Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΛΛΟ ΜΠΛΕ

“Μόνο οι ρηχοί άνθρωποι δεν κρίνουν από την εξωτερική εμφάνιση”
Όσκαρ Ουάιλντ

 

Στα άγουρα χρόνια της δικηγορίας με τον Δάσκαλο Λευτέρη, η οικονομική στενότης είχε ανοίξει το πνεύμα μας προς κάθε είδους υποθέσεις. Μια από τις πρώτες δουλειές που αναλάβαμε μαζί, αφορούσε την ανηψιά ενός μεγαλέμπορου λευκών ειδών σε σκόνη, την οποία μας πάσαρε ο καλός συνάδελφος Ευάγγελος, που μετανάστευε για post-doc στη Χαϋδελβέργη. Η ανηψιά ήρθε σετ με την προειδοποίηση του έμπειρου συναδέλφου, ότι η ανηψιά είναι βαθιά ηλίθια και ότι έχει πάρει τη μισή Αθήνα, γεγονός μάλλον απογοητευτικό, αν σκεφτεί κανείς ότι τόσο εγώ όσο και ο Δάσκαλος βρισκόμασταν – όπως πάντα – στην αδικημένη πλευρά της υπόλοιπης μισής Αθήνας, που δεν είχε παρόμοια χαρά και ευλογία.

Το πρώτο ραντεβού έγινε ένα ζεστό απόγευμα του Ιουλίου ψηλά στου Παπάγου, μια εποχή που στην περιοχή κυκλοφορούσαν περισσότεροι απόστρατοι με κανίς, από ότι αυτοκίνητα. Η ανηψιά διέμενε σε μια τριπλοκατοικία, στο ισόγειο της οποίας έμενε ο θείος (το επίδικο, που λέμε εμείς οι νομικοί), στον πρώτο όροφο η ίδια και στον δεύτερο η αδερφή της με τον άντρα της. H ανηψιά Τζέλα μας υποδέχτηκε θερμά, μας ξενάγησε στο διαμέρισμα και σε συνέχεια μας συνόδευσε στη βεράντα, επιδεικνύοντάς μας τη θέα. Πράγματι, το μπαλκόνι έβλεπε την μισή Αθήνα – χωρίς να μπορεί να πει κανείς με βεβαιότητα για ποια ακριβώς μισή Αθήνα επρόκειτο – η μισή Αθήνα έβλεπε εμάς στο μπαλκόνι και ο Δάσκαλος έβλεπε τα βυζιά της Τζέλας, φρεσκάροντας τις γνώσεις του στην σφαιρική τριγωνομετρία, καθώς εκείνη έσκυβε φιλικά για να μας σερβίρει την πορτοκαλάδα.

Η Τζέλα ήταν καστανομάλλα, φορούσε ένα μακρύ λευκό φουστάνι με κεντήματα, ξυπόλυτη, με ένα μεγάλο χίπικο κολιέ, και μύριζε ένα παράξενο άρωμα, πολύ γοητευτικό και οικείο, κάτι ανάμεσα σε κέδρο, κολυνός και λαχανοντολμάδες. Είχε σπουδάσει ντεκορατρίς, αλλά μας συστήθηκε ως ποιήτρια, γεγονός που αμέσως κίνησε τις υποψίες μας – παραείχε εντυπωσιακά βυζιά για ποιήτρια (εξαιρώ εδώ κάποιες φίλες ποιήτριες, όπου ποίηση και στήθος συνυπάρχουν με αρμονία) – αλλά τόσο ο Δάσκαλος όσο και εγώ το κατάπιαμε αμάσητο, μαζί με δύο φέτες κεκ, ένα γλυκό συκαλάκι, κι ένα νεράκι αν δε σας είναι κόπος, γιατί γανιάσαμε.

Μας διηγήθηκε διάφορα περιστατικά της ζωής της, πώς έχασε τον πατέρα της, μετά την μητέρα της, πόσο δεμένη ήταν με τον θείο της, πόσο τον πρόσεχε, σε αντίθεση με την αδερφή της που δεν έδινε δεκάρα, η μαλακισμένη, ούτε αυτή, ούτε αυτό το ζώον ο άντρας της, κι εμείς κουνούσαμε το κεφάλι με κατανόηση – εμείς οι δικηγόροι κι οι γιατροί έχουμε έναν δικό μας τρόπο να κουνάμε με κατανόηση το κεφάλι, μοιάζει με τα σκυλάκια που βάζανε παλιά στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου, αν τα ενθυμίστε. Όταν απόθανε ο πατέρας της άφησε μόνο χρέη και ο θείος, παρότι άνθρωπος του υποκόσμου, τις πήρε και τις δύο ανηψιές υπό την προστασία του. Έγραψε από έναν όροφο στην καθεμία – η αδερφή της πήρε τον δεύτερο, καθότι μεγαλύτερη, ανύπαντρη τότε και ασχημότερη – και έδινε κι από ένα μηνιαίο “επίδομα” στην καθεμιά, ώστε να ζουν αξιοπρεπώς.

Ο θείος όμως, που έμενε μόνος του στο ισόγειο, είχε αρρωστήσει βαριά και τελευταία “είχε αρχίσει να της κάνει νερά”. Συχνά, ξεχνούσε να καταθέσει το επίδομα – για τέτοιο γαϊδούρι ξεκαπίστρωτο συζητάμε – και πρόσφατα είχε αρνηθεί να χρηματοδοτήσει το τελευταίο πρότζεκτ της Τζέλας, που αφορούσε την έκδοση ενός υπερπολυτελούς τόμου ανέκδοτων – μέχρις δακρύων – ποιημάτων της. Είχε όμως εκφράσει την επιθυμία να συντάξει διαθήκη, Εκεί, ξεκινούσε ο δικός μας ρόλος. “Είμαι περίεργη να δω πώς θέλει να τα μοιράσει”, μας εξήγησε η Τζέλα, “Δε θέλω σε καμία περίπτωση να παρέμβετε ώστε να τον επηρεάσετε, αλλά ο θείος Τζων είναι σαν πατέρας μου και αν μη τι άλλο, δικαιούμαι να ξέρω ποιές είναι οι επιθυμίες του”. Ο Δάσκαλος της εξήγησε ότι το πράγμα δεν δουλεύει ακριβώς έτσι, ότι ο δικηγόρος έχει υποχρεώσεις εχεμύθειας, αλλά η Τζέλα και το ντεκολτέ της επέμειναν “ο θείος δεν έχει μυστικά από μένα, θα σας το πει κι ο ίδιος, κύριε Λευτέρη, θα δείτε”. Η συζήτηση στη συνέχεια ξεμάκρυνε σε άσχετα θέματα, περί ποίησης και τέχνης, ο Λευτέρης της εξήγησε ότι ήταν και ο ίδιος συγγραφέας, η Τζέλα αντέτεινε ότι το είχε καταλάβει από την πρώτη στιγμή ότι ήτανε “συνάδελφοι καλλιτέχνες” και τελικώς κλείσαμε ραντεβού σε μια βδομάδα, να πάμε να γνωρίσουμε το θείο.

Ο Δάσκαλος δεν την είχε πάρει με καλό μάτι τη Τζέλα. Λούμπεν την ανέβαζε, καργιόλα την κατέβαζε, που πάει να ρίξει την αδερφή της και να φάει τα λεφτά του γέρου. Αυτό δε το “περί συναδέλφων καλλιτεχνών”, δεν μπορούσε με τίποτα να το καταπιεί. Εδώ να σας πω, ότι ήταν η εποχή που ο Δάσκαλος περνούσε τη Γαλάζια Περίοδό του, του έβγαινε μια οργή πρωτόγονη και του φταίγανε όλοι και όλα, φανταστείτε κάτι σαν τζήμερος σε προχωρημένη κλιμακτήριο.

Μια βδομάδα αργότερα, ανηφορίζαμε ξανά στου Παπάγου, περνώντας πρώτα από το διαμέρισμα της Τζέλας, ώστε να κατέβουμε στο θείο όλοι μαζί. Μας υποδέχτηκε φανερά ανανεωμένη και κεφάτη, τα μαλλιά πιο κοντά, ξανθοκάστανα πλέον, και φορούσε ένα ταγέρ αυστηρό, με πένσιλ φούστα και ήταν βαμμένη πολύ διακριτικά. Το ντεκολτέ του φορέματος είχε αντικατασταθεί από ένα λευκό πουκάμισο – προς απογοήτευση ημών των νομικών – αλλά όλο μαζί το στυλ, που παρέπεμπε σε corporate bitch, πρέπει να ομολογήσω ότι της πήγαινε πολύ. Ο Δάσκαλος την προειδοποίησε να μην διανοηθεί να προσπαθήσει να επηρεάσει τον θείο, προσθέτοντας επίσης ότι αν καταλάβουμε ότι ο θείος τα έχει χαμένα, θα φεύγαμε επιτόπου. Η Τζέλα μας διαβεβαίωσε ότι ο θείος ήταν μεν βαριά άρρωστος λόγω σακχάρου και δεν έβλεπε καλά, αλλά κατά τα άλλα τα είχε 400 και ότι θα ενθουσιαζόταν με την επίσκεψη.

