Κακό Σπυρί

Fiat iustitia, et pereat mundus*

(ας αποδοθεί δικαιοσύνη και ας χαθεί ο κόσμος)

Ο κύριος Σπύρος ξύπνησε εκείνο το βροχερό χειμωνιάτικο βράδυ με έναν απίστευτο πονοκέφαλο και με ένα τεράστιο, τρομακτικό σπυρί στον κώλο. Για να είμαστε ειλικρινείς, αυτό το σπυρί το είχε από μικρός. Ίσως να μην ήταν πάντα τόσο μεγάλο, ίσως όταν ήταν μικρός να ήταν μικρότερο, αλλά όταν είσαι μικρός, όλα σου φαίνονται μικρότερα και λιγότερο σοβαρά. Τώρα θα μου πεις, αν ο κύριος Σπύρος κουβάλαγε σχεδόν μισόν αιώνα ένα τόσο μεγάλο σπυρί, γιατί δεν ξεκουβαλήθηκε να πάει σε ένα γιατρό να το βγάλει. Πήγε. Κι όχι μόνο μια φορά. Και λέιζερ έκανε, και χειρουργεία έκανε, και καυτηριασμούς έκανε, και τι δεν έκανε. Και πέρναγε κάθε φορά την ίδια ταπεινωτική διαδικασία, εξηγούσε στο γιατρό ότι έχει ένα κακό σπυρί στον κώλο, ο γιατρός του κατέβαζε το βρακί, το εξήταζε, το ζούπαγε, το περιεργαζόταν, και του έλεγε στο τέλος «αυτό, κύριε Σπύρο, πρέπει να το αφαιρέσουμε άμεσα». Και έτσι του το αφαιρούσαν. Κι αφού εξαφανιζόταν το σπυρί, δεν πέρναγε μια βδομάδα, άντε μήνας το πολύ και πήγαινε ο κύριος Σπυρίδωνας να κάτσει και ωπ! Ένιωθε ένα οξύ τσίμπημα, έβαζε το χέρι στο πωπουδάκι κι έπιανε μια αμυδρή προεξοχή, σαν κεφάλι καρφίτσας. Και μέσα σε λίγες μέρες, η προεξοχή αυτή είχε ανατσουτσουρώσει, θεριέψει, κι εμφανιζόταν ένα κατακόκκινο καρούμπαλο, ολοστρόγγυλο και χαρωπό-χαρωπό, σαν να είχε τη μύτη του Ρούντολφ του ελαφακίου στο οπίσθιο πρόσωπο.

Αλλά δεν τον ενοχλούσε πάντα. Ήταν φορές που ούτε καν το ένιωθε, το σπυρί κοιμόταν τον μακάριο ύπνο του στο απαλό κωλαράκι του Σπυρίδωνα. Άλλες φορές πάλι, σαν να ήθελε να τον πειράξει, τον γαργαλούσε παιχνιδιάρικα κι εκείνος παραδινόταν σε ένα ξέφρενο ξύσιμο, παρατεταμένο και ηδονικό. Ήταν όμως κι εκείνες οι φορές που τον πονούσε τόσο αφόρητα, που νόμιζε ότι κυοφορούσε έναν μικρό Σπύρο μέσα στο σπυρί, που πάσχιζε να πεταχτεί έξω. Όπως ακριβώς εκείνη τη νύχτα.

Κάθισε σε μια πολυθρόνα, έβαλε από κάτω ένα ειδικό μαξιλάρι αγορασμένο από το τελεμάρκετινγκ (από οικολογικές τρίχες πλάτης έφηβου νάνου, έτσι έλεγε η διαφήμιση), ήπιε ντεπόν, παναντόλ και τρία ουίσκυ, λίγο λίγο ο πόνος υποχώρησε και παραδόθηκε σε έναν ύπνο βαθύ, σαν μικρό θάνατο. Κι είδε ένα όνειρο περίεργο και σημαδιακό.

