Η Οδύσσεια του Θείου Κώστα (το σκουμπρί)

“Ένας σύζυγος είναι ό,τι απέμεινε από τον γκόμενο, μετά την απονεύρωση.”

Helen Rowland

Ο θείος Κώστας και η θεία η Μαρίκα δεν κάνανε ποτέ παιδιά, αλλά κάνανε συχνότατα μπάνιο, τουλάχιστον στη θάλασσα. Συνταξιούχοι από τότε που τους θυμάμαι, ξεχειμωνιάζανε στην ερωτική τους φωλέα στο Δουργούτι, και από Πάσχα μέχρι Οκτώβριο κατηφόριζαν στο πατρικό του Κώστα, στο Βραχάτι, ένα σπιτάκι δύο δωματίων μέσα σε έναν απέραντο μαγικό ελαιώνα εξήντα και πλέον στρεμμάτων.

Τα μπάνια ξεκινούσαν αυστηρά 1η Ιουνίου, ανεξαρτήτως καιρού, ακόμα κι αν φύσαγε, έβρεχε, ή γέμιζε η Βόχα με τσούχτρες.

Η θεία η Μαρίκα ήτο πολύ κοκέτα, προσεγμένη, με τα κραγιονάκια της, τις σκιούλες της, το μαλλί το φουσκωτό που χαρίζει πόντους, τα εμπριμέ τα σαλβάρια της, μια οπτασία σου λέω. Κατέβαινε στην παραλία σενιαρισμένη, κορδωτή, κρατώντας μόνο ένα τσαντάκι τόσο μικρό, που μετά βίας χωρούσε τα Salem της κι έναν αναπτήρα ασημένιο, δώρο του Κώστα στην εικοστή επέτειο του γάμου τους, το επονομαζόμενο και σίλβερ ανιβέρσερι στο Ζευγολατιό.

Για τον Κώστα από την άλλη, η κάθοδος στην πλαζ έμοιαζε περισσότερο με μετανάστευση στη Μελβούρνη. Σακκίδιο πολλαπλών θηκών και θέσεων στην πλάτη, τσαντάκι στη μέση, σακ βουαγιάζ με πετσέτες και μπανιερά, βαλίτσα, σακούλες, τελάρα, κομάντο ο θείος ο Κώστας, κι ας κούτσαινε ελαφρά στο αριστερό του πόδι. Κι ήταν πραγματικά αποριας άξιο το πώς κατάφερνε και κουβαλούσε τόσα τσουμπλέκια, με δεδομένο κιόλας ότι ο θειος Κώστας είχε τόσο κοντά δάχτυλα, που οποιοδήποτε αξιοπρεπες θηλαστικό δε θα τα καταδεχόταν ούτε για δάχτυλα ποδιών, αλλά ο Κωστας αυτά είχε και με αυτά πορευότανε.

Κάθε λουόμενος θα θεωρούσε – και με το δίκιο του – ότι ο θείος ο Κώστας είναι ένας πολύ οργανωτικός και μεθοδικός κύριος, που εννοεί να έχει μαζί του όλα τα σύνεργα που θα ήταν πιθανόν να του χρειαστούν στη διάρκεια ενός μπάνιου.

Όμως στη ζωή τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως φαίνονται, κι ας φαίνονται όπως είναι, και ήταν η μάνα μου – ποιος άλλος – που μου αποκάλυψε τη σκληρή αλήθεια.

Το κακό ξεκίνησε κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’60, όταν το ζευγάρι, φρεσκοπαντρεμένο τότε, ξεκίνησε να πηγαίνει για μπάνιο στη θάλασσα μαζί με τους γονείς μου. Ο Κώστας κατέβαινε τότε φουριόζος και αλαφρύς, με μια πλαστική σακουλίτσα από το παντοπωλείο του Χώρα, που είχε μέσα δυο μπακέτα Άσσο Κασετίνα κι έναν αναπτήρα που έγραφε επάνω Πανουργιάς – Γεωργικά Μηχανήματα – Λιπάσματα – Περιφράξεις, Κιάτο Κορινθίας, χωρίς οδό και τηλέφωνο, άμα γούσταρες έκανες το τσιγαράκι σου και πεταγόσουν με το τρακτέρ μέχρι το Κιάτο, Του Πανουργιά πού είναι?, ρώταγες, α, δεν τα μάθατε, μεταφέρθηκε ο Πανουργιάς, βέβαια, τώρα έχει μαγαζάρα στο Ξυλόκαστρο, οι ολέθριες συνέπειες του τσιγάρου, αυτό ήταν το μήνυμα.

Στα δικά μας όμως, θυμάται ακόμα η μάνα μου μια μέρα με καύσωνα στην παραλία, τη Μαρίκα να γυρίζει στον Κώστα και να του λέει:

– Αχ, γάνιασα βρε Κώστα μου, δώσμου λίγο νεράκι.

– Δεν έχω φέρει νερό, μπακλαβαδάκι μου.

Το «μπακλαβαδάκι μου» ήταν το υποκοριστικό που χρησιμοποιούσε σταθερά ο Κώστας για τη Μαρίκα, παρότι η Μαρίκα, με το μαλλί φουρνέλο, έμοιαζε περισσότερο με κανταϊφάκι παρά με μπακλαβά, όπως κι ο Κώστας περισσότερο με χαλβά παρά με Κώστα, αλλά άμα τη φας τη πετριά και ερωτευτείς όλα τα γλυκά τα ίδια τα βλέπεις.

– Μα καλά, για τίποτα δε φροντίζεις? Τα τσιγάρα σου ήξερες να τα πάρεις, ένα νεράκι για να δροσιστεί ο στόμας μας με τους 40 βαθμούς, δεν ήξερες?

Ο θείος ο Κώστας, αρνί του Θεού κανονικό, που το αντιμίλημα δεν το ήξερε, απάντησε απολογητικά:

 – Συγγνώμη βρε μπακλαβαδάκι μου, πετάγομαι μια γρήγορη να σου πάρω ένα νερό από το περίπτερο του Αντώνη του κουτσού.

Με τον Αντώνη ήτανε συμμαθητές και είχαν στουκάρει μαζί με ένα Γκιλέρα ξεχαρβαλωμένο όταν ήταν παιδιά, και από τότε κουτσαίνανε κι οι δύο, στο Βραχάτι μάλιστα τους λέγανε «τα κουτσάκια». (ξέρω ότι δεν είναι πολίτικαλι κορέκτ, αν ήταν σήμερα και ζούσαν στην Καλιφόρνια θα τους έλεγαν «τα δυο έμβια όντα που αντιμετωπίζουν ιδιαίτερες κινητικές προκλήσεις στο ένα τους άκρο», αλλά τη δεκαετία του ’60 απαγορεύονταν στη Βόχα τα παρατσούκλια που είχαν περισσότερες από τρεις συλλαβές, αιών της ταχύτητος, καταλαβαίνετε).

Έτσι ο θείος ο Κώστας, κούτσα-κούτσα, ανέβηκε μέχρι το περίπτερο, πήρε δυο μπουκάλια νερό και κατέβηκε πάλι στην παραλία.

– Μα καλά βρε Κώστα, ανέβηκες που ανέβηκες, δυο ποτηράκια δε το σκέφτηκες να πάρεις, πώς θα πιούμε τώρα όλοι, με το στόμα?

Από εκείνη τη μέρα, στη σακουλίτσα του Κώστα προστέθηκαν δυο θερμός με νερό και τέσσερα πλαστικά ποτηράκια, για την αντιμετώπιση έκτακτων συνθηκών ξηρασίας για το μπακλαβαδάκι και τους γονείς μου.

Επειδή όμως στη ζωή για κάθε βήμα που κάνεις πίσω, κάνει ο άλλος ένα βήμα μπροστά, η ιστορία και τα βάσανα του Κώστα δεν τελείωσαν εδώ.

Μια μέρα ζεστή που τα αλμυρίκια τα είχε αγκαζάρει μια συμμορία τεντι-μπόηδες που παίζανε με μια κιθάρα δυνατά μουσική, αναγκάστηκε η παρέα και κάθισε στη μέση της παραλίας, στο λάλαρο.

– Μα καλά, μιαν ομπρέλα για ώρα ανάγκης, δεν την σκέφτηκες? Θα κάτσουμε εδώ μες το λιοπύρι να νταλακιάσουμε?

Έτσι προστέθηκε και η ομπρέλα στα props που κουβαλούσε ο Κώστας και κάποιος θα μπορούσε μάλιστα να τον πει και τυχερό, που το μπακλαβαδάκι του δε ζήλεψε τις μουσικές, να τον βάλει να φέρει και το γραμμόφωνο, αλλά όπως λέει και μια ψυχή, μηδένα προ του τέλους μακάριζε.

Στο πέρας των ημερών, των καλοκαιριών και των χρόνων, στα θερμός, στα ποτήρια και στην ομπρέλα προστέθηκε σύντομα μια αλλαξιά μπανιερά, μια έξτρα πετσέτα, δυο ψάθες (θα μας φάνε οι μύκητες, εδώ που με έφερες), μια πορτοκαλάδα, μια βότκα, ένας αναδευτήρας για το σκρουντράιβερ, κούνια κρεμαστή με σίτα κλιματιζόμενη (βλέπε φωτό), ένα σετ κλειδάκια άλεν επισκευής ομπρέλας, ένα σκοινί για φίδια, κιτ ζωγραφικής, μια σαμπρέλα, ένα κασετόφωνο («θυμάσαι βρε Κώστα όταν ήμασταν νεαροί, εκείνη την παρέα στα αλμυρίκια που τραγουδούσε, λίγη μουσικουλα πεθύμησα»), κασέτες, τέσσερα σάντουιτς με φέτα Καλαβρύτων και μορταδέλα, νυχοκόπτης, σετ μανικιούρ, τέσσερα τσιμπηδάκια διαφορετικού διαμετρήματος για αφαίρεση αχινών από φτέρνα, οινόπνεμα, ασετόν, ιώδιο, ό,τι τραβάει η ψυχούλα του μπακλαβαδακίου του. Αρκεί να σας πω, ότι κάποια φορά που είχα κατέβει κι εγώ στην παραλία, είχε μαζί του ο κερατάς κατσαβιδάκι φίλιπς τριάρι, για σφίξιμο της βίδας στον σκελετό των γυαλιών, εγώ δεν είχα θείο, το Praktiker είχα.

Αυτή η ιστορία συνεχίστηκε μέχρι πρόπερσι, να κατεβαίνουν Κώστας και Μαρίκα κουτσαίνοντας στην παραλία (η Μαρίκα έκανε ισχίο και δεν της πέτυχε η επέμβαση, κι έτσι χώλαινε ασορτί με τον Κώστα), η θεία κορδωτή με το IQOS και το κινητό της (γιατί τα Σάλεμ καταργήθηκαν) κι ο Κώστας από πίσω σουρνάμενος, φορτωμένος σα μουλάρι με τα σύνεργα της πλαζ, «μη τρέχεις, μπακλαβαδάκι μου», «σούρε τα πόδια σου, βρε βλάκα, θα μεσημεριάσει μέχρι να φτάσουμε, που μου κουβαλάς κάθε φορά τον μισό Σκλαβενίτη, λες κι έγινε σεισμός στις Αλκυονίδες».

Μέχρι που ένα καταραμένο μεσημέρι, την Μαρίκα την τσίμπησε σφήξ. Άρχισε αμέσως να ουρλιάζει και να πρήζεται «Κώστα, γαμώ το κωλοχώρι σου, με τσίμπησε η ρουφιάνα, φέρε τα φάρμακα». Ο Κώστας προσπάθησε υπομονετικά να αφαιρέσει το κεντρί με το τσιμπηδάκι αχινού αλλά μάταια, χρειαζόταν άλλο, πιο εξειδικευμένο εργαλείο, που το ζώον ο Κώστας δεν το είχε μαζί του, άκουσε τον εξάψαλμο, έψαξε πάλι στα μπαγκάζια, βρήκε μια φενιστίλ που έληγε το ογδόντα τέσσερο – αυτές δε χαλάνε – της κάνει επάλειψη, τίποτα, η Μαρίκα να ουρλιάζει και να πρήζεται κι άλλο, να σκάβει ο Κώστας στη βαλίτσα να βρει τα αντισταμινικά – είχανε πέσει μέσα στη μορταδέλα και δεν τα έβρισκε – τι να κάνει, ζαλισμένος, σαν να του ρίξανε χασίσι στη τζιτζιμπίρα του, βρίσκει ένα Λασίξ, ένα Προσταμόλ για τον προστάτη, δεν βόλευε, βρίσκει ένα ωραίο κουτί Ceclor αντιβίωση, τι να κάνει της το δίνει, της βάζει και νεράκι από το θερμός, αλλεργική η Μαρίκα στο Ceclor, γίνεται τούμπανο το μπακλαβαδάκι, φωνάζει τελικά ο Κώστας τον Αντώνη και πήγανε με ένα Ζούνταπ τρικάβαλο μέχρι το Νοσοκομείο Κορίνθου, ενέσεις, κορτιζόνες, ορούς, στο τσακ την γλίτωσε το Μαρικάκι, του κλέψανε όμως του Κώστα όλη του την πραμάτεια που μέσα στον πανικό την άφησε στη θάλασσα, πάνε οι ομπρέλες, πάνε οι σακούλες, πάνε τα θερμός, πάει η μορταδέλα, πάνε τα Λασίξ, δεν είμαστε άνθρωποι εμείς, ζούγκλα είμαστε.

Στο νοσοκομείο τον ρωτήσανε τον Κώστα γιατί της έδωσε αντιβίωση κι αυτός τους εξήγησε ότι αφενός του φάνηκε «σοβαρό» το κουτί και του άρεσε, κι αφετέρου ότι αν δεν της έδινε τίποτα θα τον σκότωνε η Μαρίκα, ο θάνατός σου η ζωή μου, για τέτοια διλήμματα μιλάμε.

Αφού τελείωσε η περιπέτεια με το έντομο, και με την Μαρίκα να αρνείται πεισματικά να ξαναπάει για μπάνιο στο «κωλοχώρι» και μάλιστα χωρίς τον απαραίτητο κατασκηνωτικό εξοπλισμό που χρειάστηκε χρόνια για να συγκεντρωθεί και μόλις μισή ώρα για να τον κλέψουνε, το ζεύγος (δηλαδή η Μαρίκα) αποφάσισε να περάσουν τα ύστερα του βίου τους στο πατρικό του Κώστα.

Κι αν σπεύσει κανείς να υποθέσει ότι αυτή η σφήκα σηματοδότησε το τέλος της Οδύσσειας του Κώστα, να σας πληροφορήσω ότι η Μαρίκα επιμένει όλο το πρωί και το απόγευμα να κάθονται και να λιάζονται σε ένα παγκάκι, στη νότια πλευρά του ελαιώνα, που απέχει περίπου ενάμισι χιλιόμετρο από το σπιτάκι, που βρίσκεται στη βόρια πλευρά.

Έτσι ο Κώστας κάνει περίπου δέκα φορές τη μέρα τη διαδρομή σπίτι – παγκάκι, παγκάκι – σπίτι, κουβαλώντας στο Μαρικακι καφέδες, φαγητά, αναψυκτικά και φάρμακα, αφήνω δε στην άκρη το απογευματινό φρούτο, όπου η Μαρίκα έχει μια ιδιαίτερη αδυναμία στο καρπούζι, και το καρπούζι ως γνωστόν είναι γλύκισμα βαρύ, ο δε χαλβάς εύπλαστον υλικό, κι ο μπακλαβάς απαιτητικό φρούτο.

Υ.Γ. 1. Περιμένοντας τη ζωγραφιά του Βασίλη.

Υ.Γ. 2. Η φωτό: Κούνια μετά σίτας, κλιματιζούμενη.

Υ.Γ.3. Υπόκρουσις (όχι μουσική) : ΕΒΓΕ 2018 –  Συσκευασία (Το σκουμπρί στ@ @ρχίδι@ μας)

 

 

Leave a comment

Blog at WordPress.com.

Up ↑