“Σουλουπώθηκε η φακλάνα, για να διπλαρώσει τον κωλόγερο”, μου ψιθύρισε ο Λευτέρης κατεβαίνοντας τις σκάλες κι εγώ έκανα ότι δεν τον άκουσα – εμείς οι νομικοί έχουμε ένα δικό μας τρόπο να μην ακούμε – ενώ η Τζέλα χτυπούσε το κουδούνι του θείου, ανοίγοντας ταυτόχρονα την πόρτα με δικό της κλειδί.

-Ποιός πούστης είναι?, μας υποδέχτηκε χαρμόσυνα μια μπάσα φωνή.
-Εγώ είμαι θειούλη, η λατρεία σου, η αγάπη σου, ο μπελάς σου, το μπελάκι σου, η αδυναμία σου.
-Τι θες μωρή?, συνέχισε στην ίδια μόντα ο γέρος.
-Ήρθα να δω τι κάνεις και έχω φέρει μαζί και τον κύριο Λευτέρη και τον κύριο Γιώργο, που είναι δικηγόροι.
-Πού έμπλεξες πάλι, μωρή μαλακισμένη?
-Ελάτε πιο κοντά, για να σας βλέπει ο θείος, μας παρότρυνε η Τζέλα. Τα παιδιά είναι δικηγόροι, θείε, και ήρθαν για να σε βοηθήσουν με τη διαθήκη που θέλεις να κάνεις.
-Καλημέρα, κύριε Τζων, έσπασε τον πάγο ο Δάσκαλος.
-Σε μένα μιλάς ρε?
-Ναι κύριε Τζων, είμαι ο Λευτέρης και είμαι δικηγόρος.
-Θειούλη μου, σκέφτηκα ότι τώρα που θέλεις να κάνεις διαθήκη και να μου τα γράψεις όλα – όπως μου αξίζει άλλωστε (γελάκι) – θα ήταν χρήσιμο να φέρω δύο δικηγόρους να σε βοηθήσουν, για να μην κάνεις κανένα λάθος.
-Σε μένα μιλάτε ρε? Σε μένα μιλάτε? Άκου λοιπόν πουτανάκι, τι θα σου πω: μάζεψε τους μαλάκες που μου κουβάλησες και τσακιστείτε έξω από το σπίτι μου. Τώρα!!!, ούρλιαξε φιλόξενα ο γέρος.
-Κύριε Τζων, ως δικηγόρος λυπάμαι, δεν ήξερα…
-Εσύ είσαι ο Λευτέρης ή ο Γιώργος?
-Ο Λευτέρης.
-Λευτέρη.
-Μάλιστα.
-Λευτέρη, αν ήμουν δέκα χρόνια νεώτερος και αν έβλεπα λίγο καλύτερα, να ξέρεις ότι θα σου είχα τρυπήσει την καρδιά με μαρκαδόρο.

Φύγαμε από το ισόγειο του γέρου σχεδόν τρέχοντας, βρίσκοντας καταφύγιο στη βεράντα του πρώτου ορόφου με τη γνωστή θέα. Ο Δάσκαλος ήταν έξαλλος με την Τζέλα, την έβριζε σκαιότατα και από το στόμα του πετάγονταν ακατανόμαστες βρισιές, ανάκατες με κομματάκια κέικ, που η ανηψιά είχε την καλοσύνη να μας σερβίρει.

Από την άλλη, η Τζέλα, φαινόταν πανευτυχής και κατενθουσιασμένη. “Κορίτσι μου, είσαι εντελώς ηλίθια?”, της επιτέθηκε ο Δάσκαλος, με μια ερώτηση που φαινόταν μάλλον ρητορικού χαρακτήρα. “Δεν είμαι ηλίθια, είμαι καλλιτέχνης. Κι όπως ξέρετε, κύριε Λευτέρη, οι καλλιτέχνες δεν αναγνωρίζονται ούτε στην εποχή τους, ούτε στην ώρα τους. Έρχεται όμως η ώρα που αναγνωρίζονται. Εμείς οι δύο, κύριε Λευτέρη, είμαστε καλλιτέχνες. Ο καθένας με τον τρόπο του. Θα έρθει η ώρα που θα το καταλάβετε. Απλώς είναι νωρίς ακόμα.”. Πριν προλάβουμε να πούμε το παραμικρό, η Τζέλα ξεκίνησε να απαγγέλει ένα ποίημά της – Σπουδή σε ένα Φρούτο (δε θυμάμαι ποιό) – και εμείς παρακολουθούσαμε άφωνοι, μπουκωμένοι απορίες και κέκ. Σκεφτόμουν ότι αν ο Δάσκαλος δεν πάθαινε εγκεφαλικό μετά από αυτό, θα ήτανε μια δεύτερη ένδειξη ότι υπάρχει Θεός (την πρώτη ένδειξη αποτελούσαν τα βυζιά της Τζέλας στην προηγούμενη επίσκεψη) και για καλή τύχη όλων μας, όντως δεν έπαθε.
Ήταν η τελευταία φορά που είδαμε την Τζέλα.

Λίγους μήνες αργότερα, ανήμερα του Αγίου Ελευθερίου, πίναμε ουίσκι στην υγεία του Δασκάλου, σε ένα γραφείο στην Καρνεάδου, που είχε την μεγαλοψυχία να μας παραχωρεί ένας κύπριος πελάτης μας. Ανάμεσα στους λογαριασμούς και στα δικόγραφα που είχαν καταφτάσει, υπήρχε και μια καρτ-ποστάλ. Μπροστά, είχε μια εικόνα από μια εξωτική παραλία, σμαραγδένια θάλασσα και καταγάλανος ουρανός, και πίσω έγραφε τα εξής:

“Ας πούμε ότι εσύ είσαι το ένα μπλε, και εγώ το άλλο. Εσύ κρύβεσαι στη θάλασσα, εγώ στον ουρανό. Έχει φορτούνα, δε φαίνεσαι. Έχει σύννεφα, δε φαίνομαι. Κι έτσι μένουμε, εσύ το ένα μπλέ, κι εγώ το άλλο.*
Χρόνια πολλά Λευτέρη και σε ευχαριστώ για όλα,
Με αγάπη και συναδελφικούς χαιρετισμούς,
Τζέλα.”

(*Απόσπασμα από το βιβλίο του Αχιλλέα Θεοφίλου – “Ερημιά – κύκλοι τρεις”)

Κοιταχτήκαμε με τον Δάσκαλο, προσπαθώντας να συλλάβουμε το βαθύτερο νόημα, χωρίς αποτέλεσμα. Η κάρτα κατέληξε γρήγορα στο συρτάρι κι εμείς στο αλκοόλ μας.

Μια εβδομάδα αργότερα, μεσημέρι παραμονής Χριστουγέννων, είχαμε ραντεβού στη Χάριτος με τον Ευάγγελο, τον καλό συνάδελφο που μας σύστησε στην Τζέλα, ο οποίος είχε γυρίσει στην Αθήνα για τις γιορτές. Κάπου μεταξύ του δεύτερου και του τρίτου ποτού, ο Ευάγγελος μας χτύπησε φιλικά στην πλάτη, συγχαίροντάς μας:

“Μπράβο παιδιά! Μια χαρά τα καταφέρατε με την Τζέλα. Μιλήσαμε χθες στο τηλέφωνο. Είναι κατενθουσιασμένη μαζί σας. Ειδικά με σένα, Λευτέρη. Το ξέρετε φυσικά ότι το Νοέμβριο ο θείος της πέθανε. Τρεις μήνες πριν πεθάνει, έκανε διαθήκη. Τα άφησε όλα στην Τζέλα, αποκληρώνοντας την δίδυμη αδερφή της, την Μπέλα. Δε ξέρω πώς τα κατάφερες Λευτέρη, αλλά πραγματικά, είσαι καλλιτέχνης, αγόρι μου. Καλλιτέχνης!”

Κοιτούσαμε τον Ευάγγελο με το βλέμμα του Τομ, λίγα δευτερόλεπτα αφού ο Τζέρι του έχει σκάσει στο κεφάλι ένα αμόνι.
” Εγώ είμαι..η λατρεία σου, η αγάπη σου, ο μπελάς σου, το Μπελάκι σου…”
Τι υπέροχο κάθαρμα.
Eίχαμε μόλις ακούσει το κύκνειο άσμα της Τζέλας.
Σπουδή σε Δυό Μαλάκες.

*Η ζωγραφιά: Καρτποστάλ για δυό μαλάκες – Από Βασίλης Γιοκουσκουμτζόγλου

**Μουσική Υπόκρουση:

Leave a comment

Blog at WordPress.com.

Up ↑