«Inner Peace starts with Four Words:
Not My Fucking Business»
(Αγνώστου Μοναχού)
======================================
Ο κύριος Ιγνάτιος είχε ένα ιδιόρρυθμο, σχεδόν οκταγωνικό κεφάλι, σαν χαρταετός Καθαράς Δευτέρας. Μέσα στο κεφάλι αυτό ζούσαν δύο ανθρωπάκια, που αποτέλεσαν, σε όλη τη διαδρομή της ζωής του Ιγνάτιου, μεγάλη σπαζοκεφαλιά. Οποτεδήποτε έπρεπε να πάρει μια απόφαση, μεγάλη ή μικρή, σημαντική ή ασήμαντη, τα δυο ανθρωπάκια επέμεναν να επιβάλλουν την γνώμη τους στον κύριο Ιγνάτιο. Κι αν νομίζετε ότι το ένα ανθρωπάκι ήταν το καλό και το άλλο το κακό, κακώς το νομίζετε.
Καταρχάς, με δεδομένο ότι τα ανθρωπάκια ζούσαν μέσα στην κουρούπα του και δεν έλεγαν να το κουνήσουν ρούπι από εκεί, ήταν εκ των πραγμάτων αόρατα. Ο κύριος Ιγνάτιος δεν τα είχε δει ποτέ, οπότε δεν ήξερε καν ποιο είναι ποιο. Άσε που οι φωνές τους ήταν ακριβώς ίδιες – και σε κάποιο βαθμό, ίδιες και με την φωνή του κυρίου Ιγνάτιου – γεγονός που περιέπλεκε ακόμα περισσότερο την κατάσταση.
Το μόνο σίγουρο, ήταν ότι τα ανθρωπάκια αυτά υπήρχαν από πάντα. Γιαυτό τουλάχιστον, ο κύριος Ιγνάτιος ήτανε βέβαιος. Θυμόταν τον εαυτό του, την πρώτη μέρα στο σχολείο, όταν βρέθηκε με τους νέους του συμμαθητές. «Πώς σε λένε εσένα?», το ρώτησε ένα παιδάκι. Στο άκουσμα της ερώτησης, το πρώτο ανθρωπάκι πετάχτηκε ξαφνικά (κάπου πίσω από το δεξί του αυτί) και φώναξε:
-Πές Τάκη! Πες Τάκη! Αν το πάρουν χαμπάρι τα μαλακισμένα ότι σε λένε Ιγνάτιο, δεν το γλιτώνεις το φατούρο!
Αυτόματα, σαν από μηχανής ανθρωπάκι, το άλλο ανθρωπάκι επενέβη άμεσα:
-Μην είσαι βλάκας. Σε λένε Ιγνάτιο και αυτό θα τους πεις. Ότι σε λένε Ιγνάτιο. Θυμήσου τι σου έλεγε η μαμά. Πρέπει να είμαστε περήφανοι για το όνομά μας. Και ο παππούς σου που τον λένε Ιγνάτιο, μια χαρά τα έχει καταφέρει. Πες ότι σε λένε Ιγνάτιο, και θυμήσου αυτό που σου λέει η μαμά.
Όμως, το άλλο ανθρωπάκι δεν είχε πει την τελευταία του κουβέντα.
-Χέσε τη μαμά, και θυμήσου την καζούρα που έφαγες την Κυριακή στην παιδική χαρά, όταν τους είπες ότι σε λένε Ιγνάτιο. Τίποτα άλλο δε σου λέω.
«Με λένε Γιώργο», απάντησε αυθόρμητα ο Ιγνάτιος, κι αν τον άκουγε από κάποια μεριά ο Μαζωνάκης είναι σίγουρο ότι θα ξεσπούσε σε χειροκροτήματα, όμως οι μόνοι που τον άκουσαν ήταν οι δυο φωνές, που ψιθύρισαν σχεδόν ταυτόχρονα «Όρσε, μαλάκα». Φυσικά, τον άκουσε και το άλλο παιδάκι, αυτό που του είχε κάνει την ερώτηση, το οποίο απάντησε με την σειρά του:
«Εμένα πάντως με λένε Νεκτάριο»,
και ο Ιγνάτιος δεν μπόρεσε να μην αναρωτηθεί τι σκατά ανθρωπάκια είχε αυτός ο Νεκτάριος στο κεφάλι του.
Βέβαια, προς αποκατάσταση της πάσας αληθείας, να ενημερώσω εδώ ότι ο Ιγνάτιος είχε κανονικά βαφτιστεί Ιγνάτιος – Γεώργιος (το Γεώργιος για να αναστήσει τον συγχωρεμένο τον παππού του, τον Γιώργη), αλλά ο μπαρμπα-Γιώργης είχε πεθάνει προ πολλού, το ίδιο και η γυναίκα του, η γιαγιά Ελένη, οπότε το όνομα πέρασε στη λήθη, με την βοήθεια και των ύπουλων παρεμβάσεων του ζώντος παππού Ιγνάτιου, ο οποίος ήτο τόσο εγωπαθής και ξεροκέφαλος, που κατάφερε να βαφτίσει Ιγνάτιο ακόμα και τον αρκούδο που έφεραν δώρο οι νονές στην μικρή του αδερφή το 1972, όταν έκλεισε τα 4.
Αυτό το περιστατικό την πρώτη μέρα του σχολείου, στάθηκε η αφορμή για να βαφτίσει ο Ιγνάτιος τα ανθρωπάκια: το ένα το έβγαλε Νεκτάριο και το άλλο Τάκη. Φυσικά, το πρόβλημα του «ποιος είναι ποιος» παρέμενε, αλλά ήταν τώρα πιο εύκολο για τον Ιγνάτιο να κάνει έναν – έστω και αυθαίρετο διαχωρισμό – και σίγουρα αυτή η ονοματοδοσία πιστεύω ότι θα βοηθήσει και το ταλαίπωρο αναγνωστικό κοινό, ώστε να μπερδεύεται λιγότερο και να μην χάνεται σε αλλοπρόσαλλες αναφορές (π.χ. το ένα ανθρωπάκι, το άλλο ανθρωπάκι, κλπ.).
Ιγνάτιος, Νεκτάριος και Τάκης αντιμετώπισαν παρέα έναν πραγματικό ωκεανό από μικρές αποφάσεις, από την επιλογή γεύσης στο παγωτό, μάρκας τηλεόρασης, τύπου κινητού, μέχρι το χρώμα στην πυλωτή στο γυναικοχώρι. Στάθηκαν όμως χέρι – χέρι οι τρεις τους, έστω και καβγαδίζοντας, μπροστά στα μεγάλα πνευματικά διλήμματα της ζωής, που έρχονται συνήθως με την μορφή κλειστών ερωτήσεων, όπως διάβασμα ή σκονάκι, νομική ή ΤΕΙ βιβλιοθηκονομίας, ήσυχη ζωή ή γάμος, παιδιά ή στείρωση, απαλλαγή από τις αλλεργίες ή γάτα, σεξ ή αυνανισμός, εμβολιασμός ή διασωλήνωση, βελονισμός ή γκόμενα, αλμυρό ή γλυκό, ios ή android, κ.ο.κ. Για όλα είχε άποψη ο Νεκτάριος, σε όλα διαφωνούσε ο Τάκης και στο τέλος έπρεπε ο Ιγνάτιος να πάρει την μικρή ή μεγάλη απόφαση και να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά. Και φυσικά, όποια απόφαση και να έπαιρνε, πυροδοτούσε την δυσαρέσκεια και την έκρηξη της φωνής που είχε συμβουλέψει το αντίθετο, πολλές φορές μάλιστα και των δύο, όταν ο Ιγνάτιος αποφάσιζε να πάρει την κατάσταση στα χέρια του, να αγνοήσει τις φωνές και να κάνει του κεφαλιού του (τρόπος του λέγειν, φυσικά).
Το φοβερότερο όλων, ήταν ότι οι δύο φωνές, ο Νεκτάριος κι ο Τάκης, παρά το διαφαινόμενο μίσος που έτρεφαν ο ένας για τον άλλον, ποτέ δεν καβγάδιζαν μεταξύ τους ευθέως. Αν για παράδειγμα ο Ιγνάτιος ακολουθούσε τη συμβουλή του Νεκτάριου και κάτι δεν πήγαινε καλά, τότε ο Τάκης, αντί να επιτεθεί στον Νεκτάριο, τα έχωνε στον Ιγνάτιο, που ήταν αφελής και ακολούθησε την λανθασμένη συμβουλή του Νεκτάριου. Ο Ιγνάτιος, για να γλιτώσει από αυτήν την αβάσταχτη γκρίνια που λάμβανε χώρα μέσα στο κεφάλι του, είχε δοκιμάσει κάθε πιθανή εναλλακτική. Από το να προσπαθεί να τις αγνοεί – γεγονός ουσιαστικά αδύνατον, αφού οι φωνές παρέμεναν πεισματικά μέσα στο κεφάλι του – μέχρι να τους τα συμβιβάσει, προσπαθώντας για παράδειγμα να ακολουθήσει και τις δύο συμβουλές. Για παράδειγμα, αν ο Τάκης του έλεγε «πάρε παγωτό σοκολάτα» και ο Νεκτάριος μάνγκο, ο Ιγνάτιος έπαιρνε σοκολάτα – μάνγκο, αλλά δυστυχώς, όπως όλοι ξέρουμε, πιο εύκολα συνδυάζονται οι φακές με τα εκλέρ, παρά η σοκολάτα με το μάνγκο, ας μην κρυβόμαστε.
Για να απαλλαγεί από τις φωνές, προσπάθησε να αποφεύγει τα διλήμματα και τις αποφάσεις, κι έτσι έζησε μια μάλλον ήσυχη και μετρημένη ζωή, παντρεμένος με τρια παιδάκια, με τη δουλείτσα του, τη γυναικούλα του, τις παρεούλες του, το κρασάκι του, το τσιγαράκι του, και άλλα υποκοριστικά που μικραίνουν τα διακυβεύματα, ενοχοποιούν την απόλαυση και λειαίνουν τις προστριβές.
Φτάνοντας όμως στα 50, οι φωνές απασφάλισαν. Ακούγονταν όλη μέρα, με άποψη ακόμα και για τα πιο ασήμαντα, πιο επίμονες και πιο επιθετικές, θαρρείς και έβγαιναν από την τηλεόραση, από την βεράντα, από το σεκρεταίρ. Έπεφτε για ύπνο ο Ιγνάτιος και ακουγόταν ο Τάκης από το λαμπατέρ, «σήκω ρε βλάκα να κατουρήσεις, έτσι τον έπαθε ο κυρ-Νίκος τον προστάτη», ανταπαντούσε ο Νεκτάριος από το κομοδίνο «κάτσε μωρέ εκεί που κάθεσαι, κλείσε τα μάτια σου και κοιμήσου, σηκώνεσαι αργότερα για κατούρημα», αυτή δεν ήταν ζωή, μαρτύριο κανονικό ήτανε. Έπρεπε πάσει θυσία να γίνει κάτι, για να σωπάσουν οι φωνές.
Τώρα, αν στα πενήντα σου νιώθεις ότι έχεις φτάσει στο απροχώρητο, οι λύσεις είναι περιορισμένες και λίγο πολύ γνωστές: ή θα ξεκινήσεις ομοιοπαθητική, ή θα αρχίσεις τα ναρκωτικά, ή θα πας σε ψυχολόγο, ή θα βρεις γκόμενα. Αυτά είναι, κι ό,τι και να σας πουν οι φωνές ή οποιοσδήποτε άλλος, άλλη λύση δεν υπάρχει. Ο Ιγνάτιος κατέληξε στη λύση του ψυχολόγου, θεωρώντας την πιθανάτοτα ως την πιο έξυπνη και σίγουρα ως την πιο οικονομική.
Ακόμα όμως και η επιλογή του κατάλληλου γιατρού αποτέλεσε πεδίο σφοδρής αντιπαράθεσης μεταξύ του Νεκτάριου και του Τάκη. Στην αρχή, φάνηκε να συμφωνούν και οι δύο ότι ο Ιγνάτιος δεν χρειάζεται γιατρό, αλλά βλέποντας ότι ο Ιγνάτιος το είχε πάρει απόφαση, ξεκίνησαν να τσακώνονται για το αν θα πρέπει να αποτανθεί σε άντρα ή γυναίκα.
Ο Νεκτάριος είχε επιλέξει την κυρία Ελένη Ψυχογιού – Ψυχολόγο / Ψυχοθεραπεύτρια στο Κολωνάκι, ενώ ο Τάκης παρέμενε αμετακίνητος ότι η σωστότερη επιλογή ήταν ο Δρ. Αντώνιος Σκεπάρνης – Ψυχαναλυτής / Ψυχοθεραπευτής στην Βούλα Αττικής. Ακολουθώντας μάλλον το ένστικτό του και την αγαπημένη του μέση οδό, ο Ιγνάτιος κατέληξε τελικά σε μια λύση σχεδόν θεόσταλτη, στον ψυχίατρο Τάκη Νεκταρίου, πρώην διευθυντή γνωστής κλινικής και νυν ιδιωτεύοντα σε ένα ιατρείο στην Πετρούπολη Αττικής, σε ένα σημείο τόσο δυσπρόσιτο, που αν έβαζες την διεύθυνση στο google maps, σου απαντούσε η κυριούλα «πηγαινε μόνος σου». Όμως αυτό το «Τάκης Νεκταρίου», ένα όνομα με τον συνδυασμό των ονομάτων των δυο φωνών, είχε μέσα του κάτι τόσο συμβιβαστικό και τόσο καρμικό, που ο Ιγνάτιος ήταν αδύνατον να αντισταθεί.
Ξάπλωσε στο ντιβάνι μάλλον διστακτικά (ο Τάκης του έλεγε «πάμε να φύγουμε, είναι τρελός ο άνθρωπος, δεν το βλέπεις?», ενώ ο Νεκτάριος ούρλιαζε «στην πολυθρόνα να κάτσεις, ένας Θεός ξέρει ποιος έχει ξαπλώσει εκεί πριν από σένα»), ενώ ο κύριος Νεκταρίου έβγαλε ένα μεγάλο μαύρο μπλοκ και κρατούσε σημειώσεις.
Μετά από σχεδόν δυο ώρες συνεδρίας, όπου η συζήτηση διαπέρασε οριζοντίως και καθέτως όλα την διαδρομή ζωής του Ιγνάτιου, από την σχέση του με τους γονείς του, τις σεξουαλικές του προτιμήσεις, αν γεννήθηκε σε πανσέληνο, αν έτρωγε μικρός τις μύξες του, ο Νεκταρίου ρουθούνισε δύσπιστα και έθεσε μια αρχική διάγνωση:
Τα ανθρωπάκια ήταν πιθανότατα το προϊόν μιας μάλλον αυταρχικής, θρησκόληπτης και κυκλοθυμικής μητέρας, διαρκώς αυτοαναιρούμενης και ενός απρόσιτου πατέρα, που αδυνατούσε να θέσει ξεκάθαρα τις αξιακές διαχωριστικές μεταξύ αποδεκτού / μη αποδεκτού και το κενό αυτό ήρθαν το καλύψουν ο Νεκτάριος και ο Τάκης. Το πρόβλημα ήταν πολύ πιο σοβαρό από ό,τι ακουγόταν, θα χρειαζόταν τουλάχιστον ένα έτος συστηματικών συνεδριών κι ένας συνδυασμός τριών χαπιών, στα οποία, μετά τον τρίτο μήνα, θα προστίθεντο και άλλα δύο, Θεού θέλοντος και ΕΦΚΑ επιτρέποντος.
Ο Ιγνάτιος βγήκε από το ιατρείο ένα συντρίμι, με τον Τάκη να του ψιθυρίζει «να σε δω τώρα πώς θα γυρίσουμε σπίτι, που χάλασε το GPS» και τον Νεκτάριο να χασκογελάει «Μην στεναχωριέσαι, πιθανότατα την επόμενη φορά θα σου κάνει ηλεκτροσόκ και θα σου συνταγογραφήσει βαρυτικό υποκλισμό στην άυλη».
Στο ιατρείο του κυρίου Νεκταρίου επικρατούσε απόλυτη σιωπή. Το τελευταίο ραντεβού της εβδομάδας είχε μόλις τελειώσει. Το τελευταίο και μοναδικό. Μια σκέψη πέρασε από το μυαλό του, ίσως δεν έπρεπε να του δώσει τα χάπια, ίσως μια ένεση θα έφερνε πολύ καλύτερα αποτελέσματα. Άνοιξε το κουτί των πούρων για να πάρει ένα από τα αγαπημένα του Romeo e Julieta. Μέσα από το κουτί, μαζί με την βαριά μυρωδιά του καπνού, πετάχτηκε έξαφνα μια φωνή:
«Α, ρε μαλάκα Νεκταρίου. Τον γάμησες τον δόλιο τον ανθρωπάκο».
Άναψε το πούρο κι έκλεισε το κουτί, χωρίς δεύτερη κουβέντα.
Υ.Γ.1. Η ζωγραφιά. Ο Ιγνατιος και οι φωνές. Από τον ένα και μοναδικό, Βασίλη Γιοκουσκουμτζό γλου
Υ.Γ.2 Μουσική Υπόκρουσις: Τζίμης Πανούσης – Αέρα
Ki aytos o xristianos xathike na dialexei to gkomena I esto kana mayro?
LikeLike
Α, ρε Γιώργο … 😉
LikeLike