Είχε μεταφερθεί, λέει, στα έγκατα του σπυριού. Και μέσα στο σπυρί, υπήρχε μια ολόκληρη πολιτεία. Στην βορειοδυτική πλευρά της σπυρο-πολιτείας, προς το κωλορυάκι δηλαδή, ήταν το σπίτι της μάνας του. «Άντε βρε Σπύρο μου, πώς κάνεις έτσι για ένα παλιοσπυράκι? Είσαι πλέον κοτζαμάν άντρας, δεν ντρέπεσαι να κλαίγεσαι σαν μωρό παιδί? Κάνε μου τώρα τη χάρη και πετάξου μέχρι την Μάρθα να μου πάρεις το σουντόκου». Βγήκε ο Σπύρος υπάκουα και κατευθύνθηκε προς το ψιλικατζίδικο. Στο δρόμο τον σταμάτησε ένας κυριούλης με γυαλιά. Του είπε ότι είναι μυστικός αστυνομικός και του ζήτησε να του δείξει το πιστοποιητικό εμβολιασμού. Όμως ο Σπύρος δεν ήξερε τίποτα για αυτό το πιστοποιητικό. «Κατεβάστε παρακαλώ το βρακί σας, αν έχετε κάνει το εμβόλιο, θα πρέπει να υπάρχει στον πωπό σας μια μικρή σφραγίδα», του εξήγησε ο κυριούλης. Ο Σπύρος υπάκουσε κι ο κυριούλης ξεκίνησε την επιθεώρηση: «Λυπάμαι. Θα πρέπει να σας κόψω πρόστιμο. Βλέπω ένα ομολογουμένως θηριώδες σπυρί – γιατρός δεν είμαι, αλλά αυτό κάποια στιγμή θα πρέπει να το αφαιρέσετε – αλλά σφραγίδα δεν βλέπω.»

Με το πρόστιμο ανά χείρας, ο Σπύρος κατευθύνθηκε προς το ψιλικατζίδικο. «Καλημέρα κυρία Μαριάνθη, το σουντόκου της μάνας μου θέλω». Η Μαριάνθη σηκώθηκε βαριά από το σκαμπώ της, με την νωθρότητα υπαλλήλου στο ΙΚΑ Ηλιουπόλεως που της ζητάς επικυρωμένο αντίγραφο από την καρτέλα ασφάλισης. Άρχισε να ψάχνει βλαστημώντας σε μια στίβα περιοδικών, βρήκε το σουντόκου και σχεδόν του το πέταξε στα μούτρα. «Πενηντάρικο, κυρ Σπύρο για ένα σουντόκου? Τι νομίζεις ότι είμαστε, η Γιουρομπάνκ? Ψιλά δεν έχεις?». Ο κύριος Σπύρος ψιλά δεν είχε, είχε όμως ένα κακό σπυρί στον κώλο, που πάντα ξεκινούσε να τον τρώει όταν εκνευριζόταν. «Θα περάσω αύριο να στο πληρώσω, κυρά Μαριάνθη». Όμως η ψιλικατζού κάτι τέτοια δεν τα σήκωνε. «Βερεσέ περιοδικά δεν έχει. Τι νομίζεις ότι είμαστε εδώ? Το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων?» ούρλιαξε η ψιλικατζού, αρπάζοντας από τα χέρια του το σουντόκου, τόσο χαιρέκακα, που αν την έβλεπε από κάποιο σημείο του σπυριού ο θείος Σκρουτζ θα την παρασημοφορούσε με την τυχερή του δεκάρα.

Άπρακτος έφυγε Σπύρος από το ψιλικατζίδικο και κατηφόρισε νοτιοδυτικά – προς την πλευρά της Σκοτεινής Οπής. Στο δρόμο συνάντησε την διαιτολόγο της γυναίκας του. «Έχετε παχύνει κύριε Σπύρο μας. Τώρα με την καραντίνα, να προτιμήσετε τα μικρά υγιεινά γεύματα. Θα σας πρότεινα να αντικαταστήσετε την απογευματινή σεράνο με μια μπάρα δημητριακών, και το βραδινό πεϊνιρλί με μια φρέσκια σαλάτα αβοκάντο και μια φέτα γερμανικού ψωμιού με γεύση γυψοσανίδας». Αμάσητη την κατάπιε ο Σπύρος τη συμβουλή, πήρε τα ποδάρια του και το σπυρί του και κατηφόρισε νοτιότερα.

Λίγο παρακάτω έπεσε πάνω στο αφεντικό του. «Σπύρο, δεν θα τα πάμε καλά. Έβλεπα σήμερα με το HR την αξιολόγησή σου. Είσαι πολύ κάτω από τους στόχους και η βαθμολογία σου στα KPIs είναι θλιθερή. Μην μου αρχίσεις πάλι τις δικαιολογίες και τις κλάψες περί κρίσης και κορωνοϊού. Αυτά είναι για όλους. Σύνελθε Σπύρο, σύνελθε. Μάζεψε το μυαλό σου και κοίτα να σώσεις ό,τι μπορείς μέχρι το τέλος του χρόνου, αλλιώς δε σε βλέπω καλά. Θέλω να σε δω να τρέχεις, να πάρει φωτιά ο κώλος σου». Προς στιγμήν σκέφτηκε να του απαντήσει, να του μιλήσει για τα προβλήματά του, να του πει για αυτό το αναθεματισμένο σπυρί, αλλά μετά σκέφτηκε ότι ο κύριος Ηλιόπουλος όταν ακούει δικαιολογίες βγάζει σπυριά και πιθανότατα θα του έλεγε ότι σε αυτή τη ζωή ο καθένας θα πρέπει να κοιτάζει τον κώλο του. Είπε ένα «μάλιστα» ξεψυχισμένο και συνέχισε τον δρόμο του, όσο ο κύριος Ηλιόπουλος τον κοιτούσε με αυτά τα τεράστια μάτια του, άψυχα, σκοτεινά και πιο μαύρα κι από τον κώλο του Σεμέδο, σαββατόβραδο του Φλεβάρη στη γερμανική σκάλα στο Πέραμα.

Δεν πρόκαμε να στρίψει τη γωνία, και άκουσε ξαφνικά μια φωνή: «Κύριε Σπυριδωνίδη, σταθείτε!». Ήταν ένας ηλικιωμένος κύριος, κούριερ, που κρατούσε στα χέρια του ένα κουτί. «Τι συμβαίνει?» ρώτησε όλος περιέργεια ο Σπύρος. «Έφερα την παραγγελία σας.». «Μα εγώ δεν έχω παραγγείλει κάτι.». «Το ξέρω. Είναι παραγγελία της μητέρας σας. Ένα ζευγάρι λουστρίνια. Τα είχε παραγγείλει από τον Κατράτζο τον Δεκέμβριο του 79 για την γιορτή σας, αλλά με αυτά και με εκείνα, καθυστερήσαμε λιγάκι». Από αβρότητα, ο κύριος Σπύρος παρέλαβε το κουτί, δίνοντας και πέντε ευρώ στο κούριερ που τον κοίταξε υποτιμητικά, αλλά το ρούφηξε το τάληρο σαν ηλεκτρική σκούπα.

Περπάτησε παρακάτω και ξαφνικά κατάλαβε ότι είχε χαθεί. Δεν ήξερε σε ποιο σημείο του σπυριού βρισκότανε. Για καλή του τύχη, εκείνη ακριβώς τη στιγμή σταμάτησε μπροστά του ένα ταξί. Το πήρε και τραβήξανε προς τη μάνα του. «Δεν ξέρω εσείς, αλλά εγώ μάσκα δε βάζω» τον προειδοποίησε ο αυτοκινητιστής. «Μας δουλεύουνε όλους. Αλλά εσύ τι ανάγκη έχεις? Με τη γραβατούλα σου, με το κουστουμάκι σου – με το σπυράκι σου – μια χαρά. Αλίμονο σε εμάς. Εμάς κύριέ μου μας καταστρέψανε οι πούστηδες. Μας φάγαν ζωντανούς». Καθώς μιλούσε, έβγαλε ένα πακέτο Καρέλια κασετίνα και άναψε τσιγάρο, κρατώντας το σχεδόν στη μούρη του Σπύρου, με τα μακριά, αποστεωμένα δάχτυλά του, που για τον Μποτρίνι των ανθρωποφάγων θα θεωρούνταν σίγουρα μια ξεχωριστή λιχουδιά. «Κοίτα το μπουρδέλο, μου άναψε λαμπάκι. Κάτσε ένα λεπτό να βάλουμε μπιτζίνα. Ένα λεπτό θα κάνουμε, μην ανησυχείς.» Ο βενζινάς τους εξήγησε ότι θα καθυστερούσαν λιγάκι, λόγω τεχνικού προβλήματος στις αντλίες.

O Σπύρος κατέβηκε από το ταξί να ξεμουδιάσει. Έβγαλε κι αυτός από την τσέπη τα τσιγάρα του. Είχε απίστευτη ανάγκη ένα τσιγάρο. Αλλά, μόλις άναψε το σπίρτο, ο βενζινάς άρχισε να ουρλιάζει: «Διαρροή! Μας έφυγαν οι βενζίνες παντού! Έχουν πλυμμηρίσει τα πάντα! Όλο το Σπυρί έχει γεμίσει βενζίνη!».

Και τότε, εντελώς αναπάντεχα, από την δεξιά πλευρά του πωπού του, από την πλευρά του σπυριού, πετάχτηκε ένας Γέρος, ένας γέρος ήρεμος και καλοσυνάτος, που του έμοιαζε πολύ είναι η αλήθεια. «Σπύρο, σβήστο το σπίρτο. Θα πιάσει φωτιά. Είναι κρίμα. Είσαι ένας ώριμος άνθρωπος. Έχεις θυμό μέσα σου, το καταλαβαίνω. Αλλά, αν το πετάξεις τώρα το σπίρτο, μπορεί να καείς και εσύ».

Κι εκεί, που ο Σπύρος πήγε ενστικτωδώς να το σβήσει, από την αριστερή πλευρά του πωπού του, πετάχτηκε ένας πιτισιρίκος, ίδιος ο Σπύρος στη Δευτέρα Λυκείου. «Κάψτο το μπουρδέλο. Μην ακούς κανέναν. Στάχτη και μπούρμπερη! Θες ή δεν θες να ξεμπερδέψεις μια και για πάντα με το σπυρί? Τώρα ή ποτέ, Σπύρο! Τώρα ή ποτέ!»

Ο Σπύρος έμεινε κοκκαλωμένος, με το σπίρτο αναμμένο στο χέρι, την βενζίνη να τρυπώνει στα ρουθούνια του, να κοιτάει μία τον γέρο, μια το παιδί, όλη η γειτονιά είχε βγεί στα μπαλκόνια και του φώναζε, ο Σπύρος άγαλμα, ο γέρος είχε χάσει την ψυχραιμία του «σβήστο μαλάκα, θα καούμε», ο πιτσιρικάς έσπρωχνε «να καείς κωλόγερε και εσύ και το σπυρί σου», κάπου στο βάθος σε ένα παράθυρο έβλεπε τη μάνα του να του κάνει νοήματα – “αν δεν έχει σουντόκου, να μου πάρεις Σκανδιναβικό” – , το αφεντικό είχε πλησιάσει κι αυτό – έλα βρε Σπύρο μου, για δυο κωλοποσοστά, θα χαλάσουμε τώρα τις καρδιές μας? – ο ταξιτζής είχε σχεδόν καταπιεί το τσιγάρο του, το κούριερ φώναζε «κύριε Σπυριδωνίδη, αν δεν λυπάστε εμάς, λυπηθείτε τα λουστρίνια σας» ο Σπύρος άγαλμα, με το σπίρτο να του καίει πλέον τα δάχτυλα.

Πετάχθηκε από την πολυθρόνα σαν ελατήριο. Είχε ακόμα την μυρωδιά της σούπερ αμόλυβδης 95 οκτανίων στην μύτη και το κάψιμο του σπίρτου στα ακροδάχτυλα. Ενστικτωδώς έβαλε το χέρι του στο βρακί.

Το σπυρί  ήταν ακόμα εκεί.

Ολοστρόγγυλο, θρασύτατο και περήφανο, σαν βυζί πορτορικάνας, πεισματικά προσκολλημένο στον κώλο του, όπως το είχε και χθές, όπως το είχε και προχθές, και όπως το έχουμε όλοι μας.

Υ.Γ.1. Η μαγική ζωγραφιά, δια χειρός Βασίλη. Σπύρος εντός σπύρου σπίρτων άψας. Πένα, παστέλ, ακρυλικά σε Α4 πολυτελείας.

Υ.Γ.2. Μουσική Υπόκρουσις: Είμαι Γυφτάκι – Τζίμης Πανούσης

4 thoughts on “Κακό Σπυρί

Add yours

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

Blog at WordPress.com.

Up ↑

%d bloggers like this: