα φτερνίσματα και βήχες, κατάφερε να μεταδώσει στη Λίτσα, η οποία, έχοντας φοιτήσει μόνο μέχρι την Τετάρτη Δημοτικού, δεν είχε την τύχη να περάσει την παιδική αρρώστια στην ώρα της.
Ο γιατρός Ρουφογάλης που κλήθηκε εσπευσμένα, της χορήγησε ισχυρή αντιβίωση και της συνέστησε αυστηρά να οικουρήσει για τουλάχιστον δύο μήνες, με μπατζούρια κλειστά, χωρίς φως και επαφή με κόσμο. Τι να κάνει κι η Λίτσα, πιάνει την κυρά Δέσποινα, τράβα ρε θεία και βάλε ταμπέλα στο Μαντείο, κλειστόν λόγω ασθενείας, θα είμεθα κοντά σας το συντομότερο. Το σκέφτεται η κυρά Δέσποινα, δύο μήνες κλειστό το μαντείο, τι θα κάνουν οι πελάτες, πώς θα το δεχτούνε, αποφασίζουν λοιπόν για την περίοδο αυτή να λέει πάλι τον καφέ η κυρά Δέσποινα όπως παλιά, τουλάχιστον να προσφέρουν αντιμετώπιση στα επείγοντα περιστατικά, να μην μείνει ο κοσμάκης στην τύχη του.
Όμως στους ανθρώπους δεν αρέσουν οι αλλαγές, άμα πίνεις Χένινγκερ θες Χένινγκερ, άμα πίνεις κοακόλα παραγγέλνεις κοακόλα κι άμα θες φλιτζάνι σπέσιαλ πας στη μάγισσα της Γκούρας, δε πας στο ραμολί τη θεία της, που από τον καταρράκτη μπερδεύει στην τηλεόραση την Κάτια Δανδουλάκη με τον Λυκούργο Καλλέργη στους Πανθέους, όχι τώρα να σου διακρίνει ένα δέλτα, ένα δρόμο κι ένα μί στο φλιτζανάκι του καφέ το τσουρούτικο. Έτσι λοιπόν, παρά την τίμια προσπάθεια της κυρά Δέσποινας, στο Μαντείο τις πρώτες μέρες δεν πάταγε ψυχή.
Την ίδια περίοδο όμως, στην ευρύτερη περιοχή της Βόχας, είχαν καταφτάσει δύο χονδρές αδερφές Γερμανίδες για περιπατητικό τουρισμό. Έμεναν στο Χάνι του Δελήμπαση και περπατούσαν τουλάχιστον είκοσι χιλιόμετρα τη μέρα, προς πάσα κατεύθυνση. Οι Γερμανίδες είχαν έρθει στην Βόχα με σκοπό να απολαύσουν τις ξακουστές ομορφιές της, αποφασισμένες να αδυνατίσουν με μεσογειακή διατροφή και ανελέητο περπάτημα, και να γυρίσουν πλέον ανανεωμένες και αγνώριστες στο Ντόρτμουντ, να τις δει ο θεογκόμενος ο Κλάους που έχει το μπρατβουρστάδικο στην Grazer Strasse και να ορκιστεί να μην ξαναπιεί Παουλάνερ και να μην ξαναφάει ζάουερκραουτ αν δεν τις κάνει δικές του.
Οι Γερμανίδες ήταν λάτρεις της κλασσικής Ελλάδος – είχαν κάνει και αρχαία Ελληνικά στο Hochschule – αλλά και της νεώτερης, καθώς δεν είχαν αφήσει γκόμενο για γκόμενο στην περιοχή που να μην του την πέσουνε. Τελευταίως, είχαν ξετρελαθεί κι οι δύο με τον Δήμαρχο του Βραχατίου, τον κυρ-Ανέστη, που ήταν αψηλός, θεωρητικός, με μουστάκα στριφογυριστή και με φωνή βαριά κι ασήκωτη. Τον άκουσαν ένα βράδυ να τραγουδάει το «Πέντε μάγκες στον Περαία» στην ταβέρνα του Στρατή στο Ακρογιάλι και πάθανε τέτοιον ντουβρουτζά που ξεχάσανε και τις διατροφές και τα περπατήματα και τον μάλακα τον Κλάους και τα λουκάνικά του. Κι αρχίσανε μάλιστα να τσακώνονται μεταξύ τους, ποια θα τον κάνει δικό της.
Όμως δυστυχώς για τας αλλοδαπάς υπήρχε ένα πρόβλημα, ένα πρόβλημα σοβαρό και δυσεπίλυτο που άκουγε στο όνομα Πηνελόπη. Η Πηνελόπη Κατσιγέρη ήταν μια από τις πλουσιότερες και κομψότερες γυναίκες της Βόχας και ταυτοχρόνως – σας άφησα το χειρότερο για το τέλος – σύζυγος του κυρ-Ανέστη και κέρβερος σωστός, να μην τον αφήνει να κουνήσει ρούπι. Ο Ανέστης από την άλλη, παρότι λάτρης του ποδόγυρου, αντιλαμβανόταν πλήρως ότι αφενός το αξίωμα του Δημάρχου απαιτεί θυσίας και αφετέρου ότι χωρίς την οικονομική υποστήριξη της συζύγου του δε θα εκλεγόταν ούτε καντηλανάφτης στο ξωκλήσι του Αη Λιά στα Εξαμίλια.
Εκείνο το βράδυ στη ταβέρνα του Στρατή, ο Ανέστης τις καλάρισε τις Γερμανίδες και πήγε μάλιστα και στο τραπέζι τους, υπό το άγρυπνο βλέμμα της συζύγου του, και τους τραγούδησε κιόλας («από ευγένεια, μπορεί να είναι ετεροδημότισσες, ποτέ δεν ξέρεις», έτσι της είπε της Πηνελόπης), αλλά πέραν αυτού, ουδέν. Η Πηνελόπη, για να μπει και στο μάτι των Γερμανίδων, σηκώθηκε και χόρεψε ένα τσιφτετέλι, με τον Ανέστη υποχρεωτικώς γονατιστό να βαρά άρρυθμα παλαμάκια, όσο εκείνη λικνιζόταν με το χειροποίητο φόρεμά της και κουδούνιζαν τα αμέτρητα χρυσά της κοσμήματα (φορούσε τόσα κοσμήματα η Πηνελόπη, που στο Βραχάτι έλεγαν ότι αν της κόψεις το δεξί αυτί, θα μπορούσε να ζήσει μια εξαμελής οικογένεια στο Ζευγολατιό για 50 χρόνια), θυμίζοντας στον Ανέστη το αλληλένδετο της συζυγικής αφοσίωσης με την προεκλογική χρηματοδότηση.
Οι Γερμανίδες όμως δεν το έβαλαν κάτω. Η μια, η πιο κοντή (γιατί πάντα όλα τα κακά, από το κοντοπούτανο ξεκινάνε) έμαθε για τη μάγισσα της Γκούρας, για τις προβλέψεις και τα ματζούνια της και έσπευσε να την επισκεφθεί. Μη γνωρίζοντας φυσικά ότι η πραγματική μάγισσα ήτο ασθενής, την περιέλαβε η μάγισσα η ντεμέκ, δηλαδή η κυρά-Δέσποινα, η οποία – διψασμένη για το μεγάλο comeback στη μαντική και για γερμανικά μάρκα, την πέρασε στο Μαντείο, κοπιάστε κυρία Ίνγκε μας, πώς μπορούμε να σας φανούμε χρήσιμοι, πείτε μου το προμπλέμ σας.
Το και το, κυρίεν Δέσποινεν, εγκώ από Ντόρτμουντ στο Ελλάντα και έπεσα εις έρωταν αβάστακτον και δακρύβρεκτον, τέλω τον Ανέστεν τον μάγκα, τον βαρύ, τον Μπουργκερμάιστερ.
Τώρα, σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου, αν σου εμφανιστεί στο Μαντείο μια τρελή, κοντή γερμανίδα, που έχει βαλθεί ντε και καλά να σου πηδήξει τον Δήμαρχο, βρίσκεις έναν εύσχημο τρόπο είτε να την αποτρέψεις, είτε να την ξεφορτωθείς, όλες οι μάγισσες το ξέρουν αυτό, RTFM που λέμε και στο Ζευγολατιό (Σ.τ.Μ. Read The Fucking Manual).
Όχι όμως κι η κυρά Δέσποινα. Έχοντας βάλει πλώρη να επανακτήσει λίγη από τη δόξα που η ανηψιά της χωρίς να το θέλει της στέρησε, αποφάσισε να βοηθήσει την Ίνγκε στο ύπουλο έργο της. Έβαλε την υπηρέτριά της, τη Βαγγελιώ να ψήσει καφέ για τη Γερμανίδα, της είπε διάφορες συμβουλές από το φλιτζάνι, την διαβεβαίωσε ότι ο Ανέστης τη θέλει κι εκείνος, της συνταγογράφησε βότανα και ματζούνια, αλλά, το σημαντικότερο, της υπέδειξε ότι ο εκλεκτός της καρδιάς της πηγαίνει κάθε Πέμπτη απόγευμα μόνος του στο Υδραγωγείο, να επιθεωρήσει τις σωληνώσεις. Δε χρειαζόταν κάτι άλλο. Σαν να ρίχνεις σηκωτάκια στον καρχαρία και να περιμένεις να μην τα φάει.
Την ίδια Πέμπτη, συνέβη το μοιραίο. Ίνγκε και Ανέστης βρέθηκαν να κυλιούνται στα σιτηρά πίσω από το Υδραγωγείο, τύφλα νάχει η Χάιντι, σε έναν έρωτα ξέφρενο, διαφυλετικό, αναπάντεχο, βουκολικό αλλά και μοιραίο. Για κακή τύχη του παράνομου ζεύγους, ευρέθη στην περιοχή την ίδια ώρα ο πεθερός του Ανέστη, για να του μιλήσει ιδιαιτέρως για ένα ρουσφετάκι κτηματικής φύσεως, είδε τα καμώματα του γαμπρού και τις πομπές του και φρίαξε ο άνθρωπος.
Την επομένη η Πηνελόπη έφυγε από το σπίτι, παρατώντας τον Ανέστη άνευ συζύγου, άνευ συντρόφου, άνευ κοσμημάτων, άνευ προεκλογικής στηρίξεως, σε μια κατάσταση άνευ προηγουμένου. Η ιστορία έγινε φυσικά βούκινο στο χωριό, έπεσε ο Δήμαρχος σε μαύρη δυσμένεια, να βρίσκει καταφύγιο στις ταβέρνες και στο αλκοόλ. Δυο βδομάδες αργότερα, ο Ανέστης πέθανε από ανακοπή καρδίας.
Στην κηδεία του Δημάρχου, η οποία έγινε με όλες τις τιμές, γιατί άμα τα κορδώσεις όλοι έχουν μια καλή κουβέντα να πούνε, η Βαγγελιώ, η υπηρέτρια που δούλευε στα μαγισσάκια, έβγαλε βρώμα ότι η κυρά Δέσποινα έδωσε ματζούνια στην κωλογερμανίδα και τον ξελόγιασε τον συγχωρεμένο τον Ανέστη. Λες κι ο Ανέστης, που δεν είχε αφήσει κολάδικο για κολάδικο στην Τρούμπα που να μην του κάνουνε ρεβεράντζες και δεν είχε αφήσει κατσίκα για κατσίκα στο Ζευγολατιό αμαγάριστη, περίμενε το βότανο της κυρά Δέσποινας, για να πηδήξει τη Γερμανίδα, αστεία πράγματα δηλαδή.
Όμως το χωριό είναι χωριό, και μέσα σε λίγες ώρες, έπεσε κι η κυρά Δέσποινα σε μαύρη δυσμένεια. Με την Λίτσα σε υποχρεωτική απομόνωση, να μην μπορεί να βοηθήσει, η κυρά Δέσποινα κατέληξε βορά στις εκδικητικές ορέξεις των χωρικών. Πήγαινε να ψωνίσει στο χωριό και όλοι ψιθύριζαν πίσω από την πλάτη της, κλείνανε τα πατζούρια όταν περνούσε από το μεγάλο δρόμο, την αποφεύγανε με κάθε τρόπο. Κι όταν της μιλούσανε, μόνο δηλαδή όταν δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς, χρησιμοποιούσαν αυτή την προσποιητή ευγένεια, που είναι χειρότερη κι από στρυχνίνη. Η Λίτσα, που την είχε όπως είπαμε μεγάλη αδυναμία την θειά της, με το που βγήκε από την καραντίνα, προσπάθησε με κάθε τρόπο να την υπερασπιστεί. Μάταιο. Πιο εύκολα πείθεις γριά να σταματήσει να βάφει το μαλλί της οινοπνευματί, από το να αλλάξεις γνώμη στην τοπική κοινωνία.
Τέτοιες ξεφτίλες και πομπές όμως, η κυρά Δέσποινα δε μπορούσε να τις καταπιεί. Πέθανε μαραζωμένη και απομονωμένη στις 22 Φεβρουαρίου του ’81 και η κηδεία της έγινε δυό μέρες αργότερα, στις 24, ανήμερα του Αγίου Ethelbert του βασιλιά της Αγγλίας, megali i xari tou.
