Dum Vivimus Vivamus (Στης Καλλιόπης)

Dum vivimus vivamus*

Όλα κάποια στιγμή τελειώνουν. Είτε είναι παγωτό, είτε πονόδοντος, είτε ο έρωτας, είτε το πρόγραμμα για τα μάλλινα στο πλυντήριο των ρούχων. «Μια ζωή είναι, θα περάσει», αυτό ήταν το μότο της ζωής του. Και έτσι για τον κύριο Πολύκαρπο, η καραντίνα δεν έλεγε και πολλά πράγματα. Από το σπίτι έβγαινε ελάχιστα ούτως ή άλλως. Ζούσε σε αυτήν την καφκική εσωτερικότητα, όπου όλα μπορούσαν να συμβούν – και συνέβαιναν – μέσα στην ασφάλεια του σπιτιού του. «Μπορείς να βγάλεις τον Πολύκαρπο από το σπίτι, αλλά δεν μπορείς να βγάλεις το σπίτι από τον Πολύκαρπο», αυτό επαναλάμβανε κάθε φορά η διαχειρίστρια, η κυρία Όλγα, κάθε φορά που τον έβλεπε πίσω από τις κουρτίνες της κουζίνας της – το δικό της λιμεναρχείο – παρατηρήριο – να βγαίνει με τις μπάφαλο σαγιονάρες του για να πετάξει τα σκουπίδια.

Το πέταγμα των σκουπιδιών ήταν ιεροτελεστία. Κάθε μέρα – πλην Κυριακής – στις 5 το απόγευμα ακριβώς, με γάντια και μάσκα και έχοντας συμπληρώσει το Β6 στο χαρτάκι του – σύντομη μετακίνηση κοντά στην οικία. Κατά τη διάρκεια αυτής της καραντίνας, ο Πολύκαρπος είχε πάει και οκτώ φορές σουπερ μάρκετ, τέσσερις για τον εαυτό του και τέσσερις για την μάνα του, έχοντας πρώτα συμπληρώσει με επιμέλεια το Β2 στο έντυπο κατ’ εξαίρεσιν μετακίνησης, κουκουλωμένος, αποστειρωμένος και τρομαγμένος, σαν πέος 40χρονου παρθένου αυστριακού φαρμακοποιού που επισκέπτεται για πρώτη φορά τα πορνεία της οδού Bloedstraat στο Red Light District του Άμστερνταμ.

Το λάτρευε ο Πολύκαρπος αυτό το έντυπο. Κάθε φορά που το συμπλήρωνε, ένιωθε σαν το έστελνε ως επιστολή στον Τσιόδρα, γράφοντας του «11.30 – Πολύκαρπος Αντωνίου – Β2 και Β4, Μαρούσι» και φανταζόταν ότι κι ο Τσιόδρας από την πλευρά του, του απαντούσε στοργικά: «Να πας Πολύκαρπε στον Σκλαβενίτη. Να πας. Και να πάρεις και για τη μάνα σου μπεσέλ προάκτιφ, που κάνει καλό στη χοληστερίνη. Το 65% των ηλικιωμένων που τρώνε μπεσέλ προάκτιφ, παρατήρησαν κατά μέσο όρο 17% μείωση στις τιμές της χοληστερόλης τους. Αλλά να προσέχεις, να γυρίσεις νωρίς, και να φοράς τη μασκούλα σου». Αυτή άλλωστε είναι και η ομορφιά της αλληλογραφίας. Και δεν είχε καθόλου άδικο o Λιούις Κάρολ, όταν έλεγε ότι ο σωστός ορισμός του ανθρώπου είναι ένα ζώο που γράφει γράμματα.

Τον λάτρευε ο Πολύκαρπος τον Τσιόδρα. Τον λάτρευε σαν τοτέμ. Κάθε απόγευμα, μετά την απόρριψη των απορριμμάτων, στις 17,45 ακριβώς, ο Πολύκαρπος έψηνε έναν ελληνικό μέτριο, που τον συνόδευε με δυο μπισκοτάκια μιράντα. Καθόταν στην αναπαυτική πολυθρόνα του αγκαλιά με τον Βρασίδα τον γάτο, έφερνε δίπλα του τον καφέ και τα κουλουράκια και άνοιγε την τηλεόραση στο Mega. Άναβε την πίπα του, τραβούσε μια βαθιά ρουφηξιά καπνού και καφέ και περίμενε να ξεκινήσει η απογευματινή ενημέρωση από το Υπουργείο Υγείας, με την ίδια ανυπομονησία που είχε μικρός, όταν ανέμενε ξαναμμένος να ξεκινήσουν τα Τετράγωνα των Αστέρων στην ΥΕΝΕΔ.

Με το που ξεκινούσε να μιλάει ο Τσιόδρας – ο Σωτήρης του, ο Σωτήρας του – έπαιρνε το τηλεκοντρόλ και ανέβαζε την ένταση τόσο δυνατά, που αν ήξερε ανθρωπίστικα ο γάτος Βρασίδας θα του ούρλιαζε «Χαμήλωστο ρε μαλάκα, μας ξεκούφανες».

«Έως σήμερα, περισσότεροι από 3 εκατομμύρια 248 χιλιάδες κρούσματα του νέου κωρονοϊού έχουν καταγραφεί παγκοσμίως. Αλλά και περισσότεροι από 785 χιλιάδες συνάνθρωποί μας, που ενώ μολύνθηκαν από τον ιό, ανέρρωσαν και έγιναν καλά.»

Αυτή η εισαγωγή είχε κάτι το ανακουφιστικό, το ουδέτερο, αλλά και απειλητικό συνάμα. Του θύμιζε τον καρδιολόγο του, τον κύριο Ευθυμιάδη, που μετά το καρδιογράφημα του έλεγε: «Κύριε Πολύκαρπε, όλα μια χαρά, αλλά να θυμάστε ότι το 60% των ανδρών άνω των 55 ετών παρουσιάζουν κάποιου είδους καρδιακή δυσλειτουργία». Η πληροφορία αυτή ήταν επί της ουσίας άχρηστη, αλλά τον προετοίμαζε ότι πιθανώς και ο ίδιος – ως άνω των 55 ετών – όλο και κάποιο προβληματάκι θα παρουσίαζε οσονούπω.

«Ανακοινώνουμε σήμερα..» Σε αυτό το σημείο, ο Πολύκαρπος θα προτιμούσε να κάνει ο Σωτήρης του μια μικρή παύση, σαν αυτή που κάνει ο Κοντιζάς στο Μάστερ Σεφ, λίγο πριν ανακοινώσει τον υποψήφιο για αποχώρηση. Αλλά τέτοια παύση ο κύριος Τσιόδρας δεν έκανε. Έδινε όμως εκείνες ακριβώς τις πληροφορίες, που έκαναν τον κύριο Πολύκαρπο να ξεφυσήξει από ανακούφιση.

«Ανακοινώνουμε σήμερα 25 νέα κρούσματα του νέου κωρονοϊού. Ο συνολικός αριθμός των κρουσμάτων στη χώρα μας είναι 2.469. Σαρανταπέντε συμπολίτες μας νοσηλεύονται διασωληνωμένοι. Το 90% από αυτούς πάσχουν από κάποιο υποκείμενο νόσημα ή/και έχουν ηλικία 70 ετών και άνω. Τέλος, ανακοινώνουμε σήμερα 3 νέους θανάτους. Ο συνολικός αριθμός των θανάτων στη χώρα μας ανέρχεται σε 138. Η μέση ηλικία των θανόντων ήταν 67 ετών. Το 92% έπασχαν από υποκείμενο νόσημα, ή / και είχαν ηλικία 70 ετών και άνω.»

Άρα λοιπόν, ο κύριος Πολύκαρπος, 56 ετών και 2 μηνών ακριβώς, που ούτε σοβαρό υποκείμενο νόσημα είχε, ούτε ηλικία 70 ετών και άνω, βρισκόταν – για μια ακόμα μέρα – στην ασφαλή πλευρά της βάρκας. Μπορούσε λοιπόν άφοβα να πάρει τη σακουλίτσα με το μπεσέλ, να στείλει Β4 στον Τσιόδρα και να ξεκινήσει ως άλλη Κοκκινοσκουφίτσα για παροχή βοήθειας στην μητέρα του.

Η μαμά του Πολύκαρπου τώρα, η κυρία Καλλιόπη, το τελευταίο πράγμα που χρειαζόταν ήταν κάποιον για να της φέρνει τα ψώνια από το σούπερ μάρκετ. Έβγαινε καθημερινά, πρωί – απόγευμα και βράδυ, άλλοτε για περίπατο, άλλοτε για να πάρει από το περίπτερο το Σουντόκου, άλλοτε για να ψωνίσει ένα καρβέλι προζύμι από το φούρνο κι άλλοτε πάλι για να ρουφήξει έναν διπλό ελληνικό στο κηπάκι της κυρα-Δέσποινας που έμενε στον από πάνω δρόμο. Για έντυπο μετακίνησης, ούτε συζήτηση. Γράμματα δεν ήξερε και φυσικά δε σκόπευε να μάθει τώρα στα γεράματα, αλλά ήξερε αριθμούς, γεγονός που της επέτρεπε να παίρνει τηλέφωνο από το κινητό που της χάρισε ο γιόκας της. Και φυσικά, θεωρούσε ότι το τηλέφωνο είναι για να μιλάς από μακριά με τους φίλους σου, όχι για να στέλνεις αριθμούς σε κάποιον φανταστικό φίλο σου – «μόνο οι τρελοί μιλάνε μόνοι τους, εγώ αυτό ξέρω», έλεγε και ξανάλεγε στον Πολύκαρπο. Κυκλοφορούσε λοιπόν ελεύθερη κι ωραία στους δρόμους του Αμαρουσίου, χωρίς χαρτάκι, χωρίς sms και φυσικά χωρίς ταυτότητα («ταυτότητα έχουν τα σκυλιά, όχι οι άνθρωποι, Πολύκαρπε»).

Η κυρία Καλλιόπη από την πλευρά της, δεν τον πολυχώνευε τον Τσιόδρα. Της θύμιζε τον κύριο Λάζαρο, που δούλευε θυρωρός σε μια πολυκατοικία στη Μιχαλακοπούλου, ένα τετράγωνο από το σπίτι που μένανε με τον συγχωρεμένο τον Μενέλαο. Όταν ο Μενέλαος απεβίωσε, αφήνοντας την Καλλιόπη χήρα, οικοκυρά, και με ένα 5χρονο Πολυκαρπάκι να μεγαλώσει, ο Λάζαρος ξεκίνησε και της την έπεφτε αγρίως. Ένα ανοιξιάτικο απόγευμα, η Καλλιόπη ενέδωσε τελικά, άφησε τον μικρό Πολύκαρπο στην παιδική χαρά με την θεία του και πήγανε με τον κύριο Λάζαρο στο Φάληρο, στου Πράπα, όπου το Ποπάκι έφαγε μια νουγκατίνα με κερασάκι και ο κύριος Λάζαρος μια σεράνο και μια χυλόπιτα ξεγυρισμένη.

«Δε θα τα καταφέρεις Ποπάκι, χήρα, άνεργη και μονάχη και με ένα μωρό στην αγκαλιά. Μια γυναίκα χωρίς άντρα, ούτε να σταθεί δεν μπορεί», έτσι της είπε ο Λάζαρος εκείνο το μαγιάτικο απόγευμα, χτυπώντας την πιο ευαίσθητη χορδή της Καλλιόπης και βάζοντας ένα ανεπανάληπτο αυτογκόλ, που θα το ζήλευε ακόμα κι ο Βαμβακούλας.

«Λάζαρε, φαίνεται στο θυρωρείο δεν σε ενημερώσανε, ότι οι γυναίκες δεν είναι πλέον το αδύνατο φύλο. Κατάπιε την παστούλα σου και φύγαμε».

Και δικαιώθηκε απόλυτα η Καλλιόπη, αφού και δουλειά κατάφερε να βρει – την προσέλαβαν καθαρίστρια στο Ελληνικό – στο σχολείο του Πολύκαρπου δήλωσε ότι εργάζεται στην Ολυμπιακή ως προσωπικό εδάφους – και το βλαστάρι της να αναστήσει, αντίθετα με τον θυρωρεύων Λάζαρο, ο οποίος απόθανε εκ καρδίας αλλά δεν ανεστήθη ποτέ.

Παρότι λοιπόν τον Τσιόδρα ουδόλως τον συμπαθούσε, τον άκουγε κι εκείνη ανελλιπώς, συγκρατώντας κυρίως εκείνα τα σημεία που την συνέφεραν:

«67 συμπολίτες μας νοσηλεύονται στις εντατικές. Από αυτούς, το 78% είναι άνδρες και το 22% γυναίκες. Τέλος ανακοινώνουμε σήμερα 3 νέους θανάτους, με τον συνολικό αριθμό των θανόντων στη χώρα μας να ανέρχεται στους 138. Εξ’ αυτών το 82% είναι άνδρες με μέση ηλικία τα 65 έτη. Το 18% ήταν γυναίκες και η διάμεση ηλικία τους ήταν 106 ετών». 

Έτριβε τα χέρια της από χαρά η Καλλιόπη, καθώς επαληθεύονταν για άλλη μια φορά τα λόγια της περί ισχυρού φύλου.

Το πώς από μια κατ’ επίφασιν γριά σαν την Καλλιόπη γεννήθηκε ένας αιώνιος μεσήλικας σαν τον Πολύκαρπο, αποτελεί ένα μυστήριο αξεδιάλυτο, σαν το συμπαντικό ερώτημα «γιατί όσοι τρακάρουν, τους φεύγουν τα παπούτσια».

Αν έπρεπε να δώσω μια απόλυτα υποκειμενική απάντηση, θα στοιχημάτιζα ότι στους ανθρώπους η μεγαλύτερη κινητήρια δύναμη δεν είναι η επιθυμία, αλλά ο φόβος. Για τον Πολύκαρπο λοιπόν, ο κυρίαρχος πανικός του ήταν να μην πεθάνει, ενώ για την Καλλιόπη, ο μεγαλύτερος φόβος της ήταν να μην ζήσει.

Και θα στοιχημάτιζα επίσης, ότι αυτοί οι δύο φόβοι είναι πολύ πιο διαφορετικοί από όσο ακούγονται.

Ώσπου, ένα μαγιάτικο πρωινό, έτσι ξαφνικά, χωρίς προειδοποίηση, η καραντίνα τελείωσε. Μέσα σε ελάχιστες μέρες, η καθημερινότητα όλων ανετράπη και πάλι. Από εκεί που έπρεπε να συμπληρώσεις έντυπο μετακίνησης για να βγάλεις τον Αζόρ να κάνει την ανάγκη του στο απέναντι πάρκο, ξαφνικά μέσα σε μια μέρα μπορούσες να καβαλήσεις το αμάξι, να πάρεις αγκαζέ και δυό τρεις φίλους σου, να πάτε αεροδρόμιο και να την κοπανήσετε προς Ολλανδία μεριά, για τη γιορτή της τουλίπας. Ούτε περιορισμοί, ούτε χαρτάκια, ούτε μηνύματα, ούτε τίποτα. Και σαν να μην έφτανε αυτό, σταμάτησε κι η ενημέρωση από τον Τσιόδρα. Για τον κύριο Πολύκαρπο, αυτό ήταν χτύπημα κάτω από τη ζώνη. Ένιωθε ότι η χώρα, ο ίδιος προσωπικά, αλλά σε κάποιο βαθμό και η μητέρα του, είχαν αφεθεί στην τύχη τους. Βέβαια, για την μητέρα του η αλλαγή αυτή δε σήμαινε και πολλά πράγματα, ό,τι έκανε πριν, θα το έκανε και τώρα, αλλά κάθε καλός γιος που σέβεται το οιδιπόδειό του φαντάζεται την μητέρα του πιο ανήμπορη, από ό,τι είναι ο ίδιος στο να κατανοήσει την πραγματική κατάσταση της μητέρας του.

Για τον λόγο αυτό, αποφάσισε ότι θα έπρεπε να πάρει την κυρία Καλλιόπη και να την πάει να κάνει γενικές εξετάσεις, να δούν την συνολική κατάσταση της υγείας της, πριν ξεσπάσει τυχόν νέο κύμα κορωνοιού και τα πράγματα δυσκολέψουν και πάλι. Τώρα βέβαια, η κυρά Καλλιόπη είχε να κάνει εξετάσεις από τον Οκτώβριο του 1988, όταν λιποθύμησε από συγκίνηση στον αεροδιάδρομο 4 του Ελληνικού, λίγο πριν προσγειωθεί το αεροπλάνο με το οποίο επέστρεφε ο Ανδρέας από το Χέρφιλντ, αλλά – όπως λέμε και στο Ζευγολατιό – ποτέ δεν είναι αργά για να ξεκινήσεις ένα κακό συνήθειο.

Είδε κι έπαθε ο Πολύκαρπος να την πείσει. Πιο εύκολα την παρέσυρες την Καλλιόπη να μπει να προσκυνήσει στο μπλε τζαμί, παρά να περάσει την πόρτα του Euromedica για γενική ούρων. Όμως, όπως όλοι ξέρουμε, κάθε μητέρα φαντάζεται πάντα το βλαστάρι της λιγότερο χαζό από ότι στην πραγματικότητα είναι. «Για να θέλει να με πάει για εξετάσεις, κάτι θα ξέρει το παιδί», αυτό σκέφτηκε η Καλλιόπη, κι έτσι ένα ζεστό πρωινό του Ιουλίου βρέθηκαν μαζί με τον Πολύκαρπο, ντυμένοι αμφότεροι σαν αστροναύτες, να περνούν την πόρτα γνωστού διαγνωστικού κέντρου των Αθηνών για γενικό τσεκ απ.

Φεύγοντας από το κέντρο, ο Πολύκαρπος επέμεινε να μην χρησιμοποιήσουν το ασανσέρ – για στοιχειώδεις λόγους προφύλαξης – αλλά να κατέβουν με τις σκάλες. Νέος Γολγοθάς για την Καλλιόπη, που είχε ζαλιστεί από τις αιμοληψίες και τα ποδάρια της δεν την βαστάγαν. Κάπου μεταξύ δεύτερου και πρώτου ορόφου κι ενώ κατέβαιναν τα σκαλοπάτια, με την Καλλιόπη να σκυλοβρίζει το βλαστάρι της για την άχρηστη ταλαιπωρία που την υπέβαλε – γριά γυναίκα – μέσα στη φούρια και τη ζαλάδα της γλιστρά – είχε αποστειρώσει προ δεκαλέπτου η Ζβετλάνα, για λόγους προφύλαξης – και κουτρουβαλιάζεται όλα τα σκαλιά μέχρι τον πρώτο όροφο, σκάζοντας με το κεφάλι στην πόρτα του κυρίου Κοντοπίδη – ΑΣΦΑΛΕΙΑΙ ΚΟΝΤΟΠΙΔΗ – ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ – ΖΗΜΙΩΝ – ΥΓΕΙΑΣ – ΑΤΥΧΗΜΑΤΩΝ.

Ούτε βδομάδα δεν έμεινε η Καλλιόπη στον Ευαγγελισμό και απόθανε δυστυχώς, με τον Πολύκαρπο να μην έχει λείψει ούτε στιγμή από το προσκεφάλι της. Κάθε μέρα ερχόταν η κολλητή της η κυρά-Δέσποινα, αλλά και ουρές ηλικιωμένων για να τη δουν, όμως η είσοδος δεν επιτρεπότανε λόγω κορωνοιού, κι έτσι της έγραφαν σημειώματα, που τα πασάραν στον Πολύκαρπο να της τα διαβάζει. Μια μέρα πριν πεθάνει, βγήκαν και τα αποτελέσματα από το τσεκ απ, τέρας υγείας η Καλλιόπη, αλλά στο χειρότερο δυνατό timing.

Η κηδεία έγινε σε στενό κύκλο, αλλά δόθηκε καφές στα ΚΑΠΗ Αμαρουσίου, με τέτοια προσέλευση, που θα νόμιζες ότι βρίσκεσαι στην Εθνική Τράπεζα, τελευταία μέρα του μήνα και έχουνε μόλις πιστωθεί τα αναδρομικά στους συνταξιούχους. Όλοι τους όμως φορούσαν μάσκες και γάντια – τους είχε δασκαλέψει η κυρά Δέσποινα, σε ένδειξη σεβασμού προς τον Πολύκαρπο – ενώ σε κάθε τραπεζάκι υπήρχε απολυμαντικό και μαντηλάκια δίπλα στο κονιάκ και τα κουλουράκια (τα προτίμησε η κυρά Δέσποινα αντί για παξιμάδια, που κολλάνε και κάνουν κακό στη μασέλα).

Κλαίγοντας τον συλλυπούνταν όλοι τον Πολύκαρπο, χαιρετώντας τον με χειραψία αντί για αγκωνιά, και με έναν καλό λόγο για τη μάνα του, που ήταν η ψυχή της παρέας και του ΚΑΠΗ.

Τελευταία έμεινε η Δέσποινα για να μαζέψει και μόλις τελείωσε, πλησίασε τον Πολύκαρπο και του είπε:

«Η ζωή δε θα είναι η ίδια πλέον για μας. Η μάνα σου ήταν η ψυχή της παρέας. Δε θα τη βγάζαμε την καραντίνα χωρίς τη μάνα σου. Μας είχε οργανώσει όλους. Τα πρωινά μαζευόμαστε εδώ και μαγειρεύαμε, για να πάμε φαγητό στα άλλα γερόντια που δεν αντέχανε πλέον να έρθουν εδώ. Τα απογεύματα κάναμε μαθήματα χορού, είχε κανονίσει η Καλλιόπη και ερχόταν τρεις φορές τη βδομάδα η Λιλίκα, που ήταν παλιά χορογράφος στο θέατρο Μπροντγουει και μας έκανε μάθημα. Δευτέρα και Πέμπτη, μαζευόμασταν στη μάνα σου για πόκα. Τρίτη και Τετάρτη βράδυ, ερχόταν ο Θανάσης ο μπουζουξής στα ρεπά του εδώ στο ΚΑΠΗ (στης Καλλιόπης το λέγαμε πια) και στήναμε γλέντι. Βλέπεις η Καλλιόπη πρόσεχε τον πατέρα του Θανάση, που έπαθε εγκεφαλικό και μένει μονάχος του πάνω από το φούρνο. Σαββατοκύριακα μαζευόμασταν στην αυλή τη δική μου. Αλλά τι τα θες. Γεράσαμε και αραιώνουμε σιγά σιγά. Για σας είναι η ζωή, Πολύκαρπε, για τους νέους. Να ζήσεις και να την θυμάσαι τη γριά σου, αγόρι μου».

Αυτά του είπε η κυρά-Δέσποινα και έφυγε βιαστικά πριν την πιάσουν πάλι τα ζουμιά, άσε που ήτανε και Πέμπτη και είχε αργήσει και για το κλίνικαλ πιλάτες.

* Όσο ζούμε, ας ζήσουμε.

Υ.Γ.1. Η ζωγραφιά: Πολύκαρπος πετών τα σκουπίδια, υπό τα άγρυπνα βλέμματα της Καλλιόπης, του Τσιόδρα και ενός ακόμα που δεν θέλουμε ούτε να τον ξέρουμε. Δια χειρός του ενός και μοναδικού, Βασιλείου Γιοκουσκουμτζόγλου, που ακόμα κι όταν διακοπεύει, εξακολουθεί να μαγεύει.

Υ.Γ.2. Μουσική Υπόκρουσις: Άσχημες Πληροφορίες. Από ένα γλέντι στα ΚΑΠΗ, με την κυρά-Καλλιόπη να χορεύει, λίγο πριν ξεκινήσει το lockdown.

 

5 thoughts on “Dum Vivimus Vivamus (Στης Καλλιόπης)

Add yours

  1. Αυτό το έξοχο ανάγνωσμα θα το διαβάσω την Κυριακή το βράδυ από το ραδιόφωνο, με τον προσήκοντα σεβασμό βεβαίως και, διανθισμένο επαρκώς με άσματα και μουσικές κατά το μάλλον “εξ απροόπτου” που ενδεχομένως να επιταχύνουν την βιολογική φθορά του Πολύκαρπου. إِنْ شَاءَ ٱللَّٰهُ‎, (ʾin šāʾ -llāh)

    Liked by 1 person

  2. Γιώργο ήταν ξεκαρδιστικό. Ξαναβγαίνει ο Τσιοδρας οσονουπο και ο Πολύκαρπος θα παρηγοριεται.

    Liked by 1 person

    1. Η δικαίωση του Πολύκαρπου Γιώργο μου! Να περνάτε καλά κ φιλιά σε όλη τη φαμίλια !

      Like

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Twitter picture

You are commenting using your Twitter account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

Blog at WordPress.com.

Up ↑

%d bloggers like this: