The last to die (μικρά ‘για πάντα’)

(ή αλλιώς τι μπορεί να σου κάνει μια φωτογραφία κι ένα τραγούδι-σε διασκευή κιόλας)

είχε περάσει ήδη μια ώρα από τη στιγμή που είχαν εγκαταλείψει την ελπίδα ότι αυτό θα τελείωνε σύντομα, είχαν περπατήσει ως το σημείο του ατυχήματος κι είχαν καθίσει στο γρασίδι, δίπλα δίπλα, ν’αγναντεύουν τους καπνούς χωρίς να μιλάνε-

είχε περάσει ήδη μιάμιση ώρα από τη στιγμή που οι μπάτσοι σταμάτησαν το αυτοκίνητό τους λέγοντας I’m sorry ma’am, you need to pull off, there’s a serious accident half a mile ahead· τριγύρω τους σταματημένα αυτοκίνητα μ’ανοιχτές πόρτες, άντρες που κάπνιζαν, γυναίκες που διόρθωναν κραγιόν και μαλλιά στο καθρεφτάκι και παιδιά που έτρεχαν ανάμεσα σε γυαλιστερές ζάντες ή γκρίνιαζαν χοροπηδώντας στα πίσω καθίσματα-

είχαν περάσει ήδη δυο ώρες από τη στροφή που πήραν για να αλλάξουν κατεύθυνση, για να πάρουν το δρόμο που θα τους έβγαζε σε μια πόλη που το κορίτσι διάλεξε στο χάρτη, Truth Or Consequences την έλεγαν κι ήταν στο νέο μεξικό, εκεί που έχει πάντα ήλιο και το κορίτσι δε θα κρύωνε-

είχαν περάσει ήδη δυο μέρες από τη στιγμή που έκλεισαν μαλακά πίσω τους την πόρτα του μικρού σπιτιού με την ξύλινη βεράντα, κουβαλώντας ο καθένας τους μια μικρή βαλίτσα, είχαν μπει μέσα στην παλιά κόκκινη chevy με τα σκισμένα μπεζ δερμάτινα καθίσματα, την ίδια που τους είχε φέρει στο σπίτι αυτό, κι είχαν ξεκινήσει το ταξίδι-

είχαν περάσει ήδη τρεις μέρες από τ’απόγευμα που είχαν κουβαλήσει μαζί κι οι δυο τους τις γλάστρες τους στον κήπο του διπλανού σπιτιού, δυο δυο στην κάθε βόλτα, πολλές οι βόλτες, κάτω από το σιωπηλό βλέμμα της μέγκαν, της αγαπημένης τους μαύρης γειτόνισας με τα πολύχρωμα ρούχα, τα θεόσγουρα μαλλιά και το τεράστιο μυρωδάτο μπούστο, κι είχαν μετά καθίσει στο μεταλλικό τραπέζι του κήπου της, κάτω από ένα μαραζιασμένο δέντρο που για χρόνια γελούσαν διαφωνώντας αν είναι οξιά ή βελανιδιά, δεν μπορούσες πια να καταλάβεις έτσι γέρικο που ήταν, για να φάνε μαζί μια τελευταία μπουκιά, σιωπηλοί σαν τον τάφο-

είχε περάσει ήδη μια βδομάδα απ’το βράδυ που αυτή γύρισε αναμαλλιασμένη από το κωλάδικο που δούλευε, το pussy galore, με θολό βλέμμα και ρούχα που μπόχιαζαν τσιγαρίλα και του είχε ουρλιάξει στα μούτρα πως δεν αντέχει άλλο, πως αυτό δεν είναι ζωή, πως θέλει να φύγει μακριά- ήταν το ίδιο βράδυ, που αυτός ήξερε καιρό πως δε θ’αργούσε, που την πήρε μαλακά αγκαλιά, της σκούπιζε τα δάκρυα, της χάιδευε για ώρα την πλάτη που έτρεμε από τα αναφιλητά και της ψιθύριζε στο αυτί ώρες ατέλειωτες ‘σαγαπάω μωρό μου, μη σε νοιάζει τίποτα’, ρυθμικά και μονότονα, μέχρι που την πήρε ο ύπνος χωμένη στο λαιμό του και το πουκάμισό του είχε βαφτεί μαύρο στον ώμο, εκεί που ξέβαφε τόσες ώρες η απελπισία της. Και την επόμενη μέρα, πήγε στ’αφεντικό του, σ’ένα μαγαζί στην απέναντι γωνία του κωλάδικου που πουλούσε φωτιστικά και τού’πε με χαμηλωμένα μάτια πως φεύγει, δεν ξέρει για πού, μα το κορίτσι του δεν αντέχει κι αυτός δεν αντέχει να μην αντέχει το κορίτσι του, πήρε τα εβδομηνταπέντε δολάρια του δουλεμένου ήδη μήνα και γύρισε στο σπίτι-

είχαν περάσει πέντε χρόνια απ’το βράδυ που την είχε συναντήσει στο pussy galore, το κωλάδικο με  τα πανέμορφα εικοσάχρονα μουνάκια να λικνίζονται στη σκηνή του, τον είχαν σύρει εκεί δυο μάγκες που δούλευαν μαζί στο μαγαζί κι αυτός ακολούθησε ενώ δεν ήθελε και λίγο πριν φύγει, αργά το βράδυ, ήταν άνοιξη κι ο αέρας έξω μοσχολοβολούσε φρεσκοκουρεμένο γρασίδι και τριαντάφυλλα, πήγε πίσω από τη σκηνή, εκεί που τα κορίτσια ντύνονταν και βάφονταν και άλλαζαν και κάπνιζαν, την έπιασε ήσυχα από τη μέση και τη ρώτησε αν θέλει να φύγει μαζί του· κι αυτή του είπε πως τα μούσια του μύριζαν σπίτι και πως ήθελε-

the sun sets in flames as the city burns

είχε περάσει μια ζωή μέχρι να βρεθούν

another day gone down as the night turns

είχε περάσει άλλη μια απ’τη στιγμή που βρέθηκαν

and I hold you here in my heart, as things fall apart

και τουλάχιστον άλλη μια ήταν μπροστά τους

κι αυτοί καθισμένοι δίπλα δίπλα στο γρασίδι, κοιτώντας το φλεγόμενο αυτοκίνητο, ενώ το δικό τους ήταν παρατημένο μακριά, με μέσα του βαλίτσες, καφέδες, σάντουιτς, πίκρες, αγάπη, κάβλα και μικρά ‘για πάντα’-

ΥΓ:

the last to die- τραγούδι του springsteen σε διασκευή pet shop boys, που μού’ρθε αυτόματα στο μυαλό μόλις είδα τη φωτογραφία

η φωτογραφία- μια που ανέβασα σ’ένα ποστ στο fb κι έτσι έπεσε η ιδέα να γραφτούν τρία παράλληλα κείμενα, το δικό μου το τρίτο, μετά τα δυο αγόρια τ’αγαπημένα

25η Μαρτίου σήμερα-Ζήτω το έθνος

Nora Watson

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

Blog at WordPress.com.

Up ↑

%d bloggers like this: