Όταν ήμουνα παιδί, κάθε 11 του Σεπτέμβρη πηγαίναμε επίσκεψη στη θεία Ευανθία, που είχε τη γιορτή της. Μαζευόμασταν στο σπίτι της στο Χολαργό όλη η οικογένεια, θείοι, ξαδέρφια, ανήψια, δευτεροξάδερφα για να της πούμε χρόνια πολλά. Να εξηγήσω ότι τη θεία την Ευανθία την βλέπαμε – εμείς τα παιδιά σίγουρα, αλλά πιθανολογώ και όλη η οικογένεια – μόνο μια φορά το χρόνο, στη γιορτή της. Ήταν η καθιερωμένη Επίσκεψη.
Να διευκρινίσω εδώ για τους νεώτερους, ότι παλιά υπήρχε ορισμός για την Επίσκεψη: Επίσκεψη σήμαινε άφιξη περί ώρας 7ης απογευματινής, σε συγκεκριμένη μέρα του έτους (ζουρ φιξ για τους γαλλομαθείς), χωρίς προηγούμενο τηλέφωνο ή πρόσκληση, σε οικία υπέργηρου συγγενούς (συνήθως αντιπαθούς) για προσφορά και κατάθεση γλυκών, λέλουδων και ευχών. Κάθε οικογένεια που προσέρχετο στην Επίσκεψη θα έπρεπε να είναι κοσμίως ενδεδυμένη και κουβαλούσε μαζί υποχρεωτικώς και τα τέκνα της, ανεξαρτήτως ηλικίας και βουλήσεώς τους. Πριν την Επίσκεψη, προηγείτο πάντα η Προετοιμασία και ο Καβγάς. Θυμάμαι τη μάνα μου να προσπαθεί να μου κουμπώσει ένα πουκάμισο, που τα μανίκια έφταναν με το ζόρι μέχρι τον αγκώνα (γιατί από πέρσι της Αγίας Ευανθίας είχα ψηλώσει) και να μου φοράει ένα παντελόνι κίτρινο λινό, που θα το ζήλευε κι ο Κινούσης. Επίσης, με τη βοήθεια μοχλού, σου τοποθετούσαν ένα ζευγάρι λουστρίνια, τόσο στενά, που αν σε έβλεπε ο Χιροχίτο, θα νόμιζε ότι ετοιμαζόσουν για παιδικό ρόλο στο ιαπωνικό θέατρο. Έτσι, όλοι οι ενήλικες της Επίσκεψης ήταν ντυμένοι λες και πήγαιναν σε βαφτίσια στο Ζούμπερι, ενώ τα παιδιά προσέρχονταν μασκέ, προς τέρψιν του εορτάζοντος ηλικιωμένου.
Αλλά και για τον ηλικιωμένο εορτάζοντα υπήρχε επίσης προετοιμασία. Έπρεπε να ανοίξει τη Σάλα, να αερίσει, να αφαιρέσει τα σεντόνια από τα έπιπλα, να γυαλίσει τα ασημικά, να βγάλει από το σκρίνιο τα σοκολατάκια και να σιγουρευτεί ότι είχε ικανές προμήθειες σε λικέρ και πορτοκαλάδες (μια για κάθε παιδάκι).
Όλοι έπρεπε να καταφτάσουν στις 7 ακριβώς, αλλιώς γίνονταν στόχος κακεντρεχών σχολίων από την υπόλοιπη οικογένεια («πάλι αργήσανε οι Ιωακιμειδαίοι, μα έρχονται και ποτέ στη ώρα τους, άσε να μη μιλήσω, μέρα πουναι σήμερα»). Δε συζητάμε το να μην εμφανιστείς καθόλου. Για να δικαιολογηθεί η απουσία έπρεπε να φέρεις είτε χαρτί από εντατική, ή έγγραφα μετανάστευσης (επικυρωμένα με Apostille), ή ληξιαρχική πράξη θανάτου.
Κατά τη διάρκεια της Επίσκεψης, υπήρχε για τα παιδιά συγκεκριμένο πρωτόκολλο, είχαν δοθεί από το σπίτι τα FAQs και έπρεπε να ακολουθηθούν κατά γράμμα. Εκτός του να αναπνέεις, σχεδόν όλες οι υπόλοιπες λειτουργίες απαγορεύονταν δια ροπάλου: Το παιχνίδι, το τρέξιμο, το έντονο βάδισμα, η έξοδος στον κήπο, το κλάσιμο, τα δυνατά γέλια, το κρυφτό, το κυνηγητό, η βρώση του σοκολατακίου που θα σου προσέφερε η Ευανθία (έπρεπε να το πάρεις, να ευχαριστήσεις και να το κρύψεις στην τσέπη σου και να το πετάξεις με την ησυχία σου στο σπίτι), η παράκληση για δεύτερη πορτοκαλάδα, το χασμουρητό, ο ύπνος και φυσικά η μη επίδειξη γνήσιου ενθουσιασμού, όταν η Ευανθία θα σου έδινε το δωράκι σου.
Για κάποιον περίεργο λόγο, εμένα η Ευανθία μου χάριζε σχεδόν πάντα ένα στυλό, από την ανεξάντλητη συλλογή του συγχωρεμένου θείου Τάκη, συνήθως ένα Πάρκερ, που φυσικά δεν έγραφε. Με το που στο έδινε, έπρεπε να πέσουν πάνω οι γονείς σου – για να προλάβουν τυχόν μαλακία που θα πέταγες – και ούρλιαζαν «Φανταστικό, ε? Δεν είναι τέλειο? Ε, Γιωργάκη? (εκεί έπεφτε τσιμπιά reminder, πες ευχαριστώ και κάνε πως χαίρεσαι). Καλέ, πού το ήξερες θεία ότι ο Γιωργάκης ήθελε αυτό ακριβώς το στυλό?? Χθες μόλις μου έλεγε ότι αρχίζουν τα σχολεία και ήθελε ένα καινούργιο στυλό, ΕΤΣΙ ΔΕ ΜΟΥ ΕΛΕΓΕΣ, ΓΙΩΡΓΑΚΗ? (δεύτερο reminder, μίλα βρε μούλικο). Αχ και είναι και παλιό, πρέπει να είναι αντίκα, έτσι θεία? (πράγματι, ήταν τόσο σκουριασμένο, που θα έβαζες στοίχημα ότι το είχε χρησιμοποιήσει ο Μωυσής για να σκαλίσει τις Πλάκες). Μόλις το δουν οι συμμαθητές σου θα ξετρελαθούν! (που σήμαινε ότι έπρεπε πάση θυσία να το κρύψεις ή να το χάσεις, αν ήθελες να γλιτώσεις το φατούρο).
Οι συζητήσεις την ώρα της Επίσκεψης ήταν πολύ περιορισμένες. Η Επίσκεψη έκλεινε με την Ώρα του Παιδιού, όπου η θεία Ευανθία μας ρώταγε έναν-έναν τι τάξη θα πάμε («πιο δυνατά, δεν ακούει η θεία, όταν είσαι στο πάρκο ξέρεις να ουρλιάζεις, τώρα σε πιάσανε οι ντροπές») και πότε ξεκινάνε τα σχολεία. Μόλις τελείωνε η ανάκριση, η θεία Ευανθία σηκωνόταν όρθια και φώναζε με άγρια χαρά:
– Άντε και από αύριο, κάθε κατεργάρης στον Μπάγκο του!
Το έλεγε Μπάγκο, προφανώς γιατί το “ΜΠ” ακούγεται πιο βαρύ, πιο ασήκωτο, πιο ανυπόφορο (όπως Μπαλαούρο ή Μπουντρούμι) κι εμείς την κοιτούσαμε απορημένοι αλλά και χαρούμενοι, γνωρίζοντας ότι αυτή η ατάκα σηματοδοτούσε το τέλος της επίσκεψης.
Έχω μέχρι και σήμερα την εικόνα, όλο το τσούρμο των επισκεπτών να βρίσκεται στο πεζοδρόμιο (γιατί στην Επίσκεψη όλοι έρχονται μαζί και φεύγουν ταυτόχρονα), την Ευανθία να μας ξεπροβοδίζει μέχρι την καγκελόπορτα και μετά να γυρίζει αργά, να ξαναμπαίνει στο σπίτι και να κλείνει την πόρτα.
Με το που έκλεινε η πόρτα, εμείς αρχίζαμε στο δρόμο τα γέλια και το κυνηγητό – μέχρι να μπούμε στα αυτοκίνητα – και η Ευανθία επέστρεφε στο Μπουντρούμι της για τον επόμενο χρόνο, μέχρι την επόμενη Αγίας Ευανθίας, που θα ξαναρχόμασταν, πρώτα ο Θεός, να την ξαναδούμε.
Χρειάστηκαν χρόνια για να καταλάβω ότι τελικά, αυτό το «Από αύριο κάθε κατεργάρης στο Μπάγκο του», το έλεγε προφανώς για τον εαυτό της.
ΥΓ 1 Η ζωγραφιά ασπρόμαυρη εποχής, από τον μάγο – αδερφό Βασίλη Γιοκουσκουμτζόγλου
ΥΓ 2. Μουσική Υπόκρουσις Alice Cooper – School’s Out
τσιμπιά reminder…….
χαχαχαχα
LikeLiked by 1 person
Για να μην ξεχνιόμαστε 😀😀
LikeLike