Σε όλη τη διάρκεια της λειτουργίας στην εκκλησία, όπου είχε μαζευτεί φυσικά όλο το χωριό συγκούρδουλο, επικρατούσε νεκρική σιγή και όλοι αναρτιόντουσαν γιατί έλειπε η Λίτσα. Μόλις τελείωσε η λειτουργία και ο τελευταίος αποχαιρετισμός στην αποβιώσασα, όλοι κατευθύνθηκαν προς την έξοδο. Κι εκεί, στην είσοδο του Ναού, στεκόταν με ένα ολόμαυρο φόρεμα και πέπλο η Λίτσα. Ένας άρρωστος χειμωνιάτικος ήλιος να λούζει τη σιλουέτα της με ένα φως απόκοσμο, σήκωσε αργά το πέπλο και πάγωσαν όλοι. Κοίταξε το πλήθος με αυτά τα καταγάλανα, σχεδόν πεθαμένα της μάτια, σήκωσε ψηλά το δεξί της χέρι, όλοι έμειναν καρφωμένοι στη θέση τους και τους είπε:
– Αυτό που κάνατε, θα φροντίσω να το μετανιώσετε πικρά. Δέσποινα θα λέτε, και θα τρέμετε σύγκορμοι.
Ύστερα, γύρισε την πλάτη στο πλήθος, και ηγήθηκε της πομπής της νεκροφόρας μέχρι το νεκροταφείο.
Όλοι πάγωσαν, πλην της Πηνελόπης. Εκείνη, όταν η Λίτσα είχε απομακρυνθεί επαρκώς, σήκωσε με θράσος το κεφάλι και είπε:
– Θα μας κλάσεις τα αρχίδια.
Οσοι την άκουσαν εκείνη την παγωμένη Τρίτη, κρυφογέλασαν αμήχανα, σαν να ήθελαν να ξορκίσουνε το επερχόμενο κακό.
Το ίδιο βράδυ, στις 22.53 ακριβώς, την ώρα που όλο το χωριό ήταν προσηλωμένο στην ΕΡΤ, παρακολουθώντας εκστασιασμένο το Φως του Αυγερινού και κρεμασμένο από τα τσιμπουκόχειλα του Αλμπέρτο Εσκενάζι, συνέβη ο σεισμός των 6.7 Ρίχτερ στις Αλκυονίδες.
Κι αν ο Βαρώτσος και το Πανεπιστήμιο της Ουψάλα μπορούσαν να σου πουν το ακριβές επίκεντρο και μέγεθος του σεισμού, το Βραχάτι μπορούσε σίγουρα να σου πει τα αίτιά του.
Υ.Γ. Μουσική Υπόκρουσις: Cleopatra in New York – Nikodemus feat. Carol C.
====================================================
Κεφάλαιο 4ο – Η Προφητεία
ΤΕΣΤ ΑΓΓΛΙΚΩΝ – READING
Το εύκολο
> 3 Μάγισσες κοιτάζουν 3 ρολόγια Swatch. Ποια μάγισσα κοιτάει ποιο ρολόι Swatch;
> Three witches watch three Swatch watches. Which witch watches which swatch watch?
————————————————————————
Το ζόρικο
> 3 Μάγισσες μετά από εγχείριση αλλαγής φύλου κοιτάζουν 3 κουμπιά ρολογιού Swatch. Ποια εγχειρισμένη μάγισσα κοιτάει ποιο κουμπί ρολογιού Swatch;
> Three switched witches watch three Swatch watch switches. Which switched witch watches which Swatch watch switch?
————————————————————————
Το ‘δεν λέγεται’
> 3 Ελβετίδες μάγισσες πόρνες, οι οποίες επιθυμούν εγχείριση αλλαγής φύλου, κοιτάζουν 3 κουμπιά ρολογιού Swatch. Ποια ελβετίδα μάγισσα πόρνη, η όποια επιθυμεί εγχείριση αλλαγής φύλου κοιτάζει ποιο κουμπί ρολογιού Swatch;
> Three Swiss witch bitches, which wish to be switched, watch three Swatch watch switches. Which Swiss witch bitch which wishes to be switched, watches which Swatch watch switch?
========================================================
Με την Δέσποινα πιο νεκρή παρά ποτέ, έμεινε το Λιτσάκι έρμο, αποδιωγμένο και ολομόναχο, σαν ψηφοφόρος του ΚΚΕ Μουλού στον Γερολιμένα Λακωνίας. Στο Βραχάτι πλέον την τρέμαν όλοι. Ειδικά μετά το σεισμό, ο οποίος – εν πολλοίς ορθά – απεδόθη στην οργή της Μάγισσας Λίτσας για τον άδικο θάνατο της θείας της, όλοι οι κάτοικοι προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να την αποφύγουν. Για να φανταστείς, ο κυρ- Κώστας από την ψησταριά ούτε ντελίβερι σουβλάκια δεν της έστελνε. Σου λέει, θες να γίνει καμιά στραβή και να δυσαρεστηθεί με το προϊόν, φαντάσου τι κατάρες θα μου ρίξει, άσε που, εδώ που τα λέμε, η Λίτσα είχε υψηλώς εκπαιδευμένο ουρανίσκο και τα σουβλάκια του κυρ-Κώστα δεν ήταν και τίποτα σπουδαία σουβλάκια, η αλήθεια να λέγεται. Για μια στιγμή του πέρασε από το μυαλό η ιδέα να στέλνει στη Λίτσα μαζί με τα σουβλάκια για δώρο και fortune cookies για να την εξευμενίσει, αλλά μετά σκέφτηκε ότι το να στέλνεις fortune cookies σε μάγισσα είναι λίγο σαν να πηγαίνεις στο Άργος και να παίρνεις μαζί το πεπόνι σου, πάει η ιδέα, κάηκε.
Η όλη κατάσταση είχε και σοβαρή επίπτωση στο Μαντείο. Όλη η Βόχα σταμάτησε να πηγαίνει στη Λίτσα, άλλοι από οργή – λόγω των ζημιών που υπέστησαν από το σεισμό – άλλοι από φόβο κι άλλοι, οι πιο συνειδητοποιημένοι, χωρίς κάποιον ιδιαίτερο λόγο. Γιατί πάντα, ο φόβος και η οργή στις τοπικές κοινωνίες έχουν την ιδιότητα να εξαπλώνονται σαν πανούκλα, μοιάζουν λίγο με τον έρωτα, δεν έχουν επιχειρήματα (όπως λέει κι ο ποιητής), έρχονται γιατί έρχονται, υπάρχουν γιατί υπάρχουν και φεύγουν γιατί φεύγουν. Έτσι οι βασικοί πλέον επισκέπτες του Μαντείου περιορίστηκαν στην λεγόμενη «εισερχόμενη πελατεία», κυρίως από Ακράτα έως Πάτρα, Αργολίδα και Αρκαδία, περιοχές που επλήγησαν λιγότερο από τον σεισμό και από την τοπική φημολογία. Αυτό φυσικά επηρέασε σημαντικά τις εισπράξεις, καθώς η τοπική κοινωνία ήταν αυτή που αποτελούσε τη κύρια πηγή εσόδων για τη Λίτσα, άλλωστε, όπως λέμε στη Βόχα «Πώς να βγει το κατοστάρ’, αν δεν έχεις ARR?” (Σημείωση του Μεταφραστή: ARR – Annual Recurring Revenues).
Όμως η πτώση στα έσοδα δεν θα μπορούσε ποτέ να πτοήσει μια μάγισσα, πολύ περισσότερο τη Λίτσα. Έχοντας κάνει τα κουμάντα της τις μέρες των παχέων αγελάδων, με στοχευμένες επενδύσεις σε παραλιακά ακίνητα και σε μαγαζιά στο Λουτράκι, η Λίτσα συνέχισε τον μοναχικό πλην πλούσιο βίο της χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Θα μπορούσε βέβαια να σηκωθεί και να φύγει από την περιοχή κι από τους αχάριστους χωρικούς που τόσα πολλά τους προσέφερε και σε δωρεές και σε προβλέψεις, πλην όμως αυτό θα ισοδυναμούσε για την ίδια με λιποταξία. Δεν εννοούσε να τους δώσει τη χαρά ότι κατάφεραν να την ξεσπιτώσουν. «Θα ζουν με τον φόβο μου, αυτή είναι η τιμωρία τους», έλεγε στην Βαγγελιώ την παραδουλεύτρα, στον μόνο άνθρωπο που έμεινε πιστή δίπλα της ως το τέλος.
Μέχρι που, αρχές πια της δεκαετίας του ’90, έχοντας πατήσει πια τα 40, το Λιτσάκι, που πλέον μόνο Λιτσάκι δεν ήτανε, αποφάσισε να φύγει για λίγες μέρες, για καλοκαιρινές διακοπές στο Αγκίστρι, να ξεσκάσει λίγο η γυναίκα, να κάνει μια βουτιά στο Σαρωνικό, να δει έναν άνθρωπο, βρε αδερφέ.
Την ίδια ώρα που η κυρά-Βαγγελιώ ετοίμαζε με περισσή επιμέλεια τις βαλίτσες της Λίτσας, λίγα μόλις χιλιόμετρα μακρύτερα, στο γειτονικό Λέχαιο εξελίσσετο μια ιατρική περιπέτεια, μια περιπέτεια την εξέλιξη της οποίας ούτε η Λίτσα, με το κληρονομικό χάρισμα, δεν θα μπορούσε να προβλέψει.
Το νούμερο 21 της οδού Καραντάνη είναι ένα τυπικό λεχαιώτικο σπίτι, με κεραμιδί πατζούρια, λιονταράκια στην είσοδο, με γκαζόν, νάνο και φωτιζόμενα μανιτάρια στον κήπο, λίγα μόλις μέτρα από την εκκλησία του Λεχαίου, στην καρδιά της Βόχας. Αποτελούσε την κατοικία της οικογένειας Αμπατζόγλου από πάππου προς πάππον και ο κύριος Αριστείδης Αμπατζόγλου, ως μοναδικός κληρονόμος της οικίας, θεωρούσε τον εαυτό του πολύ τυχερό να μένει στο κέντρο της Κορινθιακής Ριβιέρα, μόλις έξι χιλιόμετρα από τον χώρο εργασίας του και πεντακόσια μέτρα από την παραλία.
Εκείνη την ηλιόλουστη Παρασκευή του Ιουλίου, ο κύριος Αμπατζόγλου δεν ένιωθε καθόλου καλά. Είχε ξυπνήσει από το χάραμα, είχε ρίξει στα πόδια του μια πικέ κουβερτούλα έχοντας εναποθέσει δίπλα του μια μεταλλική λεκανίτσα, υπό τα άγρυπνα βλέμματα των γονιών του, του συγχωρεμένου Περικλή Αμπατζόγλου και της επίσης εκλιπούσης συζύγου του Ελπινίκης, οι οποίοι τον κοιτούσαν στοργικά από την ασημένια κορνίζα πάνω από το τζάκι. Δυνατές σουβλιές τρυπούσαν την στρογγυλή σα φεγγάρι κοιλιά του δύσμοιρου κυρίου Αμπατζόγλου, καούρες καψάλιζαν τον ουρανίσκο του και ένα αίσθημα σφιξίματος μάστιζε τα πόδια του, από τις παντόφλες του συγχωμένου του πατέρα του, μέρος κι αυτές της κληρονομιάς, οι οποίες, για κακή τύχη του κυρίου Αριστείδη, ήταν 2 νούμερα μικρότερες από τα δικά του βατραχοπέδιλα.
Είχε πάρει τηλέφωνο από τις 8 το πρωί τον γιατρό και από τις 7.30 το γραφείο του, να ειδοποιήσει ότι δεν θα πάει. Ήταν μόλις η δεύτερη φορά που ο Αριστείδης δε θα πήγαινε στη δουλειά του λόγω ασθένειας εκείνο τον Ιούλιο, πολύ μακριά από το προσωπικό του ρεκόρ της συνεχόμενης απουσίας 4 μηνών λόγω έλκους. Φιλάσθενη φύση από μικρό παιδί, η μάνα του η Ελπινίκη συνεχώς τον προειδοποιούσε να προσέχει, να τρώει ελαφρά, να κοιμάται νωρίς και να φορά παντούφλες στο σπίτι. Στο Πρωτοδικείο Κορίνθου, όπου δούλευε ο Αριστείδης τα τελευταία 35 χρόνια, είχαν συνηθίσει τις συχνές απουσίες του και έδειχναν κατανόηση και συμπάθεια στις απανωτές περιπέτειες της υγείας του. Κάποιος κακεντρεχής θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι αυτή η κατανόηση ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τη θέση και τη φήμη του πατέρα του, καθώς ο μακαρίτης ο Περικλής Αμπατζόγλου διετέλεσε – μέχρι και του θανάτου του – πρόεδρος του Πρωτοδικείου Κορίνθου, περίφημος νομομαθής και συγγραφέας πραγματειών που είχαν τύχει διεθνούς αναγνώρισης. Όταν ο Περικλής Αμπατζόγλου κλήθηκε να υποστηρίξει την αίτηση του μονάκριβου γιού του ενώπιον του Δικαστηρίου για τη θέση του βοηθού αρχειοθέτησης, ο Περικλής Αμπατζόγλου περιορίστηκε να πει – χωρίς να θέλει να επέμβει στο έργο της επιτροπής αξιολόγησης, όπως δήλωσε χαρακτηριστικά – ότι πρόκειται για έναν λαμπρό νέο από εξαίρετη οικογένεια, με αρχές, ήθος και αξιοπρόσεκτες σπουδές στο εξωτερικό, καθώς ο γιος του ήταν απόφοιτος του Τμήματος Βιβλιοθηκονομίας του Πανεπιστημίου του Νόττινγκχαμ, κάτι σαν το δικό μας ΤΕΙ της Κέρκυρας σήμερα, αλλά με πιο καταθλιπτικό φυσικό περιβάλλον.
Η επιτροπή αξιολόγησης έκανε την δουλειά της με άκρα τυπικότητα, εξέτασε ενδελεχώς το βιογραφικό του μοναδικού για την θέση υποψηφίου, έλαβε υπόψιν τα αποτελέσματα της προσωπικής συνέντευξης με τον ομολογουμένως λακωνικό Αριστείδη, συσκέφθηκε δύο φορές και τέλος τα μέλη εξουσιοδότησαν ομόφωνα τον Πρόεδρο της Επιτροπής να ανακοινώσει στον υποψήφιο το αίσιο αποτέλεσμα. Πράγματι, το ίδιο απόγευμα, ο Περικλής Αμπατζόγλου ανακοίνωνε περήφανος στον γιό του Αριστείδη την πρόσληψή του ως βοηθού αρχειοθέτησης στο Πρωτοδικείου Κορίνθου, με τον εισαγωγικό μισθό των χιλίων δραχμών, με δωρεάν μετακίνηση με το ΚΤΕΛ και δικαίωμα έκπτωσης στο κυλικείο του Δικαστηρίου. «Δεν χρειάζεται να μείνεις για πάντα αρχειοφύλακας», του είχε πει ο πατέρας του, «μπορείς κάλλιστα να ξεκινήσεις παράλληλα με τη δουλειά σου σπουδές νομικής, να γίνεις εισηγητής, μετά δικαστής, μετά αντιπρόεδρος και μετά πρόεδρος όπως εγώ. Τίποτα δεν είναι αδύνατον για έναν Αμπατζόγλου!». Και μπορεί ο Περικλής Αμπατζόγλου να ήταν αρκετά χαρισματικός ώστε να γίνει Πρόεδρος, ενορατικό όμως σαν την Λίτσα δύσκολα θα μπορούσε κανείς να τον χαρακτηρίσει. Από εκείνο το απόγευμα της πρόσληψης, ο Αριστείδης παρέμεινε πεισματικά γατζωμένος στο Τμήμα Αρχειοθέτησης, προήχθη από βοηθός αρχειοφύλακα σε αρχειοφύλακα και σε συνέχεια σε Τμηματάρχη, θέση στην οποία παρέμεινε επί 15 συναπτά χρόνια, μέχρι κι εκείνο το καυτό πρωινό Παρασκευής που η γαστρεντερίτιδα τον καθήλωσε στο πατρικό της οδού Καραντάνη νούμερο 21.
Ο αυστηρός ήχος του κουδουνιού έκανε τον Αριστείδη να αναπηδήσει από την πολυθρόνα. Στη θέα του γιατρού και επιστήθιου φίλου του, ντόκτορ Ρουφογάλη στο άνοιγμα της πόρτας, ο Αριστείδης έβγαλε έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Ο Ρουφογάλης αποτελούσε την τυπική εικόνα γιατρού της Βόχας, με το γκρι φανελένιο κοστούμι του, την πλεκτή γραβάτα, την δερμάτινη τσάντα και τα στρογγυλά, σα βυζιά πορτορικάνας, γυαλιά του.
– Ζέστη πολλή, παλιόφιλε. Πεντακόσια μέτρα περπάτησα και έχω γίνει μούσκεμα. Τι έπαθες πάλι, είσαι κίτρινος σαν μπανάνα.
– Δε φαντάζεσαι πόσο χαίρομαι που σε βλέπω, Αντώνη. Έχω τα χάλια μου, δεν κοιμήθηκα ούτε λεπτό. Στομαχικές διαταραχές πάλι, πόνος χαμηλά, τάση εμετού, διάρροια, πονοκέφαλος, διάλεξε μια οποιαδήποτε ενόχληση και σε διαβεβαιώ ότι την έχω.
– Ξάπλωσε στον καναπέ και σήκωσε το πουκάμισό σου. Ωραία. Τώρα πάρε μια βαθιά ανάσα. Θα σε πιέσω τώρα, φοβάμαι ότι αυτό θα πονέσει λίγο.
– Αυτό φοβάμαι κι εγώ.
– Δεν είναι τίποτα, μην μου κουνιέσαι, ωραία. Τώρα ανέπνευσε. Πάμε πάλι.
Ο γιατρός έβγαλε από την δερμάτινη βαλίτσα ένα στηθοσκόπιο και το ακούμπησε στην κοιλιά του ασθενούς. Το στηθοσκόπιο, πιο παγωμένο κι από πάτερο λεκάνης, νύχτα Δεκέμβρη με χαλασμένο καλοριφέρ, έκανε τον Αμπατζόγλου να πεταχτεί όρθιος.
-Έλα, μην κάνεις σαν παιδί, θα το φυσήξω και θα ζεσταθεί, τον διαβεβαίωσε ο γιατρός, γνωρίζοντας ότι τέτοιες μητρικές δικαιολογίες πιάνουν μια χαρά σε ανθρώπους σαν το φίλο του. Πάμε, ανέπνευσε. Ωραία. Γύρνα τώρα στο πλάι. Μια χαρά, τελειώσαμε.
– Αριστείδη, τα πράγματα είναι απλά. Έχεις ένα χρόνιο έλκος, μια χρόνια οισοφαγίτιδα, μια ανεξήγητη λατρεία στα θαλασσινά και ένα ευαίσθητο γαστρεντερικό σύστημα. Επιπλεόν, έχεις περάσει μια δύσκολη και επίπονη ζωή. Από τότε που χήρεψες, ξέχασες εντελώς τις προσωπικές σου ανάγκες. Παραμελείς τον εαυτό σου. Εγώ θα σου γράψω χάπια για το στομάχι και ένα τονωτικό. Όμως, πίστεψέ με, Αριστείδη. Ένα πράγμα χρειάζεσαι. Ξε-κού-ρα-ση. Αλλιώς, είναι θέμα χρόνου να καταρρεύσεις και πάλι. Πάρε μια σύντομη άδεια, φύγε, ταξίδεψε, ξεκουράσου, ερωτεύσου. Κοντεύουμε κι οι δύο τα εκατό, Αριστείδη, ας μη γελιόμαστε. Και στην ηλικία μας, δύο πράγματα χρειάζονται. Ξεκούραση και συντροφιά. Γυναικεία συντροφιά.
– Δύο γυναίκες παντρεύτηκα, δυό φορές τα έφερε έτσι η ζωή και χήρεψα, φτάνει πια. Γράψε μου τα χάπια και το τονωτικό.
Ο γιατρός γέλασε δυνατά και ξεκίνησε να γράφει τη συνταγή.
– Πρωί – βράδυ, προ φαγητού. Και πες στην Έλεν να σου ετοιμάσει κάτι ελαφρύ για σήμερα. Κι όταν λέω ελαφρύ, εννοώ όχι θαλασσινά. Κι αυτό που σου είπα για την ξεκούραση το εννοώ. Πλησιάζεις στα όριά σου. Ότι χρειαστείς, πάρε με τηλέφωνο.
Ο Ρουφογάλης αποχαιρέτισε τον φίλο του χτυπώντας τον ενθαρρυντικά στην πλάτη κι ο κύριος Αριστείδης έμεινε μόνος με τον πονόκοιλο και την συνταγή του.
Είχε πάει 11, όταν άκουσε κλειδιά να γυρίζουν στην πόρτα. Η Έλεν, πάντα στην ώρα της, μπήκε μέσα φουριόζα, κρατώντας μια μεγάλη πλαστική σακούλα με ψώνια.
– Κύριε Αρίστο, τι κάνετε εδώ τέτοια ώρα? Δε πήγατε στη δουλειά? Για να δω, αχ, καλέ εσείς είστε άσπρος σαν ξωκλήσι, τι πάθατε, πάλι το στομάχι σας? Καθίστε ήσυχα στην πολυθρόνα και θα σας ετοιμάσω εγώ την γνωστή λαχανόσουπα. Θα είστε περδίκι πριν το καταλάβετε, δήλωσε η Έλεν, Ελένη Δελαφράγκα κατά κόσμον, και ξεχύθηκε σαν δεξί εξτρέμ στην κουζίνα για να αναλάβει δράση.
Η Έλεν, με καταγωγή από το Αγκίστρι, είχε ερωτευτεί στα νιάτα της έναν μεγαλομπακάλη από το Γουέστ Έντ που είχε έρθει για διακοπές στο νησί και κλέφτηκε μαζί του στο Λονδίνο. «Ανάθεμα την ώρα και την στιγμή που τον εγνώρισα τον συφοριασμένο», έλεγε και ξανάλεγε η Έλεν, καθώς ο Έντουαρντ της απεδείχθη γυναικάς και πότης καριέρας κι έτσι στην τρίτη επέτειο του γάμου τους χωρίσανε, σε μια θυελλώδη βραδιά που πρέπει να τους άκουσε το μισό Όξφορντ Σέρκους. Μην αντέχοντας το μασκαριλίκι και τα πειράγματα που θα φεσωνότανε αν επέστρεφε χωρισμένη στο Αγκίστρι, γύρισε πίσω και έπιασε δουλειά ως νοσοκόμος στο Νοσοκομείο Κορίνθου. Εκεί γνώρισε την Ελπινίκη Αμπατζόγλου, η οποία την συμπάθησε και την προσέλαβε αρχικά ως νοσοκόμο για τον Περικλή, απεδείχθει όμως στην πορεία δεινή μαγείρισσα και οικονόμος, με αποτέλεσμα να παραμείνει και μετά το θάνατο του Περικλή, ακόμη και μετά το θάνατο της Ελπινίκης δύο χρόνια αργότερα, για να καταλήξει στο τέλος, μαζί με το σπίτι της οδού Καραντάνη, τα έπιπλα και τις παντόφλες, στον μοναδικό νόμιμο κληρονόμο, τον Αριστείδη.
– Σας έφερα την σούπα σας, να φάτε εδώ για να μην μετακινείστε. Είναι νοστιμότατη και ότι πρέπει για το στομάχι σας.
– Σε ευχαριστώ, Έλεν. Άστην εδώ και θα φάω σε λίγο.
– Να τη φάτε όμως. Χρειάζεστε καλό φαγητό και ξεκούραση. Αυτό είναι το καλύτερο φάρμακο, μην ακούτε τι λένε οι γιατροί. Η πολλή δουλειά, τρώει τον αφέντη, εγώ αυτό ξέρω.
– Αν σου επέτρεπαν να συνταγογραφείς, θα ήσουν καλύτερη κι από τον Ρουφογάλη, είμαι σίγουρος. Θα την φάω αμέσως μετά τα φάρμακα.
Η Έλεν πήρε τη συνταγή και έφυγε ολοταχώς για το φαρμακείο κι ο κύριος Αριστείδης έμεινε να κοιτάζει τη σούπα, που άλλαζε χρώματα από τα παιχνιδίσματα του ήλιου που τρύπωνε από τις κεραμιδί γρίλιες. Έβαλε πάλι θερμόμετρο, 37,6 αυτή τη φορά, και αερίστηκε αθόρυβα αλλά τόσο βρωμερά, που ακόμα και οι γονείς του αν μπορούσαν θα αποχωρούσαν τρέχοντας από την κορνίζα. Η θριαμβευτική επιστροφή της Έλεν, φορτωμένης αυτή τη φορά με φάρμακα, σακούλες ρύζι, τσιγάρα και την Απογευματινή, συνέπεσε για καλή της τύχη με την εξάχνωση της μυρωδιάς, η οποία μάλλον βρήκε το δρόμο της προς τον κήπο, τον άτυχο νάνο και το απορημένο χωριό.
Ο Αριστείδης, αφού διάβασε με θαυμαστή υπομονή τα φυλλάδια των φαρμάκων, τα κατάπιε με δυσπιστία. Άναψε τσιγάρο και άνοιξε την Απογευματινή.
Τρία αποτσίγαρα και μια σούπα αργότερα, ο κύριος Αριστείδης δίπλωσε την εφημερίδα και φώναξε:
– Έλεν, Έλεν, έρχεσαι ένα λεπτό να σε ρωτήσω κάτι?
– Έφτασα, κύριε Αρίστο, τι πάθατε?
– Είναι ωραίο το Αγκίστρι, Έλεν?
– Το Αγκίστρι? Μα πώς σας ήρθε? Μια χαρά νησί είναι. Σκέπτεστε να πάτε?
– Θα το σκεφτώ.
Άνοιξε πάλι την εφημερίδα στη σελίδα 18. «Διακοπές στο Αγκίστρι. Παραδοσιακό άνετο διαμέρισμα δύο υπνοδωματίων με θέα θάλασσα, στο μαγευτικό Αγκίστρι, ενοικιάζεται για Ιούλιο, Αύγουστο. Για πληροφορίες, ώρες επικοινωνίας 11.00 με 13.00.»
——————///————-
Δεν χρειάστηκαν περισσότερα από δύο λεπτά, για να καταλάβει ο κύριος Αμπατζόγλου ότι το σπίτι που νοίκιασε στο Αγκίστρι δεν ήταν σε καμία περίπτωση παραδοσιακό (καταρχήν δεν διέθετε ούτε λιονταράκια, ούτε νάνο) και δεν ήταν και σε καμία περίπτωση άνετο, καθώς έπρεπε να ανέβει κανείς δύο ορόφους με παράταιρα σκαλιά, όπου στην ηλικία του κυρίου Αμπατζόγλου η ανάβαση αυτή ισοδυναμούσε με άθλο. Το ένα υπνοδωμάτιο, αυτό το οποίο έσπευσε αμέσως να καπαρώσει ο Αριστείδης, ήταν όντως σχετικά ευρύχωρο, το δεύτερο όμως, αυτό που απέμεινε για την πιστή υπερέτρια Έλεν, είχε ένα μικροσκοπικό καναπέ-κρεβάτι στο οποίο και φοξ-τεριέ να ξάπλωνε, θα του περίσσευε η μουσούδα. Όσο για το θέα – θάλασσα, πράγματι από το παράθυρο του μπάνιου, αν αφαιρούσες τη σίτα και έβγαζες έξω το κεφάλι σου, μπορούσες άνετα να απολαύσεις μια ιδέα του Σαρωνικού, εφόσον φυσικά δεν είχε απλώσει η απέναντι τα βρακιά, τα μπανιερά και τις πετσέτες θαλάσσης.
Για τη Λίτσα, τα πράγματα ήταν σημαντικά καλύτερα. Ταξιδεύοντας μόνη – η Βαγγελιώ δεν τα άντεχε τα καράβια με τίποτα – είχε κλείσει στο γειτονικό ξενοδοχείο ένα ευρύχωρο δωμάτιο με μπαλκόνι, το οποίο έβλεπε το λιμάνι, τη θάλασσα και, αν ήσουν αρκετά τολμηρός, το παραθυράκι του μπάνιου του κυρίου Αμπατζόγλου.
Το δεύτερο μεσημέρι στο νησί, συναντήθηκαν οι δυό τους στην ταβέρνα κάτω από το ξενοδοχείο, που διοργάνωνε παραδοσιακό Ελληνικό γλέντι. Για τον Αριστείδη, ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά. Μετά από δύο γάμους, δύο χαμένες συζύγους και τουλάχιστον είκοσι χρόνια μοναξιάς, η καρδιά του σκίρτησε, όπως δεν είχε σκιρτήσει ποτέ ξανά μέχρι τότε. Μόλις είδε αυτά τα υπέροχα, γαλάζια, παγωμένα μάτια να καρφώνονται στα δικά του, ένιωσε κάτι μεταξύ οισοφαγικής παλινδρόμησης, καρδιακής αρρυθμίας και γαργαλήματος λαιμού- σαν νάχεις καταπιεί τρίχα σκύλου και να μην ξεκολλάει η ρουφιάνα με καμία κυβέρνηση. Ένιωσε την επιτακτική ανάγκη να την κάνει δική του. Την ώρα που η δύστυχη Έλεν έπλενε και σφούγγιζε το κόκκινο μπανιερό του Αριστείδη στον ακάλυπτο, ο κύριος Αμπατζόγλου σηκώθηκε όρθιος, έκανε νόημα στην ορχήστρα να παίξει Σινάτρα (από σολ), φόρεσε το πιο ονειροπόλο και λάγνο του βλέμμα, άρπαξε το μικρόφωνο, κατσικώθηκε με το έτσι θέλω στο τραπέζι της Λίτσας και ξεκίνησε να της τραγουδάει το Strangers in the Night (από ντο δίεση).
Βίντεο: Αριστείδης άδων και Έλεν σφουγγίζουσα το μπανιερό
Δεν ξέρω αν το έχετε παρατηρήσει, αλλά είναι φορές στη ζωή που τα κάνεις όλα τέλεια, σωστά και μετρημένα, και η πουτάνα η ζωή σου τα τρίβει στη μούρη, κι είναι και κάποιες άλλες φορές που τα κάνεις όλα λάθος – μα τελείως λάθος – και τότε ο Θεός, έχοντας μάλλον γελάσει με την ψυχή του, αποφασίζει να σε λυπηθεί και σου τα δίνει όλα στρωμένα στο πιάτο.
Έτσι κι εδώ. Ο κύριος Αριστείδης κατάφερε με τον πιο παράδοξο τρόπο να κεντρίσει τις πιο ευαίσθητες χορδές της μάγισσας Λίτσας και να την σπρώξει στην αγκαλιά του.
Οι δυο τους παντρεύτηκαν στην εκκλησία του Λεχαίου, με κουμπάρες τη Βαγγελιώ και την Έλεν και μοναδικό καλεσμένο τον Ρουφογάλη. Για τον γιατρό, ο γάμος αυτός ήταν έκπληξη πρώτου μεγέθους – αν μάλιστα προσέθετε κανείς και το ζήτημα της διαφοράς ηλικίας που ανέρχετο σε μερικές δεκαετίες, μιλάμε για βόμβα μεγατόνων – όμως δεν έβγαλε άχνα, άλλωστε γυναίκα συνταγογράφησε ο Ρουφογάλης, γυναίκα βρήκε ο ασθενής, end of story.
Η Λίτσα, από την πρώτη μέρα της γνωριμίας τους, περιέγραψε στον Αριστείδη όλη της τη ζωή και έδωσε έναν μεγάλο όρκο. Να κλείσει το Μαντείο και να μην το ξανανοίξει ποτέ. Ο Αριστείδης από την πλευρά του της εξιστόρησε την διαδρομή των Αμπατζογλαίων, της είπε για τους γάμους του, για τις χηρείες του, για τις στομαχικές του ενοχλήσεις, για όλα. Και της ζήτησε μια και μόνη χάρη.
– Λίτσα, ξέρεις ότι σε αγάπησα από το πρώτο λεπτό. Έχουμε όμως μεγάλη διαφορά ηλικίας. Ένα πράγμα μόνο θέλω να ξέρω, και μόνο εσύ μπορείς να μου το πεις. Πότε και πώς θα πεθάνω.
Η Λίτσα έπιασε τα τρεμάμενα χέρια του Αριστείδη, τον κοίταξε επίμονα, έκλεισε τα μάτια και του είπε:
– Αυτό δεν μπορώ να στο πω. Δύο πράγματα θα σου πω μόνο και κράτησέ τα όπως θα στα πω: Πρώτον, θα πεθάνεις μετά από μένα και δεύτερον, ο θάνατός σου θα έχει σχέση με νερό. Αυτά και τέλος. Από αυτή τη στιγμή ορκίζομαι ότι δεν θα ξανακάνω καμιά πρόβλεψη για κανέναν. Ούτε καν για σένα.
– Δηλαδή θα πνιγώ στη θάλασσα?, τραύλισε ο Αριστείδης, σαν να τον έπιασε γλωσσοδέτης.
– Αυτό που σου είπα.
– Θα πεθάνω ποτίζοντας?
– Αριστείδη σταμάτα.
– Θα πεθάνω στο μπάνιο?
– Αριστείδη, τελειώσαμε.
Πράγματι, η Λίτσα δεν έκανε ποτέ ξανά στη ζωή της πρόβλεψη. Όμως τα λόγια της Λίτσας ο Αριστείδης δεν μπορούσε να τα ξεχάσει. Κυρίως το δεύτερο σκέλος. Το πρώτο, ότι δηλαδή η Λίτσα θα πέθαινε πρώτη, η αλήθεια είναι ότι τον πόνεσε βαθιά (τρίτη φορά χήρος, τι θα πούνε στη Βόχα, ότι τις σκοτώνω?), όμως από την άλλη του έδινε και μια ανάσα ζωής. Όσο ζούσε η Λίτσα, δεν είχε τίποτα να φοβάται.
Και τα πράγματα κύλησαν ήρεμα κι ευτυχισμένα για το ζευγάρι μέχρι περίπου πέντε χρόνια πριν. Τότε η Λίτσα έπαθε έναν καλπάζοντα καρκίνο, έμεινε στο νοσοκομείο για κανά μήνα και μετά πέθανε.
Με το στίγμα του χήρου κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση και με τον τρόμο του επερχόμενου δικού του θανάτου, ο ζωή του Αριστείδη άλλαξε άρδην. Σταμάτησε να πηγαίνει στη θάλασσα, έκανε μπάνιο στο σπίτι όσο πιο σπάνια μπορούσε, έκοψε τα θαλασσινά μαχαίρι και τις μέρες που έβρεχε ούτε που ξεμυτούσε από το σπίτι. Στο καφενείο που πήγαινε, κατάλαβαν αμέσως ότι κάτι έτρεχε. Ο Αριστείδης, που τρεφόταν αποκλειστικά με κρέατα και κυρίως με θαλασσινά (ένας Κορίνθιος Άτκινς, πριν το Άτκινς), έκοψε μαχαίρι τις γαρίδες, τα καλαμαράκια και τα χταπόδια, έκοψε το ούζο (λόγω του νερού), κι έτρωγε μόνο ψωμί, ελιές και μπύρα. Ένα βράδυ, ζαλισμένος από το πένθος και τις Άμστελ, εξομολογήθηκε στον καφετζή την πάσα αλήθεια.
Από εκείνη τη μέρα, όλο το χωριό περίμενε να δει αν και πώς θα εκπληρωθεί η προφητεία.
Όμως ο Αριστείδης δεν ήταν από τους ανθρώπους που το βάζουν εύκολα κάτω. Αν ο θάνατός του θα ήταν συνδεδεμένος με το νερό, ο Αριστείδης ήταν διατεθειμένος να αποκλείσει – όσο γινότανε – αυτο το καταραμένο υγρό από τη ζωή του (τίποτα δεν είναι αδύνατον για έναν Αμπατζόγλου). Αντικατέστησε το νερό με τσάι, δεν επέτρεπε στην Έλεν να σφουγγαρίζει, έβγαλε το γκαζόν με το αυτόματο πότισμα από τον κήπο και έβαλε πλάκες Καρύστου, πήρε κάθε μέτρο που θα τον προστάτευε από αυτήν την κατάρα. Έφτασε μάλιστα στο σημείο – ποιός? ο Αριστείδης, που του ζήταγες πενηντάλεπτο και σου έδινε κουμπί – να προσλάβει τον Ηλία, έναν Αλβανό κηπουρό, να του ποτίζει τα κτήματα και το μποστάνι.
Τουλάχιστον, αν ήταν να πεθάνει, ήθελε να πεθάνει από κάτι άλλο.
Πέρσι το καλοκαίρι, ο κύριος Αμπατζόγλου έπαθε ένα γενναίο εγκεφαλικό και νοσηλεύτηκε για ένα τρίμηνο στον Ευαγγελισμό. Επέστρεψε αρχές του Σεπτέμβρη στο Λέχαιο, φανερά καταβεβλημένος και αδυνατισμένος, αλλά πανευτυχής. Το εγκεφαλικό ήταν για τον Αριστείδη ένας αξιοπρεπέστατος τρόπος για να πεθάνει κανείς. Η Έλεν, παρά την ηλικία της, ερχόταν κάθε πρωί και τον έβλεπε.
Ένα πρωινό Παρασκευής, η Έλεν χτύπαγε μανιασμένα το κουδούνι και δεν άνοιγε κανείς. Έτρεξε δίπλα στο σπίτι του Ηλία του κηπουρού, άδικος κόπος, ο Ηλίας είχε πάει Αλβανία για το καλοκαίρι. Φώναξε αμέσως την αστυνομία και τον Ρουφογάλη. Σπάσαν την πόρτα και βρήκαν τον Αριστείδη στο κρεβάτι του, με στραβωμένο στόμα και τα μάτια ανοιχτά, γουρλωμένα από τον τρόμο.
Χωροφύλαξ και Έλεν είχαν μείνει παγωμένοι να κοιτάζουν. Ο Ρουφογάλης, ως πιο αρμοδιος, πλησίασε τον Αριστείδη, τον εξέτασε και απεφάνθη:
– Ανακοπή καρδιάς. Και τόσο που έζησε ήταν θαύμα. Φυσικά αίτια. Καμία σχέση με νερό. Είστε μάρτυρες. Σήμερα τελείωσε ο Αριστείδης και μαζί του τελειώνουν και οι τρέλες, οι παραλογισμοί κι οι δεισιδαιμονίες.
Την κηδεία την διοργάνωσαν οι κουμπάρες, η Βαγγελιώ και η Έλεν. Ο Αμπατζόγλου ετάφη με όλες τις τιμές στο νεκροταφείο Λεχαίου και στη συνέχεια δόθηκε καφές (με νερό) στο καφενείο του Λίτσα. Το ίδιο απόγευμα, οι κουμπάρες πήγαν στο σπίτι του Αριστείδη, να το καθαρίσουν και να το κλείσουν για πάντα.
Κι εκεί, την ώρα που η Έλεν καθάριζε το υπνοδωμάτιο, το μάτι της έπεσε σε ένα χαρτί, βαλμένο άτσαλα στο κομοδίνο κάτω από τη φωτογραφία της Λίτσας.
Λογαριασμός ΔΕΥΑΚ.
Έντεκα χιλιάδες εξακόσια είκοσι πέντε ευρώ.
Και πενήντα λεπτά.
Φεύγοντας ο Ηλίας για Αργυρόκαστρο τον Ιούνιο, έριξε ένα τελευταίο πότισμα στα χωράφια, και ξέχασε ανοιχτό το νερό.
Υ.Γ. 1. Η φωτό: Θέα Θάλασσα
Υ.Γ.2. Μουσική Υπόκρουσις: Γιάννης Πάριος – Θα με θυμηθείς
Leave a Reply