Ο Θείος ο Μενέλαος ο Κολοκυθοφάγος

Ο θείος ο Μενέλαος γεννήθηκε και μεγάλωσε στο τροπικό Βραχάτι, γνωστό και ως Σαν Τροπέ της Βόχας. Παντρεύτηκε νέος, με τη θεία την Ευτέρπη, από την Γκούρα αυτή, γνωστή και ως κορινθιακή Τοσκάνη (η Γκούρα, όχι η Ευτέρπη). Αν της Ευτέρπης της έλειπε η ομορφιά, οι προνοητικοί γονείς της φρόντισαν να την αναπληρώσουν με ατελείωτες βερυκοκιές και ένα μεγάλο ελαιώνα στον Παληόμυλο. Ο Μενέλαος, δεινός πότης και κολοκυθοφάγος, πέρασε μεγάλο μέρος του βίου του πακτωμένος στον καφενέ του Κουτσοθόδωρου, από όπου επιστατούσε εκ του μακρόθεν τις γεωργικές εργασίες στα προικώα. Η Ευτέρπη, που δεν αξιώθηκε να δει παιδιά, ήταν όλη μέρα σπίτι. Ευαίσθητη ψυχή, λιγομίλητη και εξαιρετικά φιλάσθενη. Άφησε την τελευταία της πνοή πάνω από μια τηγανιά κολοκυθάκια, χτυπημένη άνανδρα από άγνωστο ιό, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 70.

Για το Μενέλαο το χτύπημα ήταν συντριπτικό. Ο αδόκητος θάνατος της Ευτέρπης του στέρησε πολλά από τα καθημερινά commodities, που ο Μενέλαος θεωρούσε δεδομένα (άλλο φαΐ μεσημέρι – βράδυ, σιδέρωμα πουκαμίσων με τις μανσέτες περαστές, απογευματινή φρεσκοκομμένη φρουτοσαλάτα, παντόφλες στοιχημένες μπροστά στο κρεβάτι, κλπ.).

Η οικογένεια έπεσε πάνω να τον βοηθήσει. “Πάρε ρε Μενέλαε μια γυναίκα να σου συγυρίζει, μεγαλώνεις πια, χρειάζεσαι βοήθεια, έναν άνθρωπο βρε αδερφέ να σε κοιτάει.”. Ο Μενέλαος αμετανόητος. Είχε αποφασίσει να ζήσει τα ύστερα του βίου του μοναχός του. Μετά από τρία χρόνια μοναστικού βίου, σε μια βραδινή έξοδο σε γνωστό κολάδικο του Ζευγολατιού, ο Μενέλαος – πάνω σε μια λεβέντικη ζεμπεκιά – πάτησε πάνω στους λέλουδες, γλίστρησε, έπεσε και έσπασε το πόδι του.

Η οικογένεια το θεώρησε χρυσή ευκαιρία να τον μαντρώσει. Μετά τα νοσοκομεία, του φέρανε στο σπίτι την κυρά-Τασία, “να σε προσέχει Μενέλαε, μέχρι να γιάνει το ποδάρι σου”, με την υστερόβουλη σκέψη να του την κατσικώσουν για πάντα. Η κυρά-Τασία, μακροσυγγενής του σογιού, θεωρείτο άνθρωπος καπάτσος και έμπιστος. Αν της κυρά-Τασίας της έλειπαν οι βερυκοκιές , ο προνοητικός Θεός είχε φροντίσει να τις αναπληρώσει με ένα ζευγάρι τεράστια λαχταριστά βυζιά, που παρά τα 50 της χρόνια, παρέμεναν θεαματικά στητά και ολοστρόγγυλα. Ο Μενέλαος στην αρχή δεν ήθελε ούτε να την βλέπει και προσπαθούσε, πάντα έμμεσα και κομψά, να μας δείχνει την δυσαρέσκειά του. (“Τι μου τη φορέσατε αυτήν την καργιόλα τώρα, να πάρει τα βυζά της και να φύγει”). Άσε που η κυρά-Τασία ήτανε πασοκτζού και ο Μενέλαος αμετανόητος κεντρώος της ΕΔΗΚ και προσωπικός φίλος του Ζίγδη. Μάλλιασε η γλώσσα του σογιού, ο Μενέλαος του κεφαλιού του. Ντε και σώνει να τη διώξει.

Δύο χρόνια αργότερα, έφτασε στο σπίτι μας ένα προσκλητήριο γάμου. Ο Μενέλαος στεφανώνεται την κυρά-Τασία, στην εκκλησία των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στην Κόρινθο. Κεραμίδα.

Συνεκλήθη άμεσα γενική συνέλευση συγγενών για την αντιμετώπιση εκτάκτων κρίσεων. Το μισό σόι επικροτούσε διστακτικά, τέλος πάντων, άντε να νοικοκυρευτεί, να έχει μια γυναίκα να τον προσέχει. Το άλλο μισό είχε βάλει πλερέζες. “Θα τον δαγκώσει η βυζαρού το θείο, κι έχει και τρία ανήψια απ τη μεριά του αδερφού της, ανάθεμα τη στιγμή που του τη φέραμε.” Ο Μενέλαος, άκληρος ων, ηλικιωμένος και με τα προικώα υπό μάλης, φάνταζε για πολλούς από το σόι ως ο θείος από το Τσίκαγκο, μετά το θάνατο του οποίου θα επέρχετο τρελό ξεφάντωμα. Τα πράγματα επιδεινώθηκαν όταν κάποιοι από το σόι υπονόησαν ότι η Τασία είχε πρότερον έκλυτο βίο (“τις ξέρουμε τις πομπές της”), η εμμονή της δε με το πασοκ εξόργιζε σίγουρα την ηλικιωμένη φιλοβασιλική πτέρυγα της οικογένειας.
Παρά τις αντιρρήσεις, ο γάμος έγινε.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι χειρότεροι φόβοι της οικογένειας επαληθεύτηκαν. Η Τασία τον έγραψε τον Μενέλαο στην κλαδική του Βραχατίου, να συγκεντρώσεις ο Μενέλαος, να σύνεδρος, να κολλητιλίκια με τον Ποττάκη, να σημαιούλες στο μπαλκόνι, χαμός. Κι αυτό ήταν το λιγότερο. Οι κακές γλώσσες έλεγαν ότι η Τασία τα είχε με άλλον υποψήφιο βουλευτή της περιφερείας και του τράβαγε λεφτά του Μενέλαου και χρηματοδοτούσε τον πολιτικάντη. Οι πιο κακές γλώσσες ανέφεραν ότι η Τασία είχε πάρει όλο το χωριό, από τον παπά μέχρι τον Κουτσοθόδωρο και τους μαδούσε κανονικά και αυτούς.

Συνεκλήθη νέα συνέλευση του σογιού. “Να του μιλήσουμε, να τον ξεστραβώσουμε. Θα του τα φάει όλα η καργιόλα.” Έπεσε όλο το σόι επάνω του. “Βρε Μενέλαε, πρόσεχε Μενέλαε, το χωριό έχει βουήξει Μένελαε, σε έχουνε βγάλει στο βουρδούγιο Μενέλαε, σε κοροϊδεύει Μενέλαε”, στον γκιώνη του ο Μενέλαος. Τασία και πάλι Τασία. Εικόνισμα την είχε. “Ζηλεύουν την ευτυχία μας, γιαυτό τα λένε”. Πρέπει να ακολούθησαν δύο χρόνια ατελείωτων συζητήσεων, νουθεσιών, δολοπλοκιών – πλέον όλο το σόι είχε ενωθεί εναντίον της Τασίας – χωρίς αποτέλεσμα. Κάθε προσπάθεια διάλυσης αυτού του γάμου έπεσε στο κενό.

Ένα βροχερό χειμωνιάτικο πρωινό, χτύπησε το τηλέφωνο στο σπίτι. Η Τασία. Ανακοπή. Την φέραν στο Γενικό Κρατικό. Δύσκολα. Τρεις μέρες αργότερα, πίναμε πικρό καφέ στο καφενείο του Κουτσοθόδωρου, ο Μενέλαος με μαύρο κουστούμι και καρφιτσούλα πασοκ, με τη γραβάτα λυτή, συντρίμμι.
Όταν ανοίχτηκε η διαθήκη της Τασίας, νέο σοκ. Η Τασία βερυκοκιές μπορεί να μην είχε, αποκαλύφθηκε όμως ότι είχε ένα μικρό κτηματάκι στο Ξυλόκαστρο, στο οποίο, μέσω επιδότησης – μάλλον δια του γνωστού υποψηφίου βουλευτή – είχε ανεγείρει ένα μικρό πλην τίμιο και πολυτελή ξενώνα. Τον οποίο ξενώνα, τον άφηνε στον πολυαγαπημένο της σύζυγο. Πλέον ο Μενέλαος, εκτός από μεγαλοκτηματίας, χήρος για δεύτερη φορά, πασοκτζής και συντρίμμι, είχε γίνει τώρα και ξενοδόχος.

Νέα συνέλευση του σογιού. “Προσοχή τώρα, μη γίνει καμιά μαλακία. Χρυσαυγή, σε καθιστώ υπεύθυνη, μένεις δυο βήματα μακριά, τον Μενέλαο και τα μάτια σου.” Η αλήθεια είναι ότι δεν παίζεις με αυτά τα πράγματα. Η Χρυσαυγή απεδείχθη κέρβερος. Κάθε Κυριακή έδινε ραπόρτο: “Ήσυχος είναι. Παράτησε και το πασοκ, αφού να φανταστείς, ήταν ο Ανδρέας στο Χερφιλντ κι αυτός δεν πήρε ένα τηλέφωνο στην κλαδική να μάθει νέα, να πάρει μια αυριανή ρε αδερφέ, να ανοίξει μια τηλεόραση. Μόνο στον καφενέ πάει κάθε απόγευμα και μετά πίσω. Όλα καλά”.

Ένα απόγευμα καλοκαιριού, έσκασε η βόμβα. Τηλέφωνο η θεία η Χρυσαυγή. “Τρεχάτε, καιγόμαστε”. Μαζεύτηκε όλο το σόι στης Χρυσαυγής, κρεμόμασταν όλοι από την τρίχα στην ελιά στο πάνω χείλος της. “Καταστροφή. Ο Κουτσοθόδωρος έχει φέρει στον καφενέ μια ουκρανέζα. Σερβιτόρα, από αυτές τις ξετσίπωτες. Με βυζιά σαν της συγχωρεμένης. Στην αρχή δεν πήγε το μυαλό μου. Αλλά ήρθε και με έπιασε στην εκκλησία η καντήλω. Το και το, μου λέει, πρόσεχε το γέρο, τον έχει διπλαρώσει η ουκρανή. Μου πέσαν τα σαγόνια. Ξεκίνησα να τον επαρακολουθώ και τον τσάκωσα τον αντίχριστο πίσω από το ιερό, να την έχει στριμώξει ο γερο-σάτιρος κι αυτή να του κάνει νάζια, “αχ, τι άγκριο που είσαι”, κάτι τέτοια, σαχλά.”

Στήλη άλατος το σόι. Κάποιος έριξε την ιδέα “Να βάλουμε τον παπα-Γρηγόρη να του μιλήσει, αμαρτία μεγάλη είναι αυτή, μπας και συνέλθει.” Άδικος κόπος. Κάθε βράδυ πήγαινε σπίτι ο παπά Γρηγόρης, μια με το καλό “εσύ Μενέλαε είσαι καλός Χριστιανός, πρόσεχε”, μια με το άγριο “στην κόλαση θα καείς, κωλόγερε, δυο γυναίκες βρε, δε σου φτάσανε, βρε θα σε θάψουνε με τον κώλο έξω για να παρκάρουν τα ποδήλατα, βρε αφορισμένε”, ο Μενέλαος απτόητος. Το σόι στα πατώματα.

Ένα απόγευμα Κυριακής, τηλέφωνο η Χρυσαυγή, τσακιστείτε όλοι κι ελάτε σπίτι, σας περιμένω στην αυλή. Βρήκαμε μια Χρυσαυγή, απαστράπτουσα σαν πυγολαμπίδα. “Σας έσωσα. Εγώ καθάρισα για όλους. Ήμουνα χθες στο νεκροταφείο με τον Κουτσοθόδωρο, έπλενα τους τάφους. Μου λέει, ξέρεις, την παραπάνω βδομάδα ανοίγω beach bar στο Κιάτο, καφέ Τεό θα λέγεται, πες στο σόι σου ότι τους περιμένω στα εγκαίνια. Πώς μου κόβει και του πετάω – τάχα μου στο αδιάφορο – μπράβο ρε θηρίο, καλές δουλειές, αλλά δε μου λες ρε Κουτσοθόδωρε, δεν παίρνεις στο καφέ στο Κιάτο και την αυτήν, πώς την λένε, Ζβετλάνα, α γειά σου, τη Ζβετλάνα, που είναι σαν τα κρύα τα νερά, χαραμίζεται εδώ με τα γερόντια, στο Κιάτο θα κάνει στράκες. Τσιμπάει αυτός ο ζάβλακας, τι λες μου λέει, φοβερή ιδέα, αυτό θα κάνω και θα αφήσω εδώ στον καφενέ την ξαδέρφη μου τη Ρούλα – τη θυμόσαστε τη Ρούλα, την κοντή την τραυλή που την κοροϊδεύαμε στο σχολείο, αυτή τη Ρούλα – να βγάζει κι αυτή ένα μεροκάματο, μεγάλη γυναίκα.” Στην αυλή της Χρυσαυγής νόμιζες ξαφνικά ότι ήσουνα πρώτο τραπέζι στη Νεράιδα και μόλις ανέβηκε στην πίστα η Ρίτα Σακελαρίου. Πάρτυ! Το βράδυ στην αυλή της Χρυσαυγής εξελίχθηκε σε τρελό γουικέντ στου Μπέρνι, με τη Χρυσαυγή να χορεύει και το σόι να την ραίνει με γαρούφαλα.

Πράγματι, λίγες μέρες μετά, η Ζβετλάνα μετακόμισε στο Κιάτο κι ο Μενέλαος πλέον ούτε μέχρι τον καφενέ δεν πήγαινε. Σπίτι-αυλή, αυλή – σπίτι. Άντε και καμιά βόλτα κοντινή με τα πόδια. Πέρναγε κανά βράδυ ο παπά Γρηγορης για ένα τσίπουρο “μπράβο Μενέλαε, μπήκες στο δρόμο του Θεού”, πέρναγε το σόι τάχα μου να δει τι κάνει, η Χρυσαυγή μπάστακας μη μας βρει άλλο κακό, του μαγείρευε, τον έπλενε, τον πήγαινε εκκλησία τις Κυριακές, του έφτιαχνε κ κολοκυθάκια που τρελαινότανε, εν ολίγοις, ζωάρα ο θείος, αλλά φρόνιμος.

Πέθανε πλήρης ημερών, γυναικών και κολοκυθακίων, μια Μεγάλη Τετάρτη απόγευμα. Μετά την κηδεία, το σόι μαζεύτηκε στης Χρυσαυγής. “Στην κηδεία με πλησίασε ο συμβολαιογράφος ο Καμπούρης. Ο γέρος είχε κάνει διαθήκη, δυό βδομάδες πριν πεθάνει.” Εκείνο το βράδυ, καθίσαμε κατανυκτικά, όπως αρμόζει στην περίσταση, κοιτώντας με καχυποψία ο ένας τον άλλον, κι όλοι μαζί τη Χρυσαυγή.

Η διαθήκη ανοίχτηκε Τρίτη του Πάσχα. Ο θείος άφηνε όλη του την περιουσία, κινητή και ακίνητη, στην Μονή της Αναλήψεως, με επιθυμία να ανεγείρουν λαμπρή εκκλησία της Αναστάσεως, προς τιμήν της Τασίας, τη μνήμη της οποίας θεωρούσε ότι σπίλωσε, με την ιστορία με την ουκρανή. Τέλος, διάβασε ο συμβολαιογράφος, “στην αγαπημένη μου ξαδέρφη Χρυσαυγή που με κοίταξε στα τελευταία μου, αφήνω (στο “αφήνω”, στο “-ω”, ακούστηκε ένα χαρωπό “ωωω”, μάλλον από την Χρυσαυγή) το ισόβιο δικαίωμα να παίρνει όσα κολοκυθάκια θέλει από το μποστάνι της αυλής μου.” Ο θείος σας Ο Μενέλαος.
Ένα δεύτερο -ωωωω ακούστηκε. Η Χρυσαυγή, με ελαφρώς στραβωμένο το στόμα, έγειρε στο πλάι και σωριάστηκε στο πάτωμα.
Ξαναβρεθήκαμε στην γνωστή αυλή τη μέρα που βγήκε η Χρυσαυγή από το νοσοκομείο. Αν της Χρυσαυγής της έλειπε η ομορφιά, οι βερυκοκιές, τα βυζιά και το μερίδιο της κληρονομιάς του θείου, ο προνοητικός Θεός της χάρισε ένα ξεγυρισμένο εγκεφαλικό που είχε κάνει format όλο τον σκληρό δίσκο. Εκείνο το βράδυ ήπιαμε τσίπουρα στην αυλή με τηγανητά κολοκυθάκια, φλυαρήσαμε για το εγκεφαλικό της Χρυσαυγής και για τον κερατά τον παπα Γρηγόρη που μας τσουρούφλισε. Μέσα μας, όλοι νοσταλγούσαμε τις εποχές που ο συγχωρεμένος ο θείος ήταν φρεσκοχηρευάμενος, δεινός πότης και κολοκυθοφάγος, καφενόβιος και τακτικός θαμώνας του κολάδικου στο Ζευγολατιό.

ΔΙΔΑΓΜΑ (όχι απαραίτητα ηθικό)
1. Όσο και να φωνάζεις, βρίζεις, επιχειρηματολογείς, γράφεις με κεφαλαία, ο άπιστος δε θα μεταλλαχθεί σε χριστιανό, ο δεξιός σε αριστερό, ο γαύρος σε βάζελο κι ο γυναικάς σε νοικοκύρη. Θα αλλάξει, αν αλλάξει (που δε θα αλλάξει), όποτε του υποδείξει η κουρούπα του.
2. Αν μια στις χίλιες υποτεθεί ότι, παρασυρμένος από τις φωνές και τις πιέσεις, όντως μεταλλαχθεί, θα αποδειχθεί εκ των υστέρων – όπως θα έλεγε κι ο νόμος του Μέρφι – ότι θα ήταν προτιμότερο για όλους να μην είχε αλλάξει ποτέ και να είχε παραμείνει όπως ήτανε προηγουμένως.

*Η ζωγραφιά: Ο Θείος Ο Μενέλαος ο Κολοκυθοφάγος. Δια χειρός – πάντα και εις τους αιώνας των αιώνων – Βασίλη Γιοκουσκουμτζόγλου. Αμήν.

**Μουσική Υπόκρουση: Μιχάλης Ζαμπέτας – Ο Μπάρμπας μου ο Παναγής

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

Blog at WordPress.com.

Up ↑

%d bloggers like this: