Έλα πάρε μου την λύπη

Στον χαλαντραίο Αλεχάντρο, που επιστρέφει Μεγάλο Σαββάτο.

Δεν μ’ άρεσε ο πύραυλος, ούτε τα ξύλινα κουταλάκια, ούτε το κασάτο, το κυπελλάκι Παπασπύρου είχε την πικρία του κακάου, έπαιρνα ξυλάκι βανίλια εγώ…την Γέφυρα του ποταμού Κβάι την είδα μόνο μεγάλος, αλλά μου λέγαν την ιστορία, μόνο έτσι έτρωγα, ήμουν μίζερος με το φαΐ, υπήρχε και το εμβατήριο σε σαρανταπέντε στροφών, τρελαινόμουν, παρέλαυνα σε όλο το σπίτι, το ξανάβαζαν στο πικάπ, γέλαγαν, τους φαινόμουν αστείος…ταξίδι στο κίτρινο περίπτερο, μυρωδιές τσιγάρων, τσατσάρες, ΙΟΝ, βερνίκια παπουτσιών, βεδουΐνοι, γκαμήλες, χουρμαδιές, πυραμίδες…τότε ήταν οι μπάλλες με τις φέτες, δεν είχε ακόμα τις άλλες με τα εξάγωνα…έρχονταν οι συγγενείς από τη στάση του λεωφορείου με τα γλυκά, τριάντα μέτρα μακριά κι’ αρχίζαν τα “τι κάνετεεε, πως είσαστεεε, καλάααα”….γαρύφαλλα και τριαντάφυλλα στον κήπο, τα κίτρινα τα θυμάμαι πιο έντονα, και κάτι καραμέλλες πορτοκάλλι, λεμόνι σαν σωσίβια, πότιζαν κατά τις έξι, σκόνη και χωματόδρομοι, μετά το πότισμα βγαίναν έξω και καταβρέχαν με το λάστιχο, και ήλιος ως αργά τ’ απόγεμα, ήλιος, ήλιος, ήλιος …

…είσαι ένα περιστέρι που πετά στον ουρανό
πάμε νάβρουμε ένα αστέρι σ’ έναν κόσμο μακρυνό…

Έπεφτε η μπάλα πίσω από την μάντρα. Όχι συχνά. Αλλά πηδάγαμε μέσα να την πιάσουμε και τα πόδια μας τρέμαν. Γιατί ο γέρος έλεγε πως θα πάρει το δίκαννο. Και θ’ αφήσει το σκύλο. Γιατί τα μαρούλια τα πότιζε με αίμα, έτσι έλεγε. Πίσω απ’ τη μάντρα ήταν ένας ευκάλυπτος, μια στέρνα, κι’ ένα σπιτάκι. Εκεί κρυβόταν ο Δαμασκηνός στα Δεκεμβριανά, έτσι ακούστηκε. Ο γέρος έμενε στο άλλο σπίτι, το μεγάλο, με τη γυναίκα και τα παιδιά του. Δεν μας προλάβαινε, έβγαζε το κεφάλι του στη μάντρα και μας βλαστήμαγε. Είχε κι’ ένα μουστάκι, σαν κουκλοθέατρο. Απέναντι από εμάς έμενε ο ελληνοαμερικάνος ο Ανδρεαδάκης -ο ασπρομάλλης. Παλινόστησε με μια μπιούικ και μια μηχανή του ποπκόρν. Ο άλλος, ο φαλακρός, είναι ο Γαρίδης, έμενε με τη θεία τη Γαρίδαινα, την αδελφή της γιαγιάς μου, και την Ζωή, την κόρη τους, δυό δρόμους πίσω από τη μάντρα, στη Σποράδων. Σε μια μονοκατοικία με μεγάλο κήπο, μύριζε η λουΐζα από την γωνία, τότε δεν τη λέγαν Εθνικής Αντιστάσεως.

…έλα νάβρουμε ένα αστέρι
που πετά, που πετά ψηλά στον ουρανό…

Ο θείος μου ο Χρήστος και η θεία Ρέα και ο ξάδερφός μου ο Γαργαντούας μέναν στη Μαρμαριώτισσα, τραγούδαγαν στην κουζίνα, ινδιάνοι και καμπόηδες και λιοντάρια του ΡΟΛ, Μπεν Χουρ στο Αμίρ, ντομάτες γεμιστές, μακαρόνια με κιμά, ένα ραδιόφωνο ανοιχτό τα μεσημέρια, Μούσχουρη, Χατζιδάκις, Γούναρης, Τώνης Μαρούδας, στο παγωμένο νερό δυο-τρεις σταγόνες λεμόνι για τον λαιμό, καρδερίνες και καναρίνια, Νεφερτίτη, Κλεοπάτρα, γάτες σαν δυναστείες…ήθελε αρχικά να μπει στην Ικάρων, μα η γιαγιά φοβόταν -κι’ αν τον στέλναν στην Κορέα μετά;- έβαλε μέσον να τον κόψουν…μια ζωή ιδέες, εμπόριο, ευρεσιτεχνίες, βιοτεχνίες, φωτιστικά φτιάχνανε, τίποτα…κόρη στρατηγού εκείνη, πάνω από το πιάνο ένας Λύτρας αυθεντικός, Η πυρπόληση της Ναυαρχίδας…ήθελε κορίτσι, τρέχα γύρευε γιατί, του γιού της του φόραγε φουστανάκια, τούκανε μπούκλες τα μαλλάκια, μέχρι δύο, τριών, τραγούδαγε όμως ωραία κι’ αυτός, είχε αυτί, όλοι λέγαν θα γίνει τραγουδιστής, έγινα εγώ τελικά, έτσι νόμιζαν δηλαδή, πως έγινα τραγουδιστής, πέσαν όλοι από τα σύννεφα…

…είσαι ένα καρδιοχτύπι, μούχεις κόψει τα φτερά…
έλα πάρε μου τη λύπη, έλα δώσμου τη χαρά…

Εκδρομές του σχολείου -Σχολή Κατρανίδου- στην Κακιά Σκάλα με πούλμαν φουτουριστικά, πευκοβελόνες, αλουμινένια σκεύη σαν καραβάνες, κουμπώναν σαν βαλιτσάκι, βάζαν τους κεφτέδες, κάτι πλαστικά ποτήρια με δακτυλίους, διπλώναν, γίνονταν ένα στρογγυλό κουτί, πράσινο, κόκκινο, μπλέ, πορτοκαλλί, ό,τι ήθελες…αγοράσανε μια πλεκτομηχανή μετά, έπαιρνε παραγγελίες ζακέτες, πουλόβερ στο σπίτι να βοηθάει κι’ αυτή…Τον πήρανε τηλέφωνο στου Καλοζύμη. Το ογδόντα, αυτό. Η Πυροσβεστική, εμπρησμός ήτανε, πάει η βιοτεχνία, παρανάλωμα, πήγαμε μαζί κάτω στου Ψυρρή, αυτός, ο πατέρας μου κι’ εγώ, κοίταγε τη φωτιά, κούναγε το κεφάλι του, “κι’ εγώ που ήμουνα; στην ταβέρνα κι’ έπινα κρασί,” έτσι είπε, απελπισία, παράλογες ενοχές. Περάσαν τα χρόνια, έβγαλε μια σύνταξη τελικά. Τα βολεύανε, στα ογδοντατόσα ξανάρχισε το τσιγάρο, μου λέει “εγώ δεν είμαι σαν τον πατέρα σου που νομίζει πως θα ζήσει αιωνίως, είμαι ρεαλιστής εγώ…”

…είσαι ένα καρδιοχτύπι
μούχεις κόψει τα φτερά…

Του διαγνώσανε καρκίνο του προστάτη, αλλά πολύ αργότερα αυτό, πήγε καλά η θεραπεία, βρήκανε και μια γεωργιανή να τους προσέχει, αλλά έπεσε στο μπάνιο που πλενόταν, δεν μπορούσε να σηκωθεί, ξεπάγιασε όλη τη νύχτα, η θεία Ρέα τον παράτησε, πήγε και κοιμήθηκε, το ΕΚΑΒ το φώναξε η γεωργιανή το πρωΐ που ήρθε, τον βρήκε που έτρεμε, έκλαιγε γυμνός στην μπανιέρα…που να ξέρω γιατί δεν τηλεφώνησε η Ρέα, δεν άκουγε, ή τον ξέχασε, είχε αρχίσει και να τα χάνει μάλλον, ήταν κι’ από πάντα λίγο ο εαυτούλης της, κόρη στρατηγού…πήγα να τον δω, ξέρεις τι μούπε; μωρέ θέλω να τραγουδήσω, αλλά ντρέπομαι εδώ μέσα…τελικώς δεν βγήκε από το νοσοκομείο ποτέ. Μια μέρα δύο πριν, τον πήρε η Ρέα τηλέφωνο να πάει να της ανάψει τη σόμπα, η γεωργιανή δεν ήξερε…ναι, από το νοσοκομείο, και τράβαγε αυτός τα σωληνάκια, να σηκωθεί να πάει όπως ήταν, με τις πιτζάμες…

…τα γαρύφαλλα σου μέτρα, σ’ αγαπώ όσο κανείς
κάνω την καρδιά μου πέτρα και προσμένω να φανείς…

Η φωτό: Μάνα, γείτονας και συγγενής, Χαλάντρι, γύρω στο 1960.

Το τραγούδι: Έλα πάρε μου την λύπη, του Μάνου Χατζιδάκι και του Νίκου Γκάτσου, με την Νανά Μούσχουρη.

One thought on “Έλα πάρε μου την λύπη

Add yours

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Twitter picture

You are commenting using your Twitter account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

Blog at WordPress.com.

Up ↑

%d bloggers like this: