«Kυνικός είναι εκείνος που, όταν μυρίζει λουλούδια, ψάχνει να βρει πού είναι το φέρετρο»
H.L. Mencken
==========================
Ο κύριος Άρθουρ ίσιωσε το παπιγιόν του – γιατί πάντα φορούσε παπιγιόν – έσφιξε τη ζώνη του και πήρε τα μανικετόκουμπα από το κουτί, για να τα γυαλίσει όπως τους αξίζουν. Πάνω σε κάθε μανικετόκουμπο στραφτάλιζε ένα μονόγραμμα – ΑΘΚΤ – με τα γράμματα περίτεχνα μπλεγμένα στη μέση ενός μικρού θυρεού:
Άρθουρ-Θρασύβουλος Κοντόζογλου Τάφτ.
Φόρεσε το σακάκι του, τινάζοντας τη φανταστική σκόνη από τις βάτες και έριξε μια τελευταία επιδοκιμαστική ματιά στον καθρέφτη. Ξεκρέμασε το λουρί, από την ειδική κρεμάστρα λουριών, και το πέρασε στο λαιμό του βαριεστημένου Νικόλα, ενός γκρι-ανθρακί μολοσσού, που στα νιάτα του είχε κερδίσει το πρώτο βραβείο του «πιο μεγαλόσωμου σκύλου» σε διαγωνισμό στην Παλλήνη. Ο ομολογουμένως τεράστιος Νικόλας, ο οποίος μετά από 15 χρόνια ζωής στον μάταιο τούτο κόσμο ταλαιπωρείτο από σωρεία προβλημάτων, ξεκινώντας από αρθρίτιδα και φτάνοντας στη μερική τύφλωση, δύο μόνο ομοιότητες είχε με το αφεντικό του: Ήταν και οι δύο ξεροκέφαλοι και φιλάσθενοι. Κατά τα άλλα, ο Νικόλας είχε ύψος 1,41 και πλησίαζε τα 70 κιλά, ο δε κύριος Άρθουρ μετά βίας ακουμπούσε το 1,55 και τα 52 κιλά, διαστάσεις οι οποίες θα ήταν εξαιρετικές για σκύλο, αλλά αποτελούν μάλλον πενιχρές επιδόσεις για άνθρωπο.
Βγαίνοντας από την είσοδο της πολυκατοικίας, ο κύριος Άρθουρ κοίταξε τον ουρανό για να ελέγξει τις καιρικές συνθήκες – είχε πάντα μαζί του μια ομπρέλα, όποτε πήγαινε βόλτα με το σκύλο – την ίδια ώρα που ο Νικόλας – ο οποίος δεν είχε ποτέ μαζί του ομπρέλα – ελάχιστα πράγματα μπορούσε να κοιτάξει, λόγω και της προχωρημένης τύφλωσης.
Για τον κύριο Άρθουρ ήταν μια εξαιρετική μέρα. Γεροντοπαλίκαρο εκ πεποιθήσεως και στο άνθος της μεσηλικίας του, είχε αποφασίσει να παίρνει ρεπό από τη δουλειά του μια φορά τον μήνα. Ως προϊστάμενος του Ληξιαρχείου και βλέποντας καθημερινά πως ο άνθρωπος καταλήγει αργά ή γρήγορα μια σελίδα χαρτί στο αρχείο του, είχε αποφασίσει να χρωματίσει τη ζωή του με μια αταξία: Να χαρίζει στον εαυτό του την πολυτέλεια, μια καθημερινή το μήνα, να την κοπανάει από τη δουλειά και να πηγαίνει για ψώνια και μετά για καφέ με τον Νικόλα. Αυτή η ημέρα του έδινε ζωή, του έδινε νόημα, τον έκανε να νιώθει ελεύθερος – όσο ελεύθερος τέλος πάντων μπορεί να νιώθει ένας προϊστάμενος Ληξιαρχείου.
Ίσως πάλι ο κύριος Άρθουρ στα 55 του χρόνια, να άρχισε να παθαίνει αυτό που συνέβη και στον Καρυωτάκη, όταν – πνιγμένος στα γρανάζια της ανθρωποβόρας ελληνικής γραφειοκρατίας στην Πρέβεζα – έγραφε σε ένα γράμμα προς τον πατέρα του:
«Πατέρα, γίνομαι δέντρο».
Ίσως λοιπόν, αυτή η κοπάνα να ήταν η λύτρωση για τον κύριο Άρθουρ ώστε, είτε να μην γίνει δέντρο, είτε, αν τελικά καταλήξει δέντρο, να είναι τουλάχιστον από εκείνα τα δέντρα που – έστω και άπαξ – ανθίζουνε.
Εκείνη την συννεφιασμένη Τετάρτη ο κύριος Άρθουρ είχε προγραμματίσει να πάει να αγοράσει ξηρούς καρπούς και ένα πολύμπριζο για το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Καθώς περπατούσε προς την αγορά με τον Νικόλα, θυμήθηκε το θεώρημα του καλού του φίλου, Γιώργου Λιάλιου, για τα πολύμπριζα και χαμογέλασε. Σύμφωνα με το θεώρημα, τα πολύμπριζα είναι αγελιαία αντικείμενα. Συνυπάρχουν δηλαδή πάντα σε αγέλες ή ομάδες, των 4 ή και περισσότερων πολύμπριζων και εμφανίζονται αναπάντεχα όλα μαζί σε ένα συρτάρι όταν ψάχνεις για κατσαβίδι ή συρραπτικό, ενώ εξαφανίζονται μυστηριωδώς, πάλι όλα μαζί, όταν ψάχνεις για πολύμπριζα.
Ολοκλήρωσε γρήγορα τα ψώνια – αγόρασε δύο πολύμπριζα και 300 γραμμάρια κροκάν – και κατευθύνθηκε καμαρωτός προς το αγαπημένο του καφέ.
Με έκπληξη διαπίστωσε ότι ο κύριος Χαράλαμπος, ο προσωπικός του σερβιτόρος έλειπε. Στη θέση του, είχαν φέρει έναν μαυρούλη, ψηλό, όμορφο, που μιλούσε άπταιστα ελληνικά. Ο Άρθουρ κατευθύνθηκε προς το τραπέζι του, δίπλα του στρογγυλοκάθισε κι ο ταλαιπωρημένος Νικόλας, έβγαλε ένα πακέτο πουράκια και έναν αναπτήρα ρόνσον ασημένιο (ασορτί με τα μανικετόκουμπα, με το γνωστό θυρεό σκαλισμένο επάνω) και φώναξε τον μαυρούλη για να παραγγείλει.
– Αν θέλετε να καπνίσετε, θα πρέπει να κάτσετε έξω, τον πληροφόρησε ο σερβιτόρος.
– Θα αστειεύεστε. Έξω κάνει ψόφο. Θα παγώσουμε. Κι εγώ και ο Νικόλας.
– Λυπάμαι. Είναι ο νέος νόμος.
Ο κύριος Άρθουρ γρύλισε κάτι σε άψογα σκυλιστικά, ο Νικόλας γάβγισε στον σερβιτόρο και βγήκαν όλοι μαζί προς τα τραπέζια της αυλής.
– Και επίσης θα πρέπει να δέσετε τον σκύλο σας στον στύλο.
– Ο Νικόλας είναι εκπαιδευμένος. Δεν χρειάζεται να τον δέσω. Ο Νικόλας δεν κάνει τίποτα αν δεν του πω εγώ. Αποκλείεται να τον δέσω, δήλωσε ο κύριος Άρθουρ, ενώ ο Νικόλας γρύλισε άγρια, σαν να συμφωνούσε με το αφεντικό του.
«Όσο πιο μαύρος ο μαύρος, τόσο πιο δύσκολο να ξεχωρίσει τους σημαντικούς πελάτες», σκέφτηκε ο Άρθουρ.
«Όσο πιο κοντός ο κοντός, τόσο πιο θηριώδης και μαλάκας ο σκύλος του», σκέφτηκε ο μαυρούλης.
Μαυρούλης, Νικόλας και Άρθουρ κατευθύνθηκαν προς το γωνιακό τραπέζι – «είναι πιο κοντά στη σόμπα, ούτε που θα το καταλάβετε το κρύο», έτσι του είπε ο μαυρούλης με ένα χαμόγελο – Κολυνός, που όμως καθόλου δεν συγκίνησε τον κύριο Άρθουρ. Πολύ περισσότερο, που αυτός ο απαίσιος μαυρούλης του στερούσε τη χαρά να απολαύσει την αγαπημένη του στιχομυθία με τον Χαράλαμπο:
– Τι θα πάρετε, κύριε Άρθουρ?
– Το γνωστό, Χαράλαμπε.
– Έρχεται αμέσως κύριε Άρθουρ, θα απαντούσε ο Χαράλαμπος, κι ο κύριος Άρθουρ θα κρυφοκοίταζε τους θαμώνες ολόγυρα, για να απολαύσει το γεμάτο απορία και θαυμασμό βλέμμα τους (ποιος να είναι αυτός ο τόσο σημαντικός κύριος? Γιατί τον λένε Άρθουρ? Ποιο να είναι άραγε «το γνωστό»?)
Όμως ο Χαράλαμπος έλειπε με οξεία βρογχίτιδα – δεν είχε ακούσει και τις συμβουλές του κυρίου Άρθουρ να φοράει πάντα φανελάκι μέσα από το πουκάμισο – κι έτσι θα αναγκαζόταν να εξηγήσει αναλυτικά την παραγγελία του στον Μαρκ – έτσι τον έλεγαν τον μαυρούλη. Και μόνο το γεγονός ότι πλέον στο κατάστημα δεν ήταν ο μόνος με ξενικό όνομα, αλλά θα έπρεπε να ανταγωνιστεί και τον Μαρκ και αυτό το απαίσια λευκό χαμόγελό του, ήταν αρκετό για να κάνει έξαλλο τον κύριο Άρθουρ. Αντί για «το γνωστό» – που δεν ήταν τίποτα άλλο από έναν ελληνικό μέτριο και μια τυρόπιτα ταψιού – ο κύριος Άρθουρ αποφάσισε να αλλάξει προτιμήσεις.
Παρήγγειλε στον Μαρκ ένα φρέντο εσπρέσο κολάμπιαν ρόουστ με ολίγη, με μαύρη ζάχαρη (ένα τσικ, στη μύτη), δύο παγάκια και κόκκινο καλαμάκι, κι ένα κροκ μεσιέ, ψημένο λίγο, μόνο από τη μια πλευρά, με το τυρί να μην έχει λιώσει εντελώς. Και φυσικά, ένα πλαστικό κυπελάκι με νερό για τον Νικόλα, βρύσης, με ένα μόνο παγάκι, καθώς ο κτηνίατρος είχε ρητώς απαγορεύσει τα παγωμένα και στους δύο. Μόλις απομακρύνθηκε ο Μαρκ, έβγαλε το πουράκι του και τράβηξε μια απολαυστική τζούρα, περιμένοντας χαιρέκακα την παραγγελία και το λάθος του Μάρκ.
Kαι το λάθος δεν άργησε να καταφτάσει. Ο φρέντο του κυρίου Άρθουρ έφερνε περισσότερο προς το μέτριος, είχε μέσα δυόμισι παγάκια αντί για δύο και το καλαμάκι ήταν ξεκάθαρα φούξια και όχι κόκκινο. Στο κροκ μεσιέ, τα πράγματα ήταν ακόμα καλύτερα. Ήρθε σχεδόν καμένο κι από τις δύο πλευρές, με το λιωμένο τυρί να ξεχειλίζει από όλες τις πάντες. Ο κύριος Άρθουρ έβγαλε έναν αναστεναγμό ανακούφισης και σήκωσε το χέρι του προς τον Μαρκ.
– Όλα εντάξει κύριε?, ρώτησε ο ανυποψίαστος Μάρκ με το προκλητικό του χαμόγελο.
– Προφανώς αστειεύσαι. Φώναξέ μου σε παρακαλώ τον υπεύθυνο.
Χωρίς να χαμογελάει πλέον – αχ, τι ανακούφιση – ο Μαρκ κατευθύνθηκε προς τα ενδότερα, δίνοντας την ευκαιρία στον Άρθουρ να τραβήξει άλλη μια βαθιά, ακόμα πιο απολαυστική τζούρα από το πουράκι του.
– Πώς μπορώ να βοηθήσω?, ακούστηκε μια φωνή με εμφανή ξενική προφορά.
Ο κύριος Άρθουρ σχεδόν εκτοξεύτηκε στον αέρα σαν σπυράκι στον δερματολόγο. Κοίταξε με τρόμο μια παχουλή μαύρη κυριούλα, με λευκή ποδιά και ένα ακόμα πιο κατάλευκο χαμόγελο.
– Πού είναι ο κύριος Βαγγέλης, ψέλλισε έντρομος ο Άρθουρ.
– Α, δεν τα μάθατε? Ο κύριος Βαγγέλης αποφάσισε να βγει στη σύνταξη και να νοικιάσει το καφέ. Τώρα το μαγαζί το δουλεύω εγώ με τον γιό μου, νομίζω ότι γνωριστήκατε ήδη με τον Μαρκ. Είμαι η Κονσεπσιόν.
– The fuck you are, ψέλλισε μέσα από τα δόντια του ο κύριος Άρθουρ. Εγώ είμαι ο κύριος Άρθουρ Κοντόζογλου Ταφτ (έκρυψε έντεχνα το Θρασύβουλος, όπως κολλάμε κρυφά τη μπιγκ μπάμπολ κάτω από την καρέκλα, καθώς ένιωθε πάντα ότι αυτό το όνομα στερεί τη μεγαλοπρέπεια από την επωνυμία. Kαι πόσο αστείο ήταν αλήθεια, να ντρέπεται ελαφρώς για το όνομα του παππού του, Θρασύβουλου Κοντόζογλου, μεγαλέμπορου από τη Σύρα και να κοκκορεύεται για το όνομα του άλλου παππού του, Άρθουρ Τάφτ, ενός μέθυσου κωλομπαρά άγγλου λοστρόμου, αλλά η ζωή δεν είναι δίκαιη και δυστυχώς ούτε και τα ονόματα είναι).
– Και λυπάμαι που θα το πω, αλλά αυτά που μου φέρατε καθόλου δεν αντιστοιχούν σε αυτά που παρήγγειλα.
Ο κύριος Άρθουρ περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια και ένα-ένα τα θλιβερά λάθη της παραγγελίας, κατακεραύνωσε τον Μαρκ που δεν τα κατέγραψε σωστά, την μπουφετζού που δεν τα παρασκεύασε όπως θα έπρεπε και κατέληξε ότι στα 30 χρόνια που ήταν θαμώνας στο μαγαζί – ίσως ο πιο σημαντικός θαμώνας – ο Χαράλαμπος και ο Βαγγέλης δεν είχαν κάνει ποτέ τέτοια λάθη.
Η Κονσεπσιόν κούνησε το μαύρο κεφάλι της με κατανόηση, ζήτησε συγγνώμη με ένα χαμόγελο τόσο λαμπερό και εκτυφλωτικό που θα μπορούσες να διαβάσεις χωρίς γυαλιά ακόμα και τα ψιλά γράμματα στο Σαλοσπίρ και διαβεβαίωσε τον κύριο Άρθουρ ότι θα του έφερνε ξανά την παραγγελία του, σωστή αυτή τη φορά και ότι αυτό δεν θα ξανασυνέβαινε σε καμία περίπτωση, ειδικά σε έναν τόσο σημαντικό πελάτη.
Ο κύριος Άρθουρ μπερδεύτηκε. Από τη μία φούσκωσε σα διάνος που και η καινούργια έγχρωμη εργοδοσία του καφέ τον αναγνώρισε αμέσως ως σημαντικό πελάτη, από την άλλη όμως θα έπρεπε πλέον να συμβιβαστεί με μια νέα, επώδυνη πραγματικότητα. Στο αγαπημένο του καφέ, όχι μόνο δε θα ξαναέβλεπε ποτέ τον dearest Χαράλαμπο και τον Βαγγέλη, αλλά το κουμάντο πλέον θα το είχανε δύο μαύροι. Ξαφνικά του ήρθε στο μυαλό το θεώρημα του Λιάλιου. Τελικά, μήπως και οι μαύροι να είναι αγελιαία ζώα? Μήπως εμφανίζονται και αυτοί κατά ομάδες? Πολύ πιθανόν. Άλλωστε, μήπως και ο ίδιος με τον Νικόλα δεν αποτελούσαν και αυτοί αχώριστο δίδυμο, που εμφανίζονται παντού και πάντα μαζί? Μια τρομακτική σκέψη πέρασε από το μυαλό του: Αν οι μαύροι υπόκεινται στο θεώρημα του Λιάλιου, μήπως τελικά το πρόβλημα δεν εξαντλείται μόνο στο Μαρκ και την Κονσεπσιόν? Μήπως θα επακολουθήσουν και θα εμφανιστούν στην πορεία κι άλλοι μαύροι? Αναπήδησε στην καρέκλα σαν να προσπαθούσε να διώξει αυτό το εφιαλτικό σενάριο από το μυαλό του.
Όμως για στάσου. Αν οι μαύροι είναι όντως σαν τα πολύμπριζα, εάν εμφανίζονται όλοι μαζί, μήπως υπάρχει πιθανότητα και να εξαφανίζονται με τον ίδιο τρόπο? Ένιωσε την ανακούφιση που αισθάνεται κανείς όταν του λέει ο οδοντίατρος, μην ανησυχείτε, τελικά δε θα χρειαστεί απονεύρωση. Άφησε τον εαυτό του να ταξιδέψει στο κυνικό αλλά ευτυχές ενδεχόμενο: Το καφέ με τη νέα διεύθυνση δεν τα πάει καλά. Φέρνουν στους πελάτες άλλα αντί άλλων. Ο κύριος Τάφτ, ο πιο σημαντικός πελάτης, δεν ξαναπατάει στο καφέ. Σταδιακά, και οι άλλοι πελάτες αποχωρούν από το μαγαζί. Το καφενείον πτωχεύει. Οι δύο μαύροι – ή όσοι είναι τέλος πάντων – αναγκάζονται να φύγουν και να εξαφανιστούν, τόσο μυστηριωδώς και αναπάντεχα όσο εμφανίστηκαν.
Τις γλυκές αυτές σκέψεις ήρθε να διακόψει ο Μαρκ. Είχε φέρει την νέα παραγγελία, ολόσωστη αυτή τη φορά. Η Κονσεπσιόν, που ακολουθούσε από πίσω, έβαλε ένα μεγάλο πλαστικό μπολ με νερό μπροστά στον Νικόλα – με ένα παγάκι, έτσι ακριβώς όπως το είχε ζητήσει. Ο Νικόλας στάθηκε στα γέρικα πόδια του, κοιτάζοντας μία την Κονσεπσιόν και μια τον κύριο Άρθουρ.
– Γιατί δεν πίνει? ρώτησε η Κονσεπσιόν.
– Είναι εκπαιδευμένος. Σας το είπα. Δε με πιστέψατε. Ο Νικόλας δεν κάνει τίποτα, αν δεν του πω εγώ. Πιές Νικόλα, διέταξε ο Άρθουρ.
Μεμιάς, ο Νικόλας, υπό το περήφανο βλέμμα του αφεντικού του, ξεκίνησε να ρουφάει το νερό λες και χρεωκοπούσε η ΟΥΛΕΝ. Κονσεπσιόν και Μαρκ άφησαν ένα δυνατό επιφώνημα «Ωωωω», κάνοντας τον κύριο Ταφτ να χαμογελάσει μαλακωμένος.
Ο κύριος Άρθουρ ήπιε τον καφέ του, κάπνισε ένα ακόμη πουράκι και απόλαυσε τέλος ένα ομολογουμένως εξαιρετικό κροκ-μεσιέ, ψημένο από τη μια πλευρά και με το τυρί να «κρατάει» ακόμα, τόσο-όσο. Ο Μαρκ τον πλησίασε πάλι – Όλα εντάξει, κύριε Άρθουρ? – Ναι, Μαρκ παιδί μου, όλα εντάξει, μια παρέα πιο κει τον κοιτούσε εξεταστικά, πλησίασε και η Κονσεπσιόν – Ήταν καλό το κροκ μεσιέ σας, κύριε Άρθουρ? – Ήταν σουπέρμπ, Κονσεπσιόν. – η παρέα τον κοιτούσε με θαυμαστό, ο κύριος Άρθουρ κρυφοκοίταξε προς το μέρος τους, χαμογέλασε, ναι, πραγματικά ήταν και πάλι όλα εντάξει.
Χαιρέτησε ονομαστικά τον Μαρκ και την Κονσεπσιόν, εκείνοι υποκλίθηκαν μεγαλόπρεπα – στο καλό να πάτε κύριε Άρθουρ – πέρασε το λουρί στον ξεδιψασμένο Νικόλα και χάθηκαν κι οι δυό τους στη γωνιά της πλατείας.
Δεν είχαν περπατήσει περισσότερο από δύο τετράγωνα, όταν συνέβη το αναπάντεχο:
Στο απέναντι πεζοδρόμιο, μια κυρία μέσης ηλικίας με γούνα έσερνε από το λουρί μια αφιονισμένη μικρή σκυλίτσα – με γούνα και αυτή – και ο Νικόλας, σε μια αναλαμπή σεξουαλικής παρόρμησης ξεχύθηκε προς το απέναντι πεζοδρόμιο, σούρνοντας μαζί, με την δύναμη των 70 κιλών του, τον άτυχο κύριο Άρθουρ. Ένα λεωφορείο – το 501, Πεύκη-Μαρούσι κυκλική, για τους λάτρεις της λεπτομέρειας – παρέσυρε τον ξαναμμένο Νικόλα και μαζί και τον ντυμένο στην τρίχα κύριο Άρθουρ, στέλνοντας και τους δύο στας αιωνίους μονάς.
Αυτό ήταν το άδοξο τέλος ενός ασήμαντα σημαντικού ανθρώπου, σε έναν μικρό δρόμο στο Αμαρούσιο Αττικής, ένα αδιάφορο πρωινό Τετάρτης, αυτή εδώ ήταν η ιστορία του Άρθουρ-Θρασύβουλου Κοντόζογλου Τάφτ, ο οποίος φορούσε πάντα παπιγιόν, είχε πάντα μαζί του ομπρέλα, ήταν πραγματικά κοντός και είχε έναν όχι και τόσο υπάκουο σκύλο, και αυτό ήτανε το θεώρημα του Γιώργου του Λιάλιου, που τελικά δεν ισχύει μόνο για τα πολύμπριζα.
Υ.Γ.1. Η Ζωγραφιά: Ρέγγα και Μολοσσός. Πενάκι, παστέλ και ακρυλικά, στο τετράδιο της Φλωρεντίας. Από τον μάγο της απεικόνισης, Βασίλη Γιοκουσκουμτζόγλου.
Υ.Γ.2. Μουσική Υπόκρουσις: Λόγια ανταλλάξαμε βαριά – Μαρίκα Νίνου
Μέθυσος κωλομπαράς Άγγλος λοστρόμος…..Χαχαχαχα.
Έγραψες πάλι.
Πάει γάντι με τα jumbo.
Πάτως ωραίο το Αμαρούσιο!
LikeLiked by 1 person
Όμορφο και μαγικόν το Αμαρούσιον κ συχνά πηγή έμπνευσης να σου εξομολογηθώ 😊😊
LikeLiked by 1 person