Ο ΜΑΜΟΥΝ ΣΤΟ ΖΕΥΓΟΛΑΤΙΟ (Ξένος για σένα και γιατρός)

“Να πεις στον Καραλή,
Είμαι ακόμα το καλό παιδί που γνώρισε,
Απλά πιο κουρασμένο,
Να πεις στον Καραλή,
Τον μπέμπη η ζωή τον στεναχώρησε,
Αλλά δεν έγινε ποτέ μαλακισμένο»

Καλοτάξιδο – Cortes

H κυρα-Αγγέλα καθόταν στο δεύτερο σκαλί μπροστά στο σπίτι της, με μια γαλάζια λεκανίτσα από δίπλα, να καθαρίζει φασολάκια στην ποδιά της. Η γυναίκα ενός Στεργιόπουλου δεν αρκούσε μόνο να είναι δουλευταρού και νοικοκυρά, έπρεπε και να φαίνεται, κι ας είχε καβατζάρει τα 83 η κυρά Αγγέλα, κι ας τα είχε κορδώσει πάνω από δύο δεκαετίες ο Στεργιόπουλος. Από πάνω της, στεκόταν σαν κληματαριά η αδερφή της η Κούλα, χήρα Στεργιόπουλου κι αυτή, να την επιτηρεί με το γερακίσιο μάτι της «εδώ σου ξέφυγε τριχούλα, αδερφή, ξανακαθάριστο».

Οι δυο αδερφάδες μένανε μαζί πάνω από δέκα χρόνια, α, εμείς στο Ζευγολατιό έτσι τόχουμε. Αν μείνουν χήρες δύο αδερφές, δεν κάθονται η καθεμιά να μαραζώνει στο σπιτικό της, διαλέγουν το καλύτερο σπίτι από τα δυό και συγκατοικούν, ζήτημα παρέας, ευκολιών και οικονομίας κλίμακας. Χήρα βοηθείας, που λέμε. Το έθιμο ορίζει επίσης ότι το άλλο σπίτι, το «χειρότερο», το νοικιάζουν συνήθως σε κάποιον συγγενή, σε τιμή κάπου 40% υψηλότερη από τη μέση τιμή του χωριού, ο συγγενής που εγκαθίσταται λέει «χαροκαμένη γυναίκα, να τη βοηθήσουμε», μέσα του σκέφτεται «δώστης κάτι παραπάνω της γριας, σε δυο-τρια χρόνια θα τα κορδώσει και θα μου το γράψει» και τελικά η γριά πεθαίνει 25 χρόνια αργότερα στα 107 και έχει γράψει το σπίτι στον Λαογραφικό Σύλλογο στο Χιλιομόδι για να φτιάξουνε Μουσείο Κόπιτσας.

Τέλος, ας κρατήσουμε κατά νου ότι αυτές οι συγκατοικήσεις έχουν και κοινωνικό πρόσημο, καθώς δημιουργείται ένα επιπλέον landmark στο χωριό, δηλαδή σε ρωτάνε στο καφενείο «που είναι τα γραφεία του Συνεταιρισμού?» και λες εσύ, «Μετά τις Χήρες, το δεύτερο στενό αριστερά». Και βέβαια, οι χήρες φοράνε μαύρα, τα οποία πρέπει να φαίνονται – αλλά και να πλένονται – οπότε μόλις δεις στην αυλή την μπουγάδα με τα μαύρα, το έλαβες το μήνυμα, οι Χήρες εδώ είναι. Πολύ ευκολότερο από το να πεις σε κάποιον «μετά το σπίτι του Στεργιόπουλου – ποιανού Στεργιόπουλου?, κλπ.», ή από το να ακούς την κυριούλα από το google maps να σου λέει «κατευθυνθείτε νότια», λες κι είμαστε τίποτα χελιδόνια να πούμε και μπήκε ο Οκτώβριος.

Τις βαριές δουλειές στο σπίτι τις έκανε η Αγγέλα, η επονομαζόμενη και «μικρή», ενώ η Κούλα, ενάμισο χρόνο μεγαλύτερη, καθότανε και την επιστατούσε. Όμως αυτή η ρύθμιση ήταν μέρος ενός άτυπου job distribution, όπου η μικρή κάνει τις δουλειές του σπιτιού, ενώ η μεγάλη επιφορτίζεται με την οικονομική διαχείριση και με τις σχέσεις με τον έξω κόσμο. Αν ζούσανε στην Αγγλία, η Αγγέλα θα ήτανε Secretary of Internal Affairs, ενώ η Κούλα Minister of Foreign Policy, ιν ε μάνερ οβ σπίκινγκ που λέμε και στο Ζευγολατιό.

Τη ζήλευε την Κούλα η Αγγέλα, από τότε που ήτανε παιδιά. Μια ζωή η «μεγάλη» ήταν η ευνοημένη, ενώ εκείνη – «η μικρή» – έπρεπε πάντα να της κάνει την υπερέτρια. Άσε που η κωλοφαρδία της Κούλας ήτανε παροιμιώδης, εξ απαλών ονύχων. Φαντάσου ότι στο Δημοτικό, αν είχαν διαγώνισμα ιστορίας την ίδια μέρα, της Κούλας θα της έπεφτε ερώτηση «πώς λεγόταν ο παππάς που σκοτώθηκε στο Μανιάκι» και της Αγγέλας «πώς λεγόταν το βιβλιοπωλείο από το οποίο αγοράστηκαν τα μελάνια για την υπογραφή της Συνθήκης του Κιουτζούκ Καϊναρτζή το 1774».

Καθάριζε λοιπόν η άτυχη η Αγγέλα τα φασόλια, με τέτοια προσήλωση και προσοχή, που αν την έβλεπε ο Μπαρμπα-Στάθης θα την προσλάμβανε επιτόπου προϊσταμένη στη διασφάλιση ποιότητας. Ακόμα και η ταχύτητά της, παρά τα 83 της χρόνια ήταν εντυπωσιακή. Άλλωστε, τα φασόλια έπρεπε να καθαριστούν εγκαίρως, για να μαγειρευτούν και να σερβιριστούν στην ώρα τους. Μία ακριβώς στρωνότανε το τραπέζι, μια και τέταρτο κάθονταν για φαγητό, μια και μισή είχαν αποφάει, μια και μισή με δύο καθάρισμα τα πιάτα, ώστε δύο νταν να δούνε ειδήσεις και δύο και μισή να έχουν πλαγιάσει. Στο Ζευγολατιό μπορεί να μην έχουμε παιδονόμο (ενδεχομένως κακώς), έχουμε όμως γεροντονόμο, και αν σε τσιμπήσουν – μεγάλο άθρωπο – τρεις το μεσημέρι ξύπνιο να περιφέρεσαι ασκόπως, στην πρώτη παράβαση σου κάνουν αυστηρή σύσταση για διατάραξη εθιμικού κανόνα, στην δεύτερη επιβάλλουν στον ψιλικατζή να μην σου πουλάει σταυρόλεξα και στη τρίτη σου κατάσχουν τις πλαστικές σακούλες και σου απαγορεύουν να πηγαίνεις στην τράπεζα για ενημέρωση βιβλιαρίου.

Οι χήρες σε τέτοια παράβαση δεν υπήρχε περίπτωση να υποπέσουν, πολύ περισσότερο που ήταν Πέμπτη, και στις 17,30 ακριβώς θα ερχότανε ο γιατρός να τις κοιτάξει. Τώρα βέβαια ο γιατρός δεν ήτανε κανονικός γιατρός, δηλαδή ορθοπεδικός ήτανε, αλλά είχε βγει στη σύνταξη κι είχε επιλέξει το Ζευγολατιό για «να ζήσει τα στερνά του». Και είχε και μια ακόμα ιδιαιτερότητα – ασυγχώρητη για πολλούς – ήταν πιο μαύρος κι από κομποσκοίνι στον Όσιο Πάταπιο ξημερώματα Μεγάλη Παρασκευή, αλλά οι Στεργιοπουλίνες, με μιάμισι σύνταξη όλη κι όλη, λεφτά για κανονικό γιατρό δεν είχανε, άσε που, ως χήρες, είχανε αποκτήσει και ανοσία στο χρώμα.

Στις 17.20 ακριβώς κατέφτασε ο Δόκτωρ Μαμούν στο Στεργιοπουλαίικο, δέκα λεπτά νωρίτερα, όπως επιβάλλει το τοπικό πρωτόκολλο (όταν πας επίσκεψη σε μεγάλο άνθρωπο στο χωριό, πας πάντα δέκα λεπτά νωρίτερα, γιατί όλοι οι μεγάλοι άνθρωποι βάζουν τα ρολόγια δέκα λεπτά μπροστά για να μην αργούν, αλλά μετά το ξεχνάνε ότι τα έβαλαν μπροστά, οπότε όταν σε όλο τον νομό η ώρα Κορινθίας είναι 17.20, στο σπίτι των Στεργιοπουλίνων είναι ήδη 17.30 ακριβώς).

Τον καλοδέχτηκαν οι Στεργιοπουλίνες τον γιατρό, με γλυκό σταφιλάκι και νερό τόσο παγωμένο, που αν φόραγε μασέλα ο Μαμούν θα του πέτρωνε η Κορέγκα. Αλλά και ο Μαμούν, 5 χρόνια τώρα που τις επισκεπτόταν τακτικά, τις είχε μεγάλη αδυναμία. Οι Στεργιοπουλίνες του θύμιζαν μια άλλη γριούλα που είχε γνωρίσει νεαρός στη Νέα Σμύρνη, Κούλα κι αυτή, που είχε παίξει ένα ρόλο καταλυτικό στη ζωή του, την οποία όσα χρόνια κι αν είχανε περάσει – κι είχανε περάσει πολλά – δεν υπήρχε περίπτωση να την ξεχάσει. Τώρα βέβαια, οι Στεργιοπουλίνες τον Μαμούν, μόνο γέρο δεν τον βλέπανε. Μεταξύ τους μάλιστα, τον φωνάζανε «ο Μπέμπης», γιατί είχε ένα πρόσωπο τόσο παιδικό, που τους θύμιζε μια κούκλα μαύρη που τους είχε φέρει ο πατέρας τους από το Καμερούν, όταν ήταν πιτσιρίκες.

Με είκοσι λεπτά καθυστέρηση – δέκα στην πραγματικότητα με ώρα Κορίνθου – κατέφτασε στο Στεργιοπουλαίικο κι ο Γιαννάκης, ένας μικρανηψιός τους, γιός της ξαδέρφης τους της Σταματοπουλίνας που έμενε στον αποκάτω δρόμο. Στο Ζευγολατιό, δεν νοείται να έρθει γιατρός στο σπίτι σου και να μην είναι παρών κι ένας συγγενής σου. Σαν να πας στο αεροδρόμιο και να μην έχεις μαζί το διαβατήριο. Η παρουσία του συγγενούς δίνει προστιθέμενη αξία στην επίσκεψη, δείχνει στον γιατρό ότι ο ασθενής έχει ανθρώπους που τον νοιάζονται, υπενθυμίζει ζητήματα που ο ασθενής μπορεί να έχει ξεχάσει και διασφαλίζει την περαιτέρω διασπορά των ιατρικών ανακοινωθέντων στο χωριό την επόμενη μέρα. Το ότι ο Γιαννάκης δεν ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για καμία από τις παραπάνω δουλειές αποτελούσε σίγουρα μια άλλη συζήτηση, αλλά στη ζωή όπως ξέρετε, τους συγγενείς δεν τους διαλέγεις, οπότε τον Γιαννάκη βρήκανε, τον Γιαννάκη φέρανε, κι ας ήταν ήδη 55 χρονών ο Γιαννάκης, κι ας σου απαντούσε σε ό,τι κι αν τον ρώταγες με ερωτήσεις. (Τι κάνεις, Γιάνν? – Τι να κάνω?, Τι κάν’ οι θειές σου? – Τι να κάνουν? – Τι ειπ’ ο γιατρός? – Τι να πει?).

– Λοιπόν, πώς είναι τα γκορίτσια μου?, ρώτησε ο Μαμούν.

– Δεν τις βλέπεις, γιατρέ? Για την ηλικία τους, μια χαρά είναι, έσπευσε να απαντήσει ο Γιαννάκης.

Εδώ ξέχασα να σας πω, ότι μια από τις σημαντικότερες αρμοδιότητες του συγγενή είναι να δίνει άστοχες απαντήσεις σε ερωτήσεις που δεν τον αφορούν. Οι Στεργιοπουλίνες τον αγριοκοίταξαν αμέσως, ειδικά η Κούλα που – όπως εξηγήσαμε – είχε αναλάβει τα foreign affairs. Το να ξεστομίσεις σε άνθρωπο άνω των 50 ετών «για την ηλικία σου, μια χαρά είσαι» στα ζευγολατιώτικα μεταφράζεται ότι «σε κοιτάει ο Χάρος και του τρέχουνε τα σάλια», που λέει κι ο Διονύσης. Τον κάρφωσε λοιπόν η Κούλα με τα καταγάλανα μάτια της, κι όταν σε αγριοκοιτάει ο ηλικιωμένος συγγενής σου καταλαβαίνεις αμέσως – ακόμα κι αν είσαι ο Γιαννάκης – ότι σου αφαιρείται ο λόγος για όλη τη διάρκεια της ιατρικής επίσκεψης και ότι θα ξαναμιλήσεις μόνο στο τέλος, για να πεις «Λοιπόν γιατρέ, τι σας χρωστάμε?», να πει ο γιατρός «για σας, είκοσι ευρώ», κι εσύ να πας στο δίπλα δωμάτιο, να πάρεις από το κομοδίνο 20 ευρώ που σου έχουν αφήσει οι θείες σου και να τις δώσεις στο γιατρό, σαν να τον πληρώνεις εσύ, αυτός είναι ο κανόνας στο Ζευγολατιό, malakia lex, sed lex, που λένε και οι ξένοι.

Συνέχισε λοιπόν κανονικά την εξέταση ο Δόκτωρ Μαμούν, πρώτα την Κούλα και μετά την Αγγέλα. Η Αγγέλα με πόνους στα γόνατα, της κούναγε το πόδι ο Μαμούν πάνω-κάτω να δει την κινητικότητα, η Κούλα με ένα σφάχτη στη μέση, «ξάπλωσε μπρούμυτα κυρά Κούλα να σε εξετάσω, μην βγκάλεις τη ζακέτα, ντεν χρειάζεται» (στο Ζευγολατιό όταν πρόκειται για ηλικιωμένο, και εγχείριση να πρέπει να του κάνεις, την κάνεις πάντα πάνω από τα ρούχα). Τέλειωσε την εξέταση ο Μαμούν και έβγαλε το μπλοκάκι του να τους γράψει τα φάρμακα.

-Έχουμε όμως κι άλλο ένα πρόβλημα, γιατρέ, τον διέκοψε η Κούλα.

-Τι πρόμπλημα κυρία Κούλα?

-Η Αγγέλα, γιατρέ. Ξεχνάει. Και τα φάρμακα που της έγραψες την άλλη φορά, μια τα παίρνει και μια τα ξεχνάει.

-Σιγά που ξεχνάω, διαμαρτυρήθηκε η Αγγέλα.

-Εδώ χθες άφησες το θερμοσίφωνα ανοιχτό δυό ώρες, μη μου πεις ότι το ξέχασες κι αυτό?, της επιτέθηκε η μεγάλη αδερφή, που εκτός από το Υπουργείο Εξωτερικών και Οικονομικών, είχε αποφασίσει να αναλάβει πραξικοπηματικά και το Υπουργείο Υγείας.

-Ντεν πειράζει, ντεν πειράζει, τις καθησύχασε ο Μαμούν. Ντέν είναι κάτι σοβαρό. Μην τα βλέπετε όλα μάμπρα. Θα γκράψω εγκώ στην κυρά Αγγέλα ένα χαπάκι, θα το παίρνει κάθε πρωί, και ντεν θα ξεχνάει.

– Με ρέγουλο τα φάρμακα γιατρέ, γιατί με κομμένη σύνταξη δύσκολα τα φέρνουμε βόλτα. Γιαννάκη, πήγαινε τον Γιατρό στο μπάνιο να πλυθεί και βγάλτου και καθαρή πετσέτα.

(Ξέχασα να σας πω, ότι στις αρμοδιότητες του συγγενούς περιλαμβάνεται και το escort service του γιατρού μέχρι το μπάνιο, το πάτημα του μπουτόν για να ανάψει το φως και η υπόδειξη της πετσέτας)

-Εγκώ φεύγκω τώρα, τις καληνύχτισε ο γιατρός. Να μην ανησυχείτε και να παίρνετε τα φάρμακα που σας έγκραψα. Α, και να σας πω. Κάποιος έκει ξεκάσει πενήντα ευρώ στο μπάνιο, πάνω στο πλυντήριο.

-Ρε Αγγέλα! Ρε Αγγέλα…. Για όνομα του Θεού και της Παναγίας, φώναξε η Κούλα.

-Τι λές τώρα, ρε Κούλα, τρελάθηκες?

-Εγώ τρελάθηκα, ή εσύ, που θα ξεχάσεις στο τέλος και το βρακί σου?

-Να πάρει τα χάπια της η κυρά Αγγέλα και όλα τα πάνε καλά, τις καθησύχασε ο Μαμούν.

-Γιατρέ, τι σας χρωστάμε?, πετάχτηκε ο Γιαννάκης με την εξόδιο ατάκα αποχώρησης.

-Τίποτα, τίποτα. Σε ντύο βντομάντες που θα ξανάρθω να σας δω. Την άλλη φορά.

Η πόρτα έκλεισε και οι δυο Στεργιοπουλίνες μείνανε μόνες τους, να κοιτάνε τον αποσβολωμένο Γιαννάκη με το ύφος «ρεζίλι μας έκανες, αλλά έχε χάρη που σε έχουμε ανάγκη».

-Ε, να πηγαίνω σιγά-σιγά κι εγώ, γιατί έχω και μια δουλειά, ψευδολόγησε ο Γιαννάκης. Να προσέχετε και να παίρνετε τα φάρμακα που σας έγραψε ο Ξένος.

Γιατί στο Ζευγολατιό, ο ξένος, όσα χρόνια κι αν περάσουν, ό,τι καλό και αν έχει κάνει, θα είναι πάντα ο ξένος. Θα είναι πάντα σαν τον χοντρό που αδυνάτισε. Δεν θα είναι ποτέ αδύνατος. Θα είναι πάντα ο χοντρός που αδυνάτισε.

Υ.Γ. 1. Η ζωγραφιά του αδερφού Βασίλη Γιοκούς: Δύο αδελφές (η μία καθαρίζει φρέσκα φασολάκια έξω από την δροσερή αυλόπορτα,) και ο ιατρός. Παστέλ, ακρυλικά και πενάκι σε Α4 πολυτελείας.
Υ.Γ. 2. Μουσική Υπόκρουσις: Είναι όλα μαύρα – Μητσάκης.

2 thoughts on “Ο ΜΑΜΟΥΝ ΣΤΟ ΖΕΥΓΟΛΑΤΙΟ (Ξένος για σένα και γιατρός)

Add yours

  1. Και λατινικά και καθαρεύουσα στην τελευταία ιστορία. Ανεβαίνει πολύ το ύφος

    Liked by 1 person

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

Blog at WordPress.com.

Up ↑

%d bloggers like this: