Μια Κηδεία Καθώς Πρέπει

“I told my wife, I wanna be cremated. She’s planning a barbeque.”

Rodney Dangerfield

Όταν πέθανε ο θείος ο Χαράλαμπος από το Βραχάτι, η κηδεία ορίστηκε να γίνει στην Κόρινθο, ένα βροχερό πρωινό του Δεκεμβρίου. Στα χωριά – ανεξαρτήτως ταξικής προέλευσης – όταν με το καλό τα κορδώσεις, θα σε θάψουν υποχρεωτικά στο νεκροταφείο του χωριού όπου υπάρχει συνήθως και οικογενειακός τάφος. Η κηδεία τελείται και αυτή στην εκκλησία του χωριού, για λόγους τήρησης της αρχής της εγγύτητας. Το ίδιο και ο πικρός καφές μετά, που λαμβάνει χώρα στο τοπικό καφενείο. Αυτά τα τρία σημεία (εκκλησία, νεκροταφείο, καφέ) σχηματίζουν ένα νοητό τρίγωνο, όχι απαραίτητα ισοσκελές ή ισόπλευρο, αλλά στο οποίο τηρείται ο γεωμετρικός κανόνας ότι καμία από τις πλευρές δεν ξεπερνά σε μήκος τα 300 μέτρα, μια δηλαδή λογική απόσταση, την οποία ακόμα και ο πιο ηλικιωμένος από τους τεθλιμμένους ή πανηγυρίζοντες συγγενείς θα μπορεί να την διανύσει πεζή, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Για τους συγγενείς και συγχωριανούς με κινητικά προβλήματα, οξεία θλίψη, μαστούρα ή βαρεμάρα, υπάρχει πάντα η δυνατότητα μεταφοράς με κούρσα ή αγροτικό, που ακολουθεί σημειωτόν στο τέλος της πορείας της κηδείας. Αυτό είναι, πολύ περιληπτικά, το ISO μιας καθώς πρέπει κηδείας και θεωρείται μεγάλη προσβολή και γρουσουζιά να μην το ακολουθήσεις, εγώ αυτά δεν τα πιστεύω, αλλά αυτά λέει ο κόσμος, αυτά σας λέω κι εγώ.

Η περίπτωση του θείου Χαράλαμπου διέφερε σημαντικά. Ο θείος, έχοντας αμύθητη κτηματική περιουσία, έχοντας διατελέσει Κοινοτάρχης, έχοντας παραμείνει ακόμα και στους χαλεπούς καιρούς σταθερός δωρητής σε φτωχούς, σχολεία, ιδρύματα και Ναούς όλου του Νομού, έχοντας χρηματοδοτήσει την ανακατασκευή του τέμπλου στην Εκκλησία της Κορίνθου, και έχοντάς τα κορδώσει, απεφασίσθη η κηδεία του να τελεστεί στον Ι.Ν. Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στην Κόρινθο, για λόγους σεβασμού προς τον δωρητή, για λόγους πρεστίζ, αλλά και για λόγους logistics, καθώς θεωρήθηκε ότι η μάλλον μικρή εκκλησία του Βραχατίου θα αδυνατούσε να φιλοξενήσει όλους τους φίλους και ευεργετηθέντες που θα ήθελαν να τον αποχαιρετίσουν μέσα στο καταχείμωνο σε αυτό το τελευταίο του ταξίδι.

Με την άποψη αυτή συντάχθηκε και η χήρα, η θεία Ελπινίκη, η οποία – όπως μου εξομολογήθηκε – θεωρούσε την εκκλησία της Κορίνθου πιο ζεστή – πιο cosy, που λέμε και στο Ζευγολατιό – καθώς διέθετε κλιματιστικά ψύξης-θέρμανσης Inverter, σε αντίθεση με την εκκλησία του Βραχατίου, όπου ο μακαρίτης είχε δωρίσει έξι σόμπες χαλαζία από το τελεμάρκετινγκ (στις 5, παρεχόταν και μια δώρο), οι οποίες όμως απεδείχθη ότι δεν απέδιδαν τα αναμενόμενα κι έτσι ο θείος είχε υποσχεθεί να τις αντικαταστήσει με θερμοπομπούς και να «ντύσει» τον Ναό με κέλυφος, πλην όμως οι καθυστερήσεις στην πολεδομία Κορίνθου και ο αδόκητος θάνατός του, στέρησαν από την Εκκλησία τη δυνατότητα ενεργειακής αναβάθμισης. Έτσι επελέγη η Εκκλησία της Κορίνθου για την κηδεία (για λόγους χωρητικότητας και θέρμανσης), το νεκροταφείο του Βραχατίου για την ταφή (για λόγους οικονομίας) και το καφέ-ρεστοράν Καμέλια στο Λουτράκι (για λόγους οικογενειακούς, καθώς ανήκε στον κουμπάρο του αποθανόντος, τον κύριο Στέφανο).

Οι συγκεκριμένες επιλογές, παρότι εν πολλοίς δικαιολογημένες, παραβίαζαν κατάφωρα το ISO κηδείας, έτσι όπως αναλυτικά σας το παρουσίασα στην πρώτη παράγραφο. Οι τρεις γωνίες του τριγώνου (εκκλησία, κοιμητήριο, καφέ) απείχαν μεταξύ τους πάνω από 7 χιλιόμετρα (αντί του μέγιστου επιτρεπτού των 300 μέτρων), με δυσκολότερη τη διαδρομή Κοιμητήριο Βραχατίου – Καφέ Καμέλια, που ξεπερνούσε τα 10 . Πρόβλημα θα υπήρχε επίσης και στο θέμα του πάρκινγκ, ιδίως στην Κόρινθο, αλλά ενδεχομένως και στην παραλία Λουτρακίου, ειδικά αν οι συμπάσχοντες υπερέβαιναν τους 100, που κατά την θεία Ελπινίκη ήταν μια μάλλον μετριοπαθής και συντηρητική εκτίμηση.

Ο κύριος Στέφανος, ιδιοκτήτης του Καμέλια αλλά και κωλάδικου στον Πειραιά, προσεφέρθη να παράσχει – με το αζημίωτο φυσικά – πάρκινγκ Vallet τόσο στην Εκκλησία, όσο και στην καφετέρια, αλλά η λύση απερρίφθη ως ασύμφορος και ενδεχομένως προκλητική για τους ντόπιους, που είχαν συνδυάσει το Vallet περισσότερο με τις μεγάλες πίστες διασκέδασης, παρά με τις κηδείες. Με τον χρόνο να πιέζει αμείλικτα, η θεία Ελπινίκη κατέληξε τελευταία στιγμή στην μίσθωση τεσσάρων μεγάλων πούλμαν, τα οποία, με αφετηρία τον Ι.Ν. Πέτρου και Παύλου, θα μετέφεραν τα πλήθη στις τρεις γωνίες του τριγώνου, άκοπα, ξεκούραστα, δωρεάν και στεγνά.

Την μέρα της κηδείας, ξεκινήσαμε από το σπίτι του θείου (πλέον της θείας) με προορισμό την Κόρινθο. Η θεία, παιδιά δεν είχε, ανήψια δεν είχε, δίπλωμα δεν είχε, είχε όμως μια μερσεντές 600 του θείου, με την οποία επιφορτίστηκα εγώ ως μικρανηψιός εξ’αγχιστείας – που μερσεντές δεν είχα, αλλά δίπλωμα είχα – να την μεταφέρω με την αδερφή της, τη θεία την Αριστούλα, στην Εκκλησία Πέτρου και Παύλου. Η κηδεία ήταν προγραμματισμένη για τις 11, αλλά ξεκινήσαμε πολύ νωρίτερα καθώς η θεία ήθελε να είναι εκεί από νωρίς για να επιβλέψει τόσο τις προετοιμασίες της τελετής, όσο και να περάσει από ΚΤΕΟ τα πούλμαν της περαιτέρω μεταφοράς.

Φτάσαμε κατά τις 10 στην εκκλησία, να βρέχει ο Θεός με τον Θεό. Αφού επιθεώρησε την εκκλησία και τον στολισμό δίνοντας τις σχετικές αυστηρές εντολές, η θεία βγήκε στον προαύλιο χώρο, για τον έλεγχο των πούλμαν. Εγκεφαλικό. Όλα τα πούλμαν είχαν μέσα ένα μικρό χριστουγεννιάτικο δεντράκι και λαμπάκια παντού που αναβόσβηναν χαρμόσυνα και εορταστικά. Έξαλλη η Ελπινίκη πήρε τηλέφωνο τον ιδιοκτήτη του ταξιδιωτικού γραφείου, να παραπονεθεί εντόνως και να απαιτήσει την αφαίρεση του στολισμού από τα αυτοκίνητα. Ο ιδιοκτήτης αντιμετώπισε με κατανόηση τις αιτιάσεις της Ελπινίκης, αλλά την ενημέρωσε ότι η αφαίρεση του στολισμού ήταν εκτός πάσης συζήτησης. Τα πούλμαν είχαν ήδη μισθωθεί εδώ και ένα μήνα από τα ΚΑΠΗ Αργυρουπόλεως, και θα έπρεπε μετά την ολοκλήρωση του τριγώνου εκκλησία-κοιμητήριο-Καμέλια να φύγουν ευσπεσμένα για Αργυρούπολη, να πάρουν τους ηλικιωμένους και να τους μεταφέρουν στα ΚΑΠΗ Κορίνθου για δια-ΚΑΠΗκό χριστουγεννιάτικο μπαζάρ, να τους πάνε μετά στο Καζίνο, κατόπιν για φαγητό στο Λουτράκι και τέλος να τους γυρίσουν πίσω στην Αθήνα. Ο στολισμός είχε ζητηθεί από τα ΚΑΠΗ, είχε πληρωθεί και δεν υπήρχε καμία περίπτωση να αφαιρεθεί. Δεν υπήρχε καν δυνατότητα να σβήσουν τα λαμπάκια, καθώς ο ηλεκτρολόγος της Κορίνθου τα είχε συνδέσει κατευθείαν στην μπαταρία του πούλμαν, και, με το που άναβε η μηχανή, ανάβανε αυτόματα και τα λαμπάκια, plug and play που λένε και οι πιτσιρικάδες.

Μετέφερα υποβασταζόμενη μια Ελπινίκη – ράκος πίσω στην εκκλησία, να βρίζει τρεκλίζοντας τους μαλακες στο πρακτορείο, τα γομάρια τους πουλματζήδες, αλλά και τον μακαρίτη «μέχρι και πεθαμένος, να με πεθάνεις έχεις βαλθεί, Θε μου σχώρα με και κακόχρόνονάχεις”

Στην εκκλησία την παρέδωσα αμέσως στον παπα-Γρηγόρη, ο οποίος την διαβεβαίωσε ότι όλα έβαιναν ομαλώς, η χορωδία ήταν στη θέση της, ο στολισμός είχε αναδιαταχθεί κατά τις οδηγίες της και τα inverter τα είχε ανεβάσει στους 27 βαθμούς ώστε να ζεσταθεί γρηγορότερα ο χώρος. Προειδοποίησε όμως την Ελπινίκη ότι η κηδεία θα έπρεπε να αρχίσει στις 11 ακριβώς, γιατί στις 11.30 είχε τα βαφτίσια της εγγονής πρώην βουλευτού και τα βαφτίσια προηγούνται – σε επίπεδο προτεραιότητας – της κηδείας, όπως η ζωή προηγείται του θανάτου, ο βουλευτής προηγείται του κοινοτάρχη και η Κόρινθος του Ολυμπιακού Λεχαίου στο τοπικό πρωτάθλημα.

Εντωμεταξύ, η βροχή είχε εξελιχθεί σε καταιγίδα. Περί ώραν 11, στην Εκκλησία (πλην των ιερωμένων, της χωρωδίας και του καντηλανάφτη) βρισκόμασταν 7 άτομα. Η Ελπινίκη, η Αριστούλα, η μάνα μου, ένας ξάδερφος του Χαράλαμπου, ένας πρώην δημοτικός σύμβουλος του Δήμου Άσσου-Λεχαίου και o Στέφανος από την Καμέλια. Ο παπα-Γρηγόρης είπε ότι πρέπει να ξεκινήσουμε, προβλέποντας ότι κατά την διάρκεια της κηδείας θα καταφτάσουν και οι υπόλοιποι. Πράγματι, μέχρι το τέλος της κηδείας κατέφτασαν στην Εκκλησία η κυρία Φώφη (Πρόεδρος της Αναγνωστικής Λέσχης Ξυλοκάστρου) και ο υποδιευθυντής της Τροχαίας Κορίνθου, που παραπονείτο ότι τα 4 πούλμαν και η νεκροφόρα είχαν κλείσει το δρόμο και θα έπρεπε άμεσα να μετακινηθούν.

Επιβιβαστήκαμε εσπευσμένα στα πούλμαν, υπό καταρρακτώδη βροχή. Η Ελπινίκη επέμεινε να χρησιμοποιήσουμε δύο πούλμαν, ένα για τους συγγενείς και ένα δεύτερο για τους φίλους, δηλαδή για τον Στέφανο, τη κυρά-Φώφη και τον Δημοτικό Σύμβουλο. Ο παπα-Γρηγόρης θα πήγαινε με το πούλμαν των συγγενών, όπως επιβάλλει το ISO μεταφοράς. Η ταφή έγινε με συνοπτικές διαδικασίες. O τάφος είχε ήδη ανοιχτεί και περίμενε, ο παπα-Γρηγόρης κατέβηκε με μια ομπρέλα συφοριασμένη και ψέλισε μιαν ευχή και εμείς όλοι παρακολουθήσαμε αυτό το αστραπιαίο κατευώδιο μέσα από τα πούλμαν με τα χρωματιστά λαμπάκια που αναβόσβηναν, καθώς η Ελπινίκη φορούσε παπούτσια με τακουνάκι, που δεν επέτρεπαν την προσέγγιση στο σημείο της ταφής εν μέσω τόσο σφοδρής καταιγίδας.

Κόντευε μεσημέρι όταν φτάσαμε στην Καμέλια, το μαγαζί στολισμένο στα γιορτινά του. Χριστουγεννιάτικα δέντρα, Αη-Βασίληδες και τάρανδοι να κρέμονται από το ταβάνι, κλαδιά από γκυ σε κάθε τραπέζι και λαμπάκια παντού. Η Ελπινίκη έμοιαζε πλέον με αυτά τα καρτούν που γίνονται έξαλλα από τα νεύρα και βλέπεις σε πραγματικό χρόνο το αίμα να ανεβαίνει από τα πόδια στο κεφάλι τους. Ο Στέφανος της εξήγησε ότι το βράδυ είχε κλεισμένο το μαγαζί, θα έρχονταν εκεί για φαγητό τα ΚΑΠΗ μετά το Καζίνο. Το γεγονός ότι ο Στέφανος είχε επιλέξει να μας σερβίρει μελομακάρονα αντί για παξιμάδι, μάλλον βάρυνε παρά γλύκανε την κατάσταση. Δεν προλάβαμε ούτε τον καφέ μας να πιούμε και η Ελπινίκη μας επιβίβασε άρον-άρον στα πούλμαν. Αυτή τη φορά, μετά από απαίτηση της Αριστούλας, άλλαξε η διάταξη. Προς δεύτερο εγκεφαλικό της Ελπινίκης, στο ένα πούλμαν μπήκαμε η Ελπινίκη, ο παπα-Γρηγόρης κι εγώ για να μας πάει ο οδηγός πίσω στην Εκκλησία, και στο άλλο η Αριστούλα, η μάνα μου, ο ξάδερφος του Χαράλαμπου, ο πρώην δημοτικός σύμβουλος και η κυρά-Φώφη, γιατί θα τους άφηνε το πούλμαν στα ΚΑΠΗ Κορίνθου ώστε να επιμεληθούν τον στολισμό ενόψει του απογευματινού μπαζάρ με τα ΚΑΠΗ Αργυρουπόλεως.

Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα, πλην της θείας Ελπινίκης που πέθανε δύο μήνες αργότερα από πνευμονία, με το μισό χωριό να αποδίδει τον θάνατό της στη διαφορά θερμοκρασιας μεταξύ προαυλίου-εκκλησιας λόγω των inverter, με το άλλο μισό χωριό να τον χρεώνει στο κακό management της κηδείας του Χαράλαμπου και στην γρουσουζιά λόγω παρέκκλισης από το τοπικό ISO, και με μένα να κλίνω πλέον σοβαρά προς τη δεύτερη άποψη.

Ζωή σε λόγου μας.

* Η ζωγραφιά: Λαμπιόνια, κηδεία και βροχή. Μολύβι, παστέλ ακρυλικά, σε μπλοκ ιχνογραφιας Α4. Από τον μάστορα της ζωής και της τέχνης, Βασίλη Γιοκουσκουμτζόγλου

* * Μουσική Υπόκρουσις: Γιώργος Μαργαρίτης – Πεθαίνω για σένα.

4 thoughts on “Μια Κηδεία Καθώς Πρέπει

Add yours

Leave a reply to Mesilyx Cancel reply

Blog at WordPress.com.

Up ↑