“Θα είναι σαν να πηγαίνεις στο Καρπενήσι, αλλά δε θα πηγαίνεις στο Καρπενήσι”
Γέρων Ρασπούτιν
Απέναντι σε κάθε νέα μόδα είμαι γενικά δύσπιστος. Eδώ που τα λέμε, μάλλον κακογερνάω και γίνομαι σταδιακά καχύποπτος απέναντι στα πάντα, ειδικά σε ζητήματα που τα θεωρώ προσωπικές σταθερές, πχ. αν μου στείλει ο PortoFinos την πίτσα με άλλο ντελιβερά εκτός από τον Αντώνη, αναστατώνομαι, όχι ότι δεν την φαρμακώνω, τη φαρμακώνω, αλλά να, όσο να πεις, μια απόσταση, μιαν ανατριχίλα, τη νιώθω ο μεσήλικας.
Έτσι και αυτή η εταιρική πρόσκληση για team building, κάπως μου έκατσε. Στο email έγραφε μέσα κάτι για bonding, εγώ στην αρχή διάβασα bondage, δε φόραγα και τα γυαλιά μου το ζώον, έκανα τον τζόβενο, γιατί ξέρεις τώρα πώς είναι με τα γυαλιά, ή θα βλέπεις ή θα βλέπεσαι, εγώ δεν τα φόραγα λοιπόν, λέω μπράβο, bondage, έτσι μάλιστα, μετά είδα το bonding και μου χάλασε η διάθεση, ξενέρωσα ρε αδερφέ, σαν να παραγγέλνεις πίτα γύρο χοιρινό και να σου φέρνουνε στήθος κοτόπουλο με λαχανικά στον ατμό. Συφορά λέμε.
Τέλος πάντων, μια και δυό, κινήσαμε για το βουνό, σε αυτά τα πούλμαν τα διαστημικά, τα τεράστια, εμείς τώρα δεκαπέντε ψυχές όλες κι όλες, καθόταν ένας ανά 3 σειρές, μη κολλήσουμε και κόνιδες, είχαμε και μια αρχηγό εκδρομής, leisure management specialist – αυτό ακούγεται σαν δραστική ουσία σε διουρητικό, αλλά δεν είναι – μες την τρελή χαρά αυτή, να μας έχει βάλει μια μουσική lounge, να νομίζεις ότι έχεις κλειστεί στο ασανσέρ στο Imperial στη Λάρισα και να λείπει με διάρροιες ο γκρούμ, να μας λέει τι ωραίο το Καρπενήσι, τι καλά που θα περάσουμε, ότι έχει κανονίσει παιχνίδια, να γελάει μόνη της σαν παρτσακλό, εμείς εντωμεταξύ κλαρούμπα, ο ένας έστελνε email, ο άλλος μίλαγε στο βάιμπερ με τη γκόμενα, η άλλη έφτιαχνε νύχι ζαλωμένη ακουστικά και Jennifer Lawrence, εγώ τάιζα κάτι κωλοκατσίκες στο φάρμβιλ, ο Νώντας κατάπινε τα τυροπιτάκια που του έβαλε η μάνα του στο ταπερ και κολυμπούσε στα ψιχουλάκια, χαμός.
Αυτή το χαβά της, θα πάμε και Κορυσχάδες και Λίμνη Πλαστήρα και Μονή Προυσού, ο Κύριος μετά σου, πού μπλέξαμε με την καργιόλα, σε ησυχία δε θα μας αφήσει, αρχίζει μετά ένα παραμύθι διδακτικό, ο στόχος είναι να δεθούμε σαν ομάδα, να καταλάβουμε ο ένας την αξία του άλλου, να μάθουμε να μοιραζόμαστε, αχ να χαρείτε, μη τα λέτε σε μας μανδάμ, στο Νώντα πέστε τα, που έχει φάει τον μισό Bενέτη και ένα τυροπιτάκι δεν έχει αξιωθεί να προσφέρει, όχι σε μένα, χέσε με εμένα, στο Λενάκι με τον ωραίο τον κώλο που τη βλέπει και του τρέχουνε τα σάλια του γυφτοπρόξενου, εντωμεταξύ να έχουμε φτάσει Λιανοκλάδι ακατούρητοι, της λέμε ώπα φιλενάδα, σέρνεται και προστάτης, πες στον μπάρμπα να σταματήσει να πάμε ένα γουώτερ κλόζετ μεγάλοι αθρώποι, να κάνουμε κι ένα τσιγάρο, ίίίίί, ουρλιάζει αυτή, καπνίζετε δηλαδή?, αυτός ακριβώς είναι ο σκοπός της εκδρομής, να μάθετε να σέβεστε την πλειοψηφία, Κυρά μου, της λέει η Βασούλα – που θα γινόταν νταλικέρης αλλά την κέρδισε το μάρκετινγκ – εδώ είμαστε 13 ψυχές συν ο πουλματζής που καπνίζουμε, μόνο εσύ κι ο Νώντας δεν καπνίζετε, κι εδώ που τα λέμε, ο Νώντας με αυτά που τρώει καλύτερα να κάπνιζε, μην τα πολυλογώ, μετά το κατούρημα στο Λιανοκλάδι το κάναμε τεκέ το πουλμανάκι, τα έχουν αυτά οι πλειοψηφίες, αυτή να δυσανασχετεί, κύριε Ευάγγελε πείτε και εσείς κάτι σαν οδηγός, ο κυρ Βαγγέλης τα μάσαγε, “παιδιά είναι κυρά απαυτή μου, ας καπνίσουνε”, γειά σου ρε Βάγγο αλάνι για πάντα στο λιμάνι, βγάλε κι αυτή τη μαλακία και βάλε κανένα ελληνικό, δεν ήτανε να του το πεις δεύτερη φορά του Ευάγγελου, δίνει μια στο lounge και το στέλνει στον αγύριστο και χώνει στη σιντιέρα έναν Μαργαρίτη ξεγυρισμένο, δίπλωσαν πάλι στα ποτήρια τα ποτά, “παιδιά φρόνιμα” ψέλιζε η leisure manager, να τραβάει η δόλια τα μαλλιά της, γιατί βυζιά για να τραβήξει δεν είχε – ή αν είχε δεν τα είχε φέρει μαζί της στην εκδρομή – τέλος πάντων, η ζωή έτσι είναι κι ο καθένας με ότι έχει πορεύεται, που θάλεγε κι η μάνα μου και δίκιο θάχε.
Φτάνουμε που λες στο Χάνι του Πανέτσου, πετάγεται ο Νώντας, παιδιά πείνασα, να κάνουμε μια στάση να τσιμπήσουμε, θόλωσε η Λέζουρ, μα τι λέτε, πρέπει να φτάσουμε εγκαίρως Καρπενήσι γιατί σας έχω κλείσει το απόγευμα τοξοβολία στο Σαλούν, καλά φιλενάδα, κάτσε να φάμε ένα γαρδουμπάκι και παριστάνουμε αργότερα τους ρομπέν των δασών, μην ακούσει γαρδουμπάκι ο Ευάγγελος, το κοκκάλωσε τετακέ το πούλμαν, μπαίνουμε στου Πανέτσου, κάνει κουμάντο ο Ηλίας ο Quality Manager, τσάκω μάστορα τον κατάλογο επί δέκα και βλέπουμε, φέρε και μπύρες γιατί γανιάσαμε, έξαλλη η Λέζουρ, θα καθυστερήσουμε, θα μας πιάσει το χιόνι στον Τυμφρηστό, θα μας περιμένει ο ξενοδόχος, θα γίνουμε ρεντίκολα στο δάσος του Σέργουντ, να ιδρώνει και να ξεϊδρώνει σαν επιτηρητής στο λόουερ, χαλάρωσε της λέει ο Νώντας, θες ένα τυροπιτάκι?, όχι, του κάνει αυτή, είμαι βίγκαν, δεν πειράζει της λέει αυτός, κάθε σπίτι κι ένα πρόβλημα, μη σκας, τελικά της πήραμε κάτι βλήτα ανάλαδα και το έφαγε ο Νώντας το τυροπιτάκι, της έφαγε και τα βλήτα κι ησυχάσαμε, να λυσσάει αυτή, “κύριε Βαγγέλη μην πίνετε, έχετε να οδηγήσετε”, να μπαίνει στο meteo, πωπω, λέει χιόνι στον Τυμφρηστό, τι θα κάνουμε?, να φύγουμε, να φύγουμε, μη σας τα πολυλογώ, γκρίνια στη γκρίνια, ούτε ένα τρίωρο δεν κάτσαμε, πήρε κι ο Logistics Director ένα καφάσι μπύρες για το δρόμο, γιατί ή είμαστε προνοητικοί ή δεν είμαστε, εντωμεταξύ αρχίζει και το χιόνι, η Λέζουρ να κοιτάζει και να σταυροκοπιέται, δε θα φτάσουμε, να βάλετε αλυσίδες κύριε Ευάγγελε, εμείς να ψιλοκοιμόμαστε, ο Ευάγγελος το ίδιο, ο Ορέστης από το Sustainability Department είχε ανάψει κι ένα μονόφυλο, γιατί ή είμαστε μερακλήδες ή δεν είμαστε, μη σας κουράζω, πριν το τούνελ μας σταματάει η μπατσαρία, εγκεφαλικό η Λέζουρ, να μυρίζει το πούλμαν μπύρες και φούντα, Παναγιά μου θα μας πιάσουνε, πλησιάζει ο CSI Μακρακώμης, “Κάν πίσ, ο δρόμς έχει κλείς,”, το γυρνάει με τα χίλια ζόρια ο Ευάγγελος, να κλαίει η Λέζουρ, ο Ορέστης να τη βλέπει να σταυροκοπιέται και να νομίζει ότι φτάσαμε στη Μονή Προυσού, “παιδιά να σταματήσουμε να πάρω μια εικονίτσα για τη μάνα μου”, άστο Ορέστη μου, θα πούμε στον Βαγγέλη να σταματήσει στο γυρισμό στη Χασιά, να πάρουμε από τους παλαιοημερολογίτες, κλάματα η Λέζουρ, χάλασε η εκδρομή και νυχτώνει, πού θα διανυκτερεύσουμε τώρα, πετάγεται ο Βαγγέλας, έχει ένα ξαδερφάκι μου μια πανσιόν έξω από την Καρδίτσα, έχει κι ένα κλάμπ από κάτω, το Ρασπούτιν, καλό μαγαζί, άμα γουστάρετε σας πάω, να κωλοχτυπιέται η Λέζουρ, τι λέτε κύριε Βανζέλ, ποιά Καρδίτσα, ποιό Ρασπούτιν, θα μας πάνε όλους δεμένους, είναι παράνομα όλα αυτά, μην ανησυχείτε μαντάμ, πέσαμε επάνω της το Legal Department, παράνομο είναι μόνο αν σε πιάσουνε, να την μαλακώσουμε εμείς, γιατί ή είμαστε δικηγοράρες ή δεν είμαστε, μη σας τα πολυλογώ, 11 και μισή ξεφορτώναμε πράγματα στην πανσιόν και δώδεκα νταν κόβαμε καρτελάκια στο Ρασπούτιν, νάναι καλά ο Αη Καλόγερος, μεγάλη η χάρη του.

* Η ζωγραφιά: Ο Μίμης άδων της λέηζωρ σπέσιαλ αφιέρωση που βουλιάζει το τελευταίο της το πλοίο. Πενάκι, παστέλ, ακρυλικά, σε Α4 πολυτελείας.
** Μουσική Υπόκρουσις: Ο Μίμης ο Γκιουλέκας εν Καρδίτσα (όπως λέμε εν καρδία, αλλά με περούκα και μπουζούκι)
Leave a Reply