«Η ουτοπία είναι σαν τον ορίζοντα. Κάνω δυο βήματα, απομακρύνεται δύο βήματα. Κάνω δέκα βήματα και ο ορίζοντας τρέχει δέκα βήματα μακριά. Όσο και να περπατάω, δε θα φτάσω ποτέ.
Σε τι χρησιμεύει τότε η ουτοπία;
Σε αυτό χρησιμεύει:
Στο να περπατάς.»
Εδουάρδο Γκαλεάνο
==========================================
Και τι ζητούσε δηλαδή – ένα κεραμίδι Θε μου να μου δώσεις – και πήγε που λες στην Τράπεζα για δάνειο με δόσεις, αλλά περνούσε ο καιρός και ήρθαν μέρες σκοτεινές και δύσκολες, και δεν του έφτανε το μεροκάματο για τον επιούσιο – πόσο μάλλον για τις δόσεις – πέσανε και οι τιμές στα ακίνητα και δεν πουλιόταν το ρημάδι, και ήρθε η ρουφιάνα η τράπεζα, «δώσε Βαγγέλη τις δόσεις», αλλά ουκ αν δόσεις παρά του μη έχοντος, και του το πήρε το σπίτι η τράπεζα και το έβγαλε στο πλειστηριασμό, αλλά είπαμε, με τις τιμές στον πάτο ούτε το μισό δάνειο δεν πήρε πίσω η τράπεζα – αχ, οι καλές εποχές που πλήρωνε ο μαλάκας ο Βαγγέλης τις δόσεις – κι έτσι η τράπεζα δεν είχε λεφτά για δάνεια, να πάρει ο κοσμάκης σπίτια, να μην έχει μετά να πληρώνει τις δόσεις, να τα παίρνει πίσω η τράπεζα και να κλείσει αυτός ο ενάρετος κύκλος, εν ολίγοις για κεραμίδι πήγαιναν και κεραμίδα τους βγήκε, και για τον Βαγγέλη και για την τράπεζα, καλά για την τράπεζα λίγο μας νοιάζει, αλλά ο Βαγγέλης ήταν καλό παιδί και τέτοια τύχη δεν του άξιζε.
Βρέθηκε που λες ο Βαγγέλης άστεγος, πλην τίμιος, πλην διαζευγμένος, πλην αδέκαρος, άρα τρία πλην κάνουν πλην, οπότε στοίβαξε όλα του τα υπάρχοντα σε δυο βαλίτσες και κατηφόρισε στο Ζευγολατιό. Γιατί, όταν όλα πάνε στραβά – και εδώ να θυμηθούμε ότι η φυσική τάση των πραγμάτων είναι να πηγαίνουν στραβά – στραβώνεις τότε και εσύ και κατεβαίνεις στα πατρογονικά σου εδάφη, ως ύστατη σανίδα σωτηρίας.
Ένα μικρό οικοπεδάκι είχε ο Βαγγέλης στο Ζευγολατιό, παράγωνο, που του το άφησε ο πατέρας του ο συγχωρεμένος, που και αυτουνού του το είχε αφήσει ο δικός του ο πατέρας, τώρα πού στην ευχή το βρήκε αυτός ένας Θεός ξέρει, καθώς τα συμβόλαια της περιοχής στο Υποθηκοφυλακείο Κορίνθου τερματίζουνε γύρω στο 1930, πιο πριν ήταν όλα δια λόγου, γιατί τότε ο λόγος ήταν μεγάλο πράγμα, βαρύ, μετά με τον καιρό αλάφρυνε και αντικαταστάθηκε από τη γραφή και το κτηματολόγιο και ησυχάσαμε, τρόπος του λέγειν δηλαδή.
Τώρα βέβαια είναι χρήσιμο να έχεις ένα οικόπεδο, αλλά το οικόπεδο από μόνο του ούτε τρώγεται, ούτε στεγάζει, κι όταν είσαι μπατίρης τέρμα, και το φαγητό σου λείπει και το κεραμίδι.
Είχε προσπαθήσει παλιά να το πουλήσει, η πρώην του δεν το ήθελε το Ζευγολατιό, κωλοχώρι το ανέβαζε, σκατομέρος το κατέβαζε, και ενώ δεν είχε απολύτως άδικο, φάνταζε όμως λίγο παράταιρο να βρίζεις το Ζευγολατιό όταν εσύ κατάγεσαι από τη Γαστούνη, βέβαια θα μου πείτε σε αυτή τη ζωή κάποιος πρέπει να κατάγεται και από τη Γαστούνη, δεν θα ερημώσουμε τώρα την επαρχία για ένα καπρίτσιο, αμαρτία είναι.
Έτσι, με παρακαταθήκη τις δυο του βαλίτσες και το οικοπεδάκι που ξώμεινε, κατέβηκε ο Βαγγέλης στο χωριό κι έμεινε στη θεία του την Ευτέρπη, «για λίγο, μέχρι να τακτοποιηθώ», έτσι της είπε, άλλωστε όλα τα πράγματα στη ζωή για λίγο είναι, και η διαμονή, και ο γάμος και η δουλειά στην Αθήνα, και η μάνα του Βαγγέλη που πέθανε στα 40 της και τον μεγάλωσε τον Βαγγελάκη η αδερφή της η Ευτέρπη, στο σπίτι της οποίας τον αφήσαμε προ ολίγου κατσικωμένο.
Σαν παιδί της τον αγαπούσε η Ευτέρπη, αυτή τον ανάστησε, παιδιά-σκυλιά δεν είχε, έναν γάτο είχε, τον Γιακουμή, σε όποιον δεν δίνει ο Θεός παιδιά δίνει το περιβόλι γάτες, έτσι λέμε στο Ζευγολατιό και έτσι και έγινε. Βέβαια, και ο Γιακουμής πέθανε, είπαμε, γάτος ήτανε, δεν ήτανε ο Ζάχος Χατζηφωτίου, πρόλαβε όμως και έκανε γατάκια, Γιακουμάκια, που και αυτά με τη σειρά τους έκαναν κι αυτά γατιά, κι έτσι στο σπίτι της Ευτέρπης μπορεί να μην εύρισκες ούτε σοκολοτάκι στο σερβάν, θα εύρισκες όμως σίγουρα τις μακρουλές κωλότριχες ενός Γιακουμή ακόμα και στο σπιτάκι με το θερμόμετρο.
Τον καλοδέχτηκε η θειά του τον Βαγγέλη, του έστρωσε στο μεγάλο δωμάτιο δίπλα στη σάλα – κανονικά αυτό ήταν το δωμάτιο του Γιακουμή, αλλά σε αυτή τη ζωή για να βολευτεί κάποιος συνήθως ξεβολεύεται κάποιος άλλος, του έβαλε και σεντόνια καθαρά και μαξιλαροθήκες μερακλίδικες, κεντητές, από αυτές που κοιμάσαι το βράδυ φράπα και ξυπνάς το πρωί και έχεις στάμπα στο μάγουλο μια ορχιδέα. Τώρα βέβαια, σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του κόσμου αυτό θα ήταν πρόβλημα σοβαρό, στο Ζευγολατιό όμως, αν σκάσεις στο καφενείο με τέτοια στάμπα είναι τίτλος τιμής «τον μπούστη» λένε όλοι «έχει κεντητές μαξιλαροθήκες», είναι λίγο σαν τα τατουάζ της γιαπωνέζικης μαφίας, αλλά σε εκδοχή παραδοσιακών κλινοσκεπασμάτων, για να σας δώσω να καταλάβετε.
Του μαγείρεψε κιόλας παστίτσιο για το καλωσόρισμα, κι όπως ξέρουμε, όλες οι πίκρες και τα βάσανα λιώνουν σαν έμενταλ ανάμεσα στην μπεσαμέλ και τον κιμά σε ένα καλό παστίτσιο, έφαγε ο δόλιος ο Βαγγέλης ένα κομμάτι με το ζόρι, κι ας είχε βάσανα και πίκρες ένα ταψί, αλλά ψηλός, μαυριδερός κι αχαμνός όπως ήταν, πόσο να φάει, τον πίεζε η Ευτέρπη, φάε παιδάκι άλλο ένα να καρδαμώσεις, σαν το σκήνωμα του Αγίου Σπυρίδωνα έχεις καταντήσει, έφαγε ο Βαγγέλης μισό, και πάλι καλά να λέμε.
«Τα νέα σου, Βαγγελάκη μου» τον ρώτησε η Ευτέρπη και άρχισε ο Βαγγέλης να τα μασάει στην αρχή, σε λίγο όμως, υπό την επήρεια και του παστίτσιου, άρχισαν οι λέξεις να βγαίνουν από μόνες τους, αβίαστα, σαν εμετός, ή αλλιώς, πώς χωράνε δέκα χρόνια σε πέντε λεπτά.
«Εγώ θεία, ένα όνειρο είχα: Να μην πεθάνω μόνος. Και βρήκα τη Μαρίκα. Η Μαρίκα τώρα, από όνειρα δεν ξέρω τι σκάρωνε, αλλά είχε ένα στόχο: Σπίτι και παιδιά. Με τα παιδιά την πατήσαμε. Τα πρώτα τρία χρόνια είχε κάνει περισσότερες εξωσωματικές από χαλάουες, αλλά αποτέλεσμα μηδέν. Παιδί δεν ήρθε. Επικεντρωθήκαμε στο σπίτι. Πήρα δάνειο, το πώς έγινε και μας το έδωσε η Τράπεζα, μόνο ο Θεός και ο βουλευτής ο Κατσιγιάννης το ξέρουνε. Μετακομίσαμε στην Παλλήνη. Πεντάρι στο δεύτερο. Εγώ πάλι θα προτιμούσα δυάρι στον 5ο, δυο άνθρωποι μονάχοι μας, τι να το κάνουμε το πεντάρι. Αλλά λέω, χαλάλι. Ένα επιπλέον δωμάτιο για κάθε παιδί που δεν αξιωθήκαμε. Κάναμε πράγματα που κάνουν όλα τα φυσιολογικά άτεκνα ζευγάρια. Πήγαμε σε ψυχολόγο. Μας είπε να πάρουμε σκύλο. Τον πήραμε. Συμφώνησα κι εγώ, υπό τον όρο να μένει μόνο στο πίσω μπαλκόνι. Σιγά σιγά, επεκτάθηκε και στο μπροστινό, μετά στο σαλόνι, μετά εξαπλώθηκε σαν υγρασία, μέχρι που κατέλαβε τέσσερα από τα πέντε δωμάτια»
Η Ευτέρπη, κρατώντας αγκαλιά τον Γιακουμή, είχε λυγίσει μπροστά, σαν καλαμάκι και τον άκουγε με προσοχή.
«Από τότε που σε θυμάμαι, θεία, είσαι πάντα με έναν Γιακουμή στην αγκαλιά. Τέλος πάντων, εμάς μας έλαχε ο σκύλος. Η ψυχολόγος μας είχε διαβεβαιώσει ότι θα ήταν ένα εξαιρετικό συναισθηματικό υποκατάστατο για να διοχετεύσουμε τη στοργή και την αγάπη μας. Και ήταν. Τους πρώτους δύο μήνες. Μετά άρχισαν οι γκρίνιες. Ποιος θα τον πάει βόλτα, ποιος θα τον τρέξει για εμβόλιο, ποιος θα τον πάει μπαλέτο, κάθε μέρα γινόμασταν ροντέο με το κωλόσκυλο. Φωνές, τσακωμοί, σπασίματα, φτάσαμε να θέλουμε ένα σερβίτσιο από το ΙΚΕΑ κάθε βδομάδα, μόνο εμείς και το Εμπατή τέτοια πελατάκια. Η δε δουλειά, να πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο, κάποια στιγμή με διώξαν από το ξυλουργείο και ησύχασα.
Στην Μαρίκα δεν είπα τίποτα, όχι ότι μιλιόμαστε δηλαδή, αλλά και τι να πεις. Το σπίτι ήταν με δάνειο, η Μαρίκα με τον μισθό της πλήρωνε τα καθημερινά του σπιτιού, κι εγώ το δάνειο και τις ασφάλειες. Μπήκα ΟΑΕΔ, ούτε για τσιγάρα και ΚΙΝΟ δεν έφτανε το επίδομα, άσε που το δάνειο το είχαμε πάρει σε ελβετικό φράγκο και είχε ανέβει τόσο πολύ η δόση, που νόμιζες ότι είχαμε αγοράσει ρετιρέ στην Bahnhofstrasse. Έκανα τουμπεκί, δεν είπα τίποτα σε κανέναν, λέω, πού θα πάει, θα βρω αλλού δουλειά, καλός μάστορας είμαι, θα στρώσουν τα πράγματα. Επτά μήνες συναπτούς δεν άφησα μαγαζί που να μην χτυπήσω την πόρτα. Έφευγα το πρωί, δήθεν για τη δουλειά, και γύρναγα πόρτα πόρτα όλες τις οικοδομές και τα επιπλάδικα. Και μια Τετάρτη μεσημέρι, αντί να βρω εγώ δουλειά, με βρήκε εμένα το εξώδικο. Το παρέλαβε η Μαρίκα. Αν δεν πληρώναμε τις δόσεις σε ένα μήνα, το σπίτι θα έβγαινε στο σφυρί. Άντε τώρα να εξηγήσεις στη Μαρίκα τα ανεξήγητα. Μάζεψε όλα της τα πράγματα, μαζί και κάποια από τα δικά μου και πήγε στη μάνα της. Στα καλά νέα, πήρε μαζί και τον σκύλο. Εμένα πάλι με ξέρεις. Δυο βαλίτσες ρούχα και το κεντητό το κάδρο της μάνας μου «θα περάσει κι αυτό». Και πέρασε. Και αυτό, και η Μαρίκα και τα παιδιά και το σπίτι και το όνειρο. Επιστροφή στο Ζευγολατιό».
“Θα σου βάλω να πιεις ένα λικεράκι χωνευτικό, κι όλα θα πάνε καλύτερα», έτσι του είπε, και ο Βαγγέλης πήρε στα χέρια του το σκαλιστό το ποτηράκι με το βύσσινο σχεδόν με ανακούφιση, παρά το γεγονός ότι στην κατάστασή του, και ένα λιβάδι μεσκάλ να έπινε, πάλι τα χάλια του θα είχε.
«Εδώ θα το νιώθεις σπίτι σου, αυτό να ξέρεις. Εγώ πάντα σε λόγιζα παιδί μου. Όλα θα πάνε καλά».
Και είχε δίκιο η Ευτέρπη. Στους δύο μήνες ο Βαγγέλης είχε βρει δουλειά σε ένα επιπλάδικο στην Κόρινθο. Άρχισε να βγαίνει και με ένα μπλέξιμο παλιό, την Καιτούλα, που τα είχαν παλιά στο Γυμνάσιο.
Ένα μεσημέρι γύρισε σπίτι ο Βαγγέλης και η Ευτέρπη δεν ήταν πουθενά. Πήγε στην κρεβατοκάμαρα και την βρήκε ξαπλωμένη στο κρεβάτι, ωχρή και γαλήνια, με τον Γιακουμή στρογγυλοκαθισμένο στην κοιλιά της.
Πάνω στο κομοδίνο υπήρχε ένας φάκελος, με τα γράμματα τα μικροσκοπικά της θείας του:
«Βαγγέλη παιδάκι μου, δε μου μένει πολύ. Ήσουν πάντα το παιδί που δεν αξιώθηκα κι ελπίζω να μπόρεσα να γίνω η μάνα που τόσο άδικα στερήθηκες. Το σπίτι το αφήνω σε σένα. Να έχεις ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι σου. Αλλά θα σου αφήσω κι ένα δώρο πολύ μεγαλύτερο, που ίσως να μην το καταλάβεις ακόμα. Σου αφήνω τον Γιακουμή. Συνέχεια με πείραζες και μου έλεγες ότι από τότε που ήσουν μικρός με θυμάσαι πάντα με έναν Γιακουμή στην αγκαλιά. Ίσως γιατί πάντα αγαπούσα τις γάτες.
Ίσως πάλι, γιατί είχα και εγώ το ίδιο όνειρο με σένα:
Να μην πεθάνω μόνη.
Δικός σου.
Η θεία σου,
Ευτέρπη»
Υ.Γ.1. Η ζωγραφιά: Γύρω από το παστίτσιο. Μολύβι, ακρυλικά και παστέλ σε Α4. Από τα λαχταριστά χεράκια του Βασίλη, χωρίς τον οποίον οι ιστορίες μου θα ήταν σαν παστίτσιο χωρίς μπεσαμέλ, κι άντε μετά να λιώσουν τα βάσανα
Υ.Γ.2. Μουσική υπόκρουσις: Φυσική Ιστορία – Τζίμης Πανούσης
Leave a Reply