Δύο ώρες στο αυτοκίνητο, είχα καιρό να ευχαριστηθώ απεργία. Μια κυρία συνομήλικη με μάλωσε, “μην παρκάρετε εδώ, εδώ (συνομωτικά), επειδή απαγορεύεται κανονικά γιατί είναι η στάση του λεωφορείου, το ξέρει και παρκάρει ο άνδρας μου” – Αχ, ο καλός μου, εδώ παρκάρει? χίλια συγγνώμη, στα αρχίδια μας, τώρα το ξέρω κι εγώ. Βγαίνοντας από το αμάξι, μια νεαρή μαμά τραβάει από τη φαβορίτα το σπλάχνο της “Τι σου είπα εγώ, πες μου τι σου είπα εγώ?”, ο Θεός ξέρει …τι μαλακία θα του είπε και τι μαλακία θα κατάλαβε, δυό πιτσιρικάδες στη στάση παίζουν με τα κινητά και γελάνε μόνοι τους, η χοντρή στο Γρηγόρη θέλει ζαμπονοτυρόπιτα ταψιού κ φρέντο εσπρέσο με μια ζαχαρίνη, το παπάκι πέρασε με κόκκινο – πάρτα, μαλάκα, να μη στα χρωστάω, -Καισαρείας και Ξενίας μήπως ξέρετε που είναι? – Είναι παράλληλες αγαπητέ μου. – Μα εμένα μου είπανε Καισαρείας και Ξενίας. – Σας κορόιδεψαν, λυπάμαι. – Μα εμένα μου είπανε Καισαρείας και Ξενίας. – Το άκουσα, μη το λέτε δυό φορές, δε μιλάτε σε ασύρματο, είναι παράλληλες, το είπαμε. – Και μήπως ξέρετε πού είναι? – Είναι η επόμενη γωνία. -Αχ, ευχαριστώ πολύ (όταν είμαι καλός είμαι καλός, όταν είμαι κακός είμαι καλύτερος), -Μια τυρόπιτα βάλε μου. -Γκουρού? -Αν είναι με φρέσκο γιόγκι, βάλε γκουρού, απαγορεύεται η είσοδος στους μη έχοντας εργασίαν, ουφ, ευτυχώς, γλιτώσαμε κανα τριάρι εκατομμύρια επισκέπτας, – αχ, κρατήστε μου την πόρτα, – να σας την κρατήσω αλλά δε χωράμε μανδάμ, είναι τριών ατόμων το ασανσέρ κι είμαστε ήδη τέσσερις κι έχετε και τα ψώνια, τελικά χωρέσαμε, λαμόγιο ασανσεριτζή, και εμείς και η κυρία και ο μισός Βερόπουλος, τέταρτος, μια χαρά, επιτέλους γραφείο.
Αν πρέπει να στείλεις ένα επείγον email, να ξέρεις ότι είναι η στιγμή που τα windows θα αποφασίσουν να κάνουν ενημέρωση, μαλάκας είσαι, αγόρι μου?, όλοι το ξέρουν αυτό, φτιάξε καφέ και περίμενε, πάρε τηλέφωνα, χέσε, κάπνισε, βγες στο μπαλκόνι.
Απέναντι, στην ταράτσα, ο παππούς με ένα τσιγάρο στο στόμα, κάθε πρωί μαζεύει λιακάδα και ασπρίζει κι από ένα τοίχο. Και φέρνει κι από μια καινούργια γλάστρα. Φυσάει σορόκος κι ίσα που ακούγεται η μουσική από το κασετόφωνό του. Μπαγιαντέρας. Σα μαγεμένο το μυαλό μου.
Ανακούφιση.
Κανένας πιτσιρικάς, καμιά νεολαία, κανένας μεσήλικας.
Ίσως τελικά φτάνουμε στην εποχή, που την επανάσταση θα την ξεκινήσουν οι γέροι.
YΓ. Όπως θα ξέρετε, κείμενο χωρίς ζωγραφιά του αδερφού Βασίλη Γιοκουσκουμτζόγλου είναι σαν πας στη Μαβίλη και να έχει κλείσει ο Μικές.
Η ζωγραφιά: Οι Ταράτσες
Δια χειρός Βασίλη, που χωρίς αυτόν όλα θα ήτανε λιγότερο φωτεινά.
Leave a Reply