Έφτασα νύχτα με ένα τρένο παγωμένο,
σε τόπο ξένο, σκοτεινό, αλλοπαρμένο,
Κάτσε μαζί αν θες να ακούσεις το σαράκι μου,
Έφτασα μόνος,
άναξ ή όνος,
κι εχω κρυμμένη μια ζωή
στο βαλιτσάκι μου
Απ τη γενιά μου είμαι εγώ ο τελευταίος,
Πότε τρελός, πότε κακός, πότε ωραίος,
Από την Τροία, την ελιά, τη Μενεμένη,
Δεν έχω στράτα και βολή,
Δεν έχω δεύτερο βρακί,
Ούτε έχω φέρει και μαζί μου την Ελένη
Τι να σου πω για αυτόν τον τόπο που αγαπώ,
Για καλοκαίρια, για γαλάζιο, για λευκό,
Τι να σου πω και ποιό τραγούδι να σου πλέξω,
Είναι ο τόπος λαμπερός,
Κι εγώ ασύγκριτα μικρός,
Ίσως μπορώ, αν προτιμάς, να στο χορέψω.
Φέρνουν οι θάλασσες τα όνειρα με σκούνες,
δίπλα τουρίστες που μαρσάρουν τις γουρούνες,
Κορμιά που τρίζουνε σε ξύλινα πατώματα,
Και μια γριούλα γελαστή,
Κρατάει σταυρό κι ένα πανί,
Και σφουγγαρίζει όλα σου τα ελαττώματα.
Νύχτες στην Πλάκα που αγιόκλημα μυρίζουν,
αηδόνια αλήτες σε ξυπνούν, σε νανουρίζουν,
Μια Παναγιά στη σιγαλιά που σ’ αγκαλιάζει,
Γλυκός αέρας,
και Μπαγιαντέρας,
Και πού να βρω πατρίδα να σου μοιάζει.
Φοράει μια μπλούζα από φορτούνα και ρακί,
Έχει για χέρια δυο κλαδιά από γιασεμί,
Και σε γεννά και σε εξοντώνει και σ’ ορίζει,
Πότε ραγιά,
Μαχαραγιά,
Κι άμα την κόψεις και στα δύο ξανανθίζει..
Τι να σου πω για αυτόν τον τόπο που αγαπώ,
Για καλοκαίρια, για γαλάζιο, για λευκό,
Τι να σου πω και ποιό τραγούδι να σου πλέξω,
Είναι ο τόπος λαμπερός,
Κι εγώ ασύγκριτα μικρός,
Ίσως μπορώ, αν προτιμάς, να στο χορέψω.
Leave a Reply