“Δεν είχε πολλά να πει, αλλά τουλάχιστον δεν προσπαθούσε να πει οτιδήποτε άλλο”
Robert Benchley
Στο τρένο για Αθήνα. Πανηγύρι. Ηλικιωμένη κυριούλα προσπαθεί να τρυπώσει, χαϊδεύοντας μου στοργικά τον κώλο. Να μην ξέρεις αν πρέπει να το θεωρήσεις παρενόχληση ή κομπλιμέντο.
Τελείωσε μαζί μου, τώρα σειρά έχουν τα παράθυρα, τα σφραγίζει όλα ερμητικά, αν μπορούσε θα τα περνούσε και μια σιλικόνη λευκή, να κοκαλώσουν οι χαραμάδες.
Ασφυξία.
Μυρίζει νοτισμένο σεμέν και φυτίνη.
========
Ομόνοια κι ανάβω αγχωμένα τσιγάρο, λες και χρεοκοπεί ο Παπαστράτος.
Ταμείο Νομικών, καλημέρα, γέρασα, σας έφερα τη δόση.
– Κολλητέ θες ένα φιξάκι;
– Θέλω μια σύνταξη και το επικουρικό μου.
======
– Εφετείο, Ριανκούρ.
– Θα αφήσουμε την κυρία στο Μπροντγουαιη και συνεχίζουμε.
Είναι αργά για καβγά και νωρίς για θέατρο.
==============
Πανόρμου στο καφέ με συναδέλφους, ο νεώτερος είχε δει την ΑΕΚ στο Καλλιμάρμαρο παρ’ εφέταις.
-Καλημέρα παιδιά, τα φραπεδάκια για σας είναι;
Εξίσωση με πολλούς αγνώστους.
– Εμείς παραγγείλαμε φρέντο.
– Αχ έφερα φραπέ.
– Δε πειράζει, άστους. Ο γλυκός ποιος είναι;
– Είναι όλοι μέτριοι.
Έχω έρθει σε κηδεία και δε μου το λένε.
-Ω μαλάκα, τον βλέπεις αυτόν; είναι ο Αντωνίδης από τη Δημητσάνα.
– Μοιάζει σαν να είναι ο Ιωνάθαν και να έρχεται από την Καπερναούμ.
– Σαπάκι. Πρόεδρος εφετών. Στριμμένο άντερο.
– Εμ αφού είναι 60 χρονω άνθρωπος και μένει με τη μάνα του. Ξέρεις ποια είναι η μάνα του; Η Δασκαλάκη, η συγγραφέας, την ξέρεις.
Όχι, δε τη ξέρω.
Αλλά σχεδόν τη βλέπω.
Κοντόχοντρη σαν γιουβαρλάκι, με σοσόνι μάλλινο χειμώνα καλοκαίρι κι έναν τεράστιο σταυρό, να κρέμεται έκπληκτος ανάμεσα σε δυο θηριώδη μαστάρια.
Σχεδόν τη μυρίζω: νιβέα, κίμινο, φρεσκοξυσμένο μολύβι και χρυσός οδηγός ξεχασμένος σε συρτάρι.
Σχεδόν την ακούω:
«Εγώ δεν τον πίεσα ποτέ. Αφού τραβάει, τι να κάνω; Να τον φρενάρω;»
Δικάζει κι αυτή, κι ας μην το ξέρει.
=========
– Εντάξει, μην ανησυχείς, θα περάσω το βράδυ.
– Τι έγινε;
– Τίποτα. Η μάνα μου. Να περάσω το βράδυ να πάρω το παστίτσιο.
Ό,τι κοροιδεύεις, το λούζεσαι. Φέρε μας μπύρες και μεζεδάκι.
-Τι ώρα πήγε ρε μαλάκα;
Μιλάει μόνος του, βγάζει ένα ρολόι ασημένιο, σκαλιστό, με καδένα, 5 και μισή, λογικά θα έχει αργήσει η άμαξα.
========
– Ανεβαίνω Γαλάτσι, άμα θες σε αφήνω με τη μηχανή Ολυμπιακό Στάδιο να πάρεις το τρένο.
Δυό μεσήλικες δικηγόροι σε μια παλιά μπατσική BMW χωρίς πινακιδες, οι γραβάτες να ανεμίζουν σαν παντιέρες, το μπατζάκι να έχει φτάσει στο γόνατο, μπανιστήρι στην κάλτσα διαβαθμισμένης συμπίεσης, μυρωδιά βενζίνης, Armani κέδρος και Heineken, με 150 στην Κηφισίας κορδέλα, πράσινα-κόκκινα, όλα δικά μας, μπλόκο στο Ψυχικό 6 ζητάδες, σταματάνε έναν πιτσιρικά με παπί, εμείς περάσαμε αέρα, Ολυμπιακό στάδιο, τρένο, γριά, κωλόχερο, Μαρούσι, μάνα, ασανσέρ, τέταρτος.
Πιάτο στη βεράντα κι ας φυσάει.
Μπορεί να μην υπάρχει κράτος, φρέντο, σύνταξη, πινακίδες, αστυνομία, καλοκαίρι, αλλά τουλάχιστον υπάρχει παστίτσιο.
Έχει ο Θεός.
* Η ζωγραφιά: Μολύβι, παστέλ, ακρυλικά, 12Χ9, στο μπλοκάκι. Του Βασίλη. Πάντα και μόνο
**Μουσική Υπόκρουσις: Δια Ταύτα – Γιώργος Μαργαρίτης
Leave a